Υπάρχουν ηθοποιοί που αποκτούν φήμη προτού καν μάθουν να τη διαχειρίζονται. Aλλοι που την αντιμετωπίζουν με ενδοιασμό, κρυφά όμως, τη λαχταρούν. Μερικοί είναι τόσο αχάριστοι, που δεν εκτιμούν ούτε μία από τις στιγμές τους κάτω από τα φώτα της δημοσιότητας. Και εκτός από όλους αυτούς, υπάρχει ο Μπρους Ντερν.

Στην ταινία «Νεμπράσκα» του Αλεξάντερ Πέιν υποδύεται τόσο καλά έναν συνταξιούχο, ανυπόφορο γερο-γκρινιάρη, με συμπτώματα άνοιας όσο έντονα χρειάζεται για να πιστέψει ότι κέρδισε το λαχείο και να ξεκινήσει ένα ταξίδι για να διεκδικήσει τα κέρδη του, που στο τελευταίο Φεστιβάλ των Καννών κράτησε το βραβείο του καλύτερου ηθοποιού. Και όπως σχεδόν ο Γούντι, ο χαρακτήρας του, έτσι και ο Ντερν βλέπει την ταινία σαν ένα προσωπικό τζακ-ποτ, ικανό να τον ανεβάσει στην κορυφή της πολυετούς καριέρας του, έστω και στα 77 του χρόνια.

Ξέρει καλά βέβαια τις ανηφόρες και τις κατηφόρες του Χόλιγουντ και αυτό, γιατί ειδικά τις δεύτερες, από μια άποψη τις έχει χορτάσει. Τον τελευταίο μισό αιώνα έχει παίξει σε δεκάδες ταινίες, όπως «Οι κάουμποϊ» με τον Τζον Γουέιν, «Συναγερμός στο Λος Aντζελες» με τον Ρόμπερτ Σο, «Ο γυρισμός» με την Τζέιν Φόντα και έχει συνεργαστεί με την τηλεοπτική πλευρά του Αλφρεντ Χίτσκοκ ή έχει γίνει φιλαράκι με τον Τζακ Νίκολσον. Η κόρη του Λόρα Ντερν είναι επίσης ηθοποιός.

Μόνο όμως όταν μιλάει για την τελευταία του δουλειά, στάζει μέλι. «Είναι ο καλύτερος ρόλος που είχα ποτέ», έλεγε πρόσφατα για τη «Νεμπράσκα», «και ο πιο απολαυστικός για να δουλεύεις ημέρα με την ημέρα. Κάθε φορά που πας στη δουλειά, έχεις την πιθανότητα να κάνεις κάτι που δεν έχει ξανακάνει κανείς».

Ο Ελληνοαμερικανός Αλεξάντερ Πέιν, σκηνοθέτης της ταινίας, δεν έχει, λέει, ξαναγνωρίσει ηθοποιό σαν τον Ντερν. «Σε αυτή την περίοδο της ζωής του, στην τρίτη του πράξη όπως λέγεται, το να παίρνει έναν μεγάλο ρόλο και να κερδίζει επαίνους σημαίνει πολλά γι’ αυτόν. Εχει πολλά να δώσει και θέλει να εργαστεί».

Και εργάστηκε, είναι αλήθεια, πολύ. Στο περίφημο Actors Studio, με τον Λι Στράσμπεργκ και τον Ελία Καζάν, στις αμέτρητες b-movie παραγωγές του Ρότζερ Κόρμαν. Η ιστορία του όμως μάλλον, κατά κάποιον τρόπο, αρχίζει πολύ νωρίτερα. Μεγάλωσε σε μια ευκατάστατη οικογένεια του Σικάγου, εγγονός ενός υπουργού του Φραγκλίνου Ρούζβελτ, ανιψιός του ποιητή Αρτσιμπαλντ Μακλίς και βαφτιστήρι της Ελινορ Ρούζβελτ. Βαριά ονόματα δηλαδή, όπως βαρύ ήταν και το κλίμα σε ένα σπίτι όπου, αν ήσουν μικρός, για να πάρεις τον λόγο στο τραπέζι, έπρεπε να σηκώσεις το χέρι.

Διψώντας για αναγνώριση, αποφάσισε να γίνει ηθοποιός και παρά τους δεύτερους ρόλους δεν το έχει μετανιώσει ακριβώς. «Η δουλειά είναι ουσιαστική», έλεγε πρόσφατα, «αλλά μου αρέσει και η συντροφικότητα, η ομαδική δουλειά. Τα κινηματογραφικά συνεργεία μού έδωσαν την αγάπη, την προσοχή και τον σεβασμό που δεν πήρα από την οικογένειά μου».