ούτηξε στον κόσμο της ζωγραφικής μέσα από τα μάτια ενός δασκάλου που ζούσε σε κοινόβιο, λάτρευε τον γυμνισμό και είχε κατηγορηθεί για όργια. Από τα χέρια του πέρασαν τα μεγαλύτερα ονόματα της τέχνης του 20ού αιώνα –από τον Τσαρούχη και τον Εγγονόπουλο έως τον Καπράλο και τον Μόραλη -, όμως ουδείς γνωρίζει αν ποτέ σπούδασε σε κάποια Ακαδημία. Χρέωνε για τα έργα του τρεις φορές περισσότερο από τους συναδέλφους του. Τα σκάνδαλα δεν έλειψαν από την πολυτάραχη ζωή του, πότε επειδή δεν παρέδιδε τις παραγγελίες του, άλλοτε επειδή διορίστηκε και δεν εξελέγη καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών κι άλλοτε επειδή απειλούσε να αυτοπυρποληθεί για να μην απαλλοτριώσουν το σπίτι του, κάτω από την Ακρόπολη.

Ο κοσμοπολίτης και πολύγλωσσος, υπερόπτης και αδικαίωτος εν μέρει, ο πρώτος μοντέρνος της ελληνικής ζωγραφικής που κατάφερε να πραγματοποιήσει στην αρχή του 20ού αιώνα τη ρήξη με το καλλιτεχνικό κατεστημένο του Μονάχου και ο αγαπημένος των πλαστογράφων, ο Κωνσταντίνος Παρθένης, «επιστρέφει» μέσα από μια μεγάλη έκθεση στην καρδιά της Αθήνας, στο Ιδρυμα Βασίλη και Μαρίνας Θεοχαράκη. Διοργάνωση που υπόσχεται να μας φέρει πιο κοντά στον καλλιτέχνη – χαμαιλέοντα που κατάφερνε με την ίδια ευκολία να βάζει στον καμβά του τα πρώτα γυμνά γυναικεία κορμιά στην ύπαιθρο (στην ιστορία της νεοελληνικής ζωγραφικής), να εικονογραφεί ναούς και να δημιουργεί εμβληματικές συμβολικές συνθέσεις.

Για τον σκοπό αυτόν επιστρατεύτηκαν περισσότερα από 60 έργα μικρών και μεγάλων διαστάσεων που φιλοτέχνησε ο Παρθένης από το 1902 έως και τα μέσα της δεκαετίας του ’50. Τα 43 προέρχονται από τις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης, ενώ τα υπόλοιπα από τις συλλογές της Εθνικής Τράπεζας, της Τραπέζης της Ελλάδος, της Δημοτικής Πινακοθήκης του Δήμου Αθηναίων, του υπουργείου Εξωτερικών, της Βουλής των Ελλήνων, του ιερού ναού Αγίου Αλεξάνδρου στο Παλαιό Φάληρο αλλά και από ιδιωτικές συλλογές και παρουσιάζονται υπό την επιμέλεια του ομότιμου καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Νίκου Ζία.

«Πρόκειται για έργα που αποκαλύπτουν τη μεγαλοφυΐα της προσωπικότητας ενός από τους πρωτεργάτες του μοντερνισμού στην Ελλάδα, ενός ζωγράφου που άνοιξε νέους δρόμους έκφρασης αφήνοντας πίσω του ένα σπουδαίο έργο, το οποίο αποκαλύπτει το αιώνιο πνεύμα της Ελλάδας μέσα από το άσβεστο φως της» δίνει στα «ΝΕΑ» το στίγμα της έκθεσης ο διευθυντής του εικαστικού προγράμματος του Ιδρύματος Θεοχαράκη, Τάκης Μαυρωτάς.

Από παιδί ο γιος του μακεδόνα καπνεμπόρου και άγγλου υπηκόου Νικολάου και της Ιταλίδας Ελισάβετ λάτρευε τη ζωγραφική. Το πρώτο του έργο ωστόσο που φέρει την υπογραφή του, σε ηλικία 14 ετών, το 1892, το έφτιαξε στη γενέτειρά του Αλεξάνδρεια και απεικόνιζε έναν νερόμυλο. Ταξιδεύει στη Ρώμη και τη Βιέννη, όμως ουδείς μπορεί να επιβεβαιώσει κάτι για τις σπουδές του καθώς στα βιογραφικά του σημειώματα δεν αναφέρει σπουδές σε Σχολή Καλών Τεχνών, ενώ το όνομά του δεν υπάρχει στα αρχεία των αντίστοιχων σχολών της Βιέννης.

Το βέβαιο είναι πως είχε μαθητεύσει κοντά σε έναν ιταλό ζωγράφο στην Αλεξάνδρεια και εν συνεχεία στο Κάιρο, επί δυόμισι χρόνια, κοντά στον Καρλ Βίλχελμ Ντίφενμπαχ, έναν εκκεντρικό νεορομαντικό καλλιτέχνη που ζούσε σε κοινόβιο, αγαπούσε τον γυμνισμό και προωθούσε το φιλειρηνικό κίνημα. Ο αδελφός του Αριστείδης, ωστόσο, σταμάτησε να παρακολουθεί τα μαθήματα κατηγορώντας τον δάσκαλο ότι τον ανάγκασε να συμμετάσχει σε όργια!

«Η εικόνα του κομψού ντιλετάντη που μας παρουσιάζουν οι φωτογραφίες του νεαρού Παρθένη όταν φτάνει στην Ελλάδα, το 1903, δεν έχουν σχέση με την πρώιμα «χίπικη» εικόνα του δασκάλου του» επισημαίνει η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα. «Την εξεζητημένα επιμελημένη εικόνα του αστού καλλιτέχνη θα τη διατηρήσει σε όλη τη διαδρομή του βίου του. Την ίδια εικόνα μάς δίνουν και οι φωτογραφίες των διάφορων ατελιέ του με τα ωραία έπιπλα, τα σπάνια αντικείμενα και τα μουσικά όργανα, βιολί, πιάνο, κιθάρα. Σε αυτό το πλαίσιο ζωής θα προσθέσει τον δικό της συναρμόνιο τόνο η μουσικός, μεγαλοαστή Κεφαλονίτισσα Ιουλία Βαλσαμάκη, σύζυγος του ζωγράφου από το 1909. Το ζευγάρι αλληλογραφεί στα γαλλικά και συχνά στο σπίτι συνομιλεί στα ιταλικά. Ο Παρθένης έρχεται από έναν άλλο κόσμο, κομίζει έναν άλλο αέρα και έχει συνείδηση της διαφοράς του από τους ομοτέχνους του στη φτωχή καλλιτεχνικά χώρα μας των αρχών του αιώνα». Η στάση του αυτή είναι που δεν τον κάνει ιδιαίτερα αποδεκτό από τους συναδέλφους του, όταν μετά το Παρίσι και αφού έχει ζήσει ένα διάστημα στην Κέρκυρα –οπότε και πολιτογραφείται Ελληνας σε ηλικία 38 ετών –αποφασίζει να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Δεν καταφέρνει να εκλεγεί ως καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών –τη θέση παίρνει ο Νικόλαος Λύτρας –και διορίζεται –δεν εκλέγεται –έξι χρόνια αργότερα (1929), αφού ο Λύτρας έχει πεθάνει, με πολιτική παρέμβαση του ηγέτη του δημοκρατικού χώρου Αλέξανδρου Παπαναστασίου και του Ζαχαρία Παπαντωνίου.

Στο πλευρό του Παπαναστασίου, όταν εκείνος φυλακίστηκε το 1922 επειδή προσυπέγραψε το Δημοκρατικό Μανιφέστο (με το οποίο καταγγέλθηκε η πολιτική των φιλοβασιλικών κυβερνήσεων στο μικρασιατικό ζήτημα), ο Παρθένης όχι απλώς θα τον επισκεφθεί, αλλά θα σχεδιάσει με κάρβουνο στον τοίχο τη Δημοκρατία μέσα σε ένα Δ. Ο εισαγγελέας ζήτησε να σβηστεί το έργο για να μην «προκαλεί εκδηλώσεις υπέρ της Δημοκρατίας», αλλά στο μεταξύ έχει γίνει ήδη σύμβολο της δημοκρατικής παράταξης.

Οι πολιτικές του πεποιθήσεις και η κοινωνική απομόνωσή του θα του στερήσουν τη θέση του Ακαδημαϊκού, την οποία καταλαμβάνει ο Ουμβέρτος Αργυρός. Λίγο πριν βρισκόταν στη μέση μιας δικαστικής διαμάχης που φάνταζε σκάνδαλο στην Αθήνα της εποχής. Οι δικαστικοί κλητήρες φτάνουν στην πόρτα του να κάνουν κατάσχεση επειδή ο Δήμος Αθηναίων του ζητούσε να παραδώσει το 1954 έργα που του είχε παραγγείλει το 1940. Εκείνος –75 ετών πλέον –αντιστέκεται. Καταδικάζεται σε δυο μήνες φυλάκισης για περιύβριση Αρχής και δηλώνει: «Δεν είμαι από τους απογόνους των Ελλήνων που φαρμάκωσαν τον Σωκράτη, αλλά από τους απογόνους του Σωκράτη».

Απειλούσε να τα κάψει όλα!

Τέλη της δεκαετίας του 1950, και το σχέδιο για την ανάπλαση της περιοχής Ακροπόλεως προβλέπει την απαλλοτρίωση του σπιτιού του Κωνσταντίνου Παρθένη. Τα 2,85 εκατ. δρχ. δεν είναι αρκετά να πείσουν τον ζωγράφο να φύγει από το σπίτι του, που απειλεί να αυτοπυρποληθεί μαζί με τα έργα του αν επιχειρήσουν να τον βγάλουν διά της βίας. Θα πρέπει να περάσουν οκτώ χρόνια, να πεθάνει το 1967 ο Παρθένης, για να δεχθούν τα παιδιά του τα χρήματα και να προχωρήσει το έργο.