Είναι μόλις 25 χρονών, άγαμη μητέρα ενός τρίχρονου αγοριού και έγινε διάσημη στην Αγγλία όταν άρχισε να ανεβάζει στο μπλογκ της φτηνές συνταγές για νόστιμα και υγιεινά φαγητά και κείμενα για τη φτώχεια. Ετοιμη σχεδόν να εκτοπίσει τον Τζέιμι Ολιβερ, η νεαρή που άρχισε να μαγειρεύει από ανάγκη δηλώνει με θάρρος ότι είναι «αριστερή, φιλελεύθερη, λεσβία μαγείρισσα»

Στην αρχή έκλεισε τη θέρμανση και τοποθέτησε έπιπλα μπροστά από τα σώματα του καλοριφέρ για να ξεχάσει την ύπαρξή τους. Κατόπιν ξεβίδωσε τις περισσότερες λάμπες, έκλεισε το ζεστό νερό, πούλησε το iPhone, το ρολόι της, την τηλεόραση, ακόμη και τις κουρτίνες, ώστε να μπορέσει να βγάλει λίγα χρήματα για να θρέψει τον εαυτό της και το τρίχρονο αγοράκι της. Συχνά πήγαινε για ύπνο νηστική, αφού το φαγητό δεν έφτανε και για τους δύο, έλεγε ψέματα ότι δεν πεινάει και έπινε τσάι με τζίντζερ για να της κόψει την πείνα. Και μόλις κατάφερε να ξεπεράσει την ντροπή της για όλα αυτά, ανέβασε στο μπλογκ της agirlcalledjack.com (ένα κορίτσι που το λένε Τζακ) ένα κείμενο με τίτλο «Η φτώχεια πονάει» που εξαπλώθηκε αμέσως στην μπλογκόσφαιρα σαν φωτιά.

Από την ανεργία στην Τανζανία

Το έγραψε πληκτρολογώντας το κείμενο στο τηλέφωνο, αφού δεν είχε υπολογιστή –με τον ίδιο τρόπο εξάλλου θα έγραφε λίγο αργότερα ένα ολόκληρο βιβλίο με φτηνές συνταγές, το οποίο πρόκειται να κυκλοφορήσει στις 27 Φεβρουαρίου από τον εκδοτικό οίκο Penguin.

«Η φτώχεια είναι αυτή η αίσθηση ότι βουλιάζεις όταν το αγοράκι σου έχει φάει το μοναδικό του μπισκότο και σου λέει «θέλω κι άλλο μαμά, δώσε μου ψωμί και μαρμελάδα, σε παρακαλώ, μαμά», ενώ εσύ αναρωτιέσαι αν πρέπει πρώτα να δώσεις την τηλεόραση ή την κιθάρα στο ενεχυροδανειστήριο και πώς να του πεις ότι δεν υπάρχει άλλο ψωμί και μαρμελάδα» γράφει η κυρία Τζακ Μονρόε.

Σήμερα η 25χρονη ανύπαντρη μητέρα είναι πλέον διάσημη. Σύμφωνα με τους «Νιου Γιορκ Τάιμς», είναι το «πρόσωπο της βρετανικής λιτότητας», στο twitter την ακολουθούν περισσότερα από 31.000 άτομα, οι συνταγές της για νόστιμα και υγιεινά φαγητά που κοστίζουν λιγότερο από μία λίρα ανά μερίδα (περίπου 1,2 ευρώ) δημοσιεύονται στην «Γκάρντιαν» και αλλού και δεν χάνει την ευκαιρία να βάζει στη θέση τους όσους της επιτίθενται.

Πρόσφατα ταξίδεψε για δέκα ημέρες στην Τανζανία, καλεσμένη της Oxfam, της διεθνούς φιλανθρωπικής οργάνωσης για την καταπολέμηση της φτώχειας, στην οποία κατέθεσε ένα μεγάλο μέρος από την αμοιβή της για το χριστουγεννιάτικο διαφημιστικό της αλυσίδας σουπερμάρκετ Sainsbury’s. «Κερδίζω τη ζωή μου ως συγγραφέας και όχι από τις διαφημίσεις» λέει η Τζακ, που δεν δίστασε να αρνηθεί μια διαφήμιση για ένα άλλο μεγάλο σουπερμάρκετ, το Tesco, γιατί δεν της άρεσε το περιεχόμενο. Είπε όχι ακόμη και στον σεναριογράφο της ταινίας «Ο λύκος της Γουόλ Στριτ» που της ζήτησε να του πουλήσει τα δικαιώματα της ιστορίας της και μετά αναρωτήθηκε: «Ηταν τόσο παράξενο, εννοώ, η ιστορία ενός άνεργου κοριτσιού που γράφει σε ένα μπλογκ για φαγητό δεν πρόκειται να γίνει καμιά μεγάλη ταινία, έτσι δεν είναι;».

Η νεαρή που έγινε μαγείρισσα εξ ανάγκης δεν είχε ανέκαθεν αγορίστικο όνομα. Κάποτε την έλεγαν Μελίσα, στο σχολείο όμως έπεφτε συνεχώς θύμα εκφοβισμού εξαιτίας του ονόματός της. Το άλλαξε λοιπόν, δεν δίστασε μάλιστα να δηλώσει δημόσια ότι είναι ομοφυλόφιλη, πράγμα που παλιότερα ήταν γνωστό μόνο στο στενό της περιβάλλον.

Τα προβλήματά της άρχισαν πριν από δύο χρόνια, όταν έχασε τη δουλειά της στο τηλεφωνικό κέντρο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Στα 16 της είχε παρατήσει το σχολείο και στα 18 έφυγε από το σπίτι της νομίζοντας ότι ξέρει τα πάντα για τη ζωή. Στην αρχή τής άρεσε να δουλεύει ως πωλήτρια ή ως γκαρσόνα για τον βασικό μισθό, γρήγορα όμως ανακάλυψε ότι δεν ήταν καθόλου διασκεδαστικό. Οταν γεννήθηκε ο γιος της –ο πατέρας του τον κρατάει δύο ημέρες την εβδομάδα –πίστεψε ότι το ωράριό της θα ήταν πιο ελαστικό, πράγμα που όμως δεν έγινε. Η νυχτερινή βάρδια κρατούσε 15 ώρες, έπρεπε μάλιστα να πηγαίνει για δουλειά στο Μπρέντγουντ, 50 χλμ. μακριά από το Σάουθμπεντ όπου ζει. Ζήτησε από την υπηρεσία της να τη μεταθέσουν στην καντίνα ή στο τμήμα που εγκαθιστά σε σπίτια αισθητήρες για φωτιά. Ούτε αυτό έγινε. «Γιατί δεν το σκέφτηκες καλύτερα όταν αποφάσισες να κάνεις παιδί;» της είπε ο προϊστάμενός της.

Παραιτήθηκε λοιπόν και τότε άρχισε ο Γολγοθάς της. Απέφευγε τον σπιτονοικοκύρη της, άρχισε να πουλάει τα πράγματά της και τα παιχνίδια του γιου της και να στήνεται στην ουρά σε τράπεζες τροφίμων για λίγες κονσέρβες. Ηταν οδυνηρό. Μια φορά έπεσε σε μια εθελόντρια που ήταν φίλη των γονιών της. Εσκυψε το κεφάλι, έκαναν και οι δύο πως δεν γνωρίζονταν. Ηταν πολύ περήφανη για να ζητήσει βοήθεια από τους δικούς της. Οι γονείς της βέβαια, μόλις το έμαθαν, έσπευσαν στο σπίτι της με σακούλες γεμάτες τρόφιμα, αν και δεν τους περισσεύουν τα χρήματα, αφού μεγαλώνουν δύο υιοθετημένα παιδιά.

Κοντράροντας τον Τζέιμι

Στην Αγγλία είναι πλέον η αγαπημένη όλων εκτός του Ρίτσαρντ Λίτλτζον, που μέσω της στήλης του στη δεξιά εφημερίδα «Ντέιλι Μέιλ» την ειρωνεύτηκε για τον τρόπο που ζει, για τη συμμετοχή της στην καμπάνια του κόμματος των Εργατικών ενάντια στη φτώχεια, για τα τατουάζ που καλύπτουν τα χέρια της, για τις συνταγές της, ακόμη και για τις σεξουαλικές της επιλογές. Αλλά η Τζακ δεν το βάζει κάτω. Ισα ίσα. Του απάντησε σε όλα όσα της αποδίδει, τον ευχαρίστησε μάλιστα γιατί η επίθεσή του της έφερε 9.000 περισσότερους θαυμαστές στο twitter. «Είμαι όλα όσα γράφει η «Ντέιλι Μέιλ». Είμαι μια αριστερή, φιλελεύθερη, λεσβία μαγείρισσα και μιλάω για όλα αυτά» δήλωσε η Τζακ χαρούμενη για την υποστήριξη των αναγνωστών της.

Και ο Τζέιμι Ολιβερ; Πρόσφατα ο διάσημος μάγειρος προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στην Αγγλία όταν είπε ότι «οι φτωχές οικογένειες θα μπορούσαν να τρέφονται πολύ καλύτερα αν σταματούσαν να ξοδεύουν χρήματα για τσιπς με λιωμένο τυρί σε δοχεία από φελιζόλ και τεράστιες οθόνες τηλεόρασης». Η Τζακ δεν έχασε την ευκαιρία να επιτεθεί στον ανταγωνιστή της –μόλις κυκλοφόρησε και το δικό του βιβλίο «Save with Jamie» με οικονομικές συνταγές: «Είναι ένας τουρίστας και αυτόκλητος ξεναγός στον κόσμο της φτώχειας και τα σχόλιά του, πέρα από το ότι είναι εκτός πραγματικότητας, το μόνο που κάνουν είναι να στηρίζουν επικίνδυνους μύθους, όπως ότι οι φτωχοί άνθρωποι είναι φτωχοί μόνο και μόνο επειδή ξοδεύουν τα χρήματά τους σε λάθος πράγματα».