Τα παιδιά που ζουν κοντά σε πυλώνες υψηλής τάσης δεν διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσουν λευχαιμία, αναφέρουν επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Ωστόσο αυτό αφορά όσα γεννήθηκαν μετά το 1989, διότι έως και την δεκαετία του ‘80 υπήρχε αυξημένος κίνδυνος, γράφουν στην «Βρετανική Επιθεώρηση Καρκίνου» (BJC).

Η μελέτη βασίσθηκε στην ανάλυση του ιατρικού ιστορικού σχεδόν 16.500 παιδιών, τα οποία διαγνώσθηκαν με λευχαιμία στη Βρετανία την περίοδο 1962-2008 και σχεδόν 20.000 υγιών, συνομηλίκων τους παιδιών από τις ίδιες περιοχές.

Τα βρετανικά κρούσματα παιδικής λευχαιμίας καταγράφονται στο Εθνικό Μητρώο Όγκων της Παιδικής Ηλικίας (NRCT), το οποίο τηρείται εδώ και δεκαετίες και πλέον περιλαμβάνει το 99% των περιπτώσεων.

Όπως εξηγούν οι επιστήμονες από την Ερευνητική Ομάδα Καρκίνου της Παιδικής Ηλικίας (CCRG) της Οξφόρδης, αν και τα ευρήματά τους είναι «καθησυχαστικά», πρέπει να γίνουν περαιτέρω έρευνες για να εξακριβωθεί που οφείλεται η ιστορική διακύμανση του κινδύνου.

Η λευχαιμία αποτελεί το σχεδόν ένα τρίτο κρουσμάτων καρκίνου στα παιδιά.

Όταν οι ερευνητές ανέλυσαν συνδυαστικά τα στοιχεία της περιόδου 1962-2008, δεν βρήκαν κάποια συσχέτιση της διαβίωσης κοντά σε πυλώνες υψηλής τάσεως με την λευχαιμία.

Όταν, όμως, «έσπασαν» την ανάλυσή τους σε δεκαετίες, ανακάλυψαν ότι υπήρχε αύξηση του κινδύνου για τα παιδιά που γεννήθηκαν πριν από το 1989 και ζούσαν σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου από πυλώνες υψηλής τάσεως.

Αντιθέτως, όσα παιδιά είχαν γεννηθεί μετά το 1990 δεν φάνηκε να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο.

Το εύρημα αυτό «υποδηλώνει ισχυρά ότι δεν υπάρχει άμεση βιολογική επίδραση των πυλώνων υψηλής τάσεως στον κίνδυνο λευχαιμίας», γράφουν οι ερευνητές.

«Είναι ενθαρρυντικό το εύρημα ότι τις τελευταίες δεκαετίες δεν φαίνεται να υπάρχει αυξημένος κίνδυνος λευχαιμίας για τα παιδιά που γεννιούνται κοντά σε πυλώνες υψηλής τάσεως», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Κάθριν Μπάουντς.

«Εντούτοις χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για να δούμε για ποιον ακριβώς λόγο υπήρχε αυξημένος κίνδυνος κατά το παρελθόν. Εάν δεν εξηγήσουμε αυτό το εύρημα, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε πέραν πάσης αμφιβολίας το ενδεχόμενο να υπάρχει κάποιος κίνδυνος υπό ορισμένες συνθήκες».

Η έρευνα αυτή ήδη έχει αρχίσει και οι ερευνητές εξετάζουν κάθε πιθανό παράγοντα – από τις διαχρονικές εκπομπές ρύπων και την κατασκευή των πυλώνων έως τα δημογραφικά στοιχεία των κατοίκων στις περιοχές όπου καταγράφηκαν κρούσματα λευχαιμίας.