Είχε βουτήξει σε ιστορίες για κοζάκους, καζαντσόκ και τραγούδια, μέσα στις εκατοντάδες σελίδες του ογκωδέστατου έπους του Μιχαήλ Σολόχοφ «Ο ήρεμος Ντον», όταν το μάτι του έπεσε σε ένα τραγούδι: «Πού πήγαν τα λουλούδια;/ Τα κορίτσια τα θέρισαν, πολύν καιρό πριν…».

Λίγες ώρες μετά, μέσα σε ένα αεροπλάνο τού ξαναήρθαν στον νου αυτοί οι στίχοι και μέσα σε 20 λεπτά είχε γεννηθεί ένα τραγούδι που θεωρήθηκε έμβλημά του. Ενα τραγούδι κραυγή ενάντια σε όλους τους πολέμους: «Where have all the flowers gone?». «Πού πήγαν όλα τα λουλούδια/ πολύν καιρό πριν/ πού πήγαν όλα τα λουλούδια/ τα μάζεψαν όλα τα κορίτσια/ ω, πότε θα μάθουμε/ πότε επιτέλους θα μάθουμε;». Για να καταλήξει: «Πού πήγαν οι νέοι/ πολύν καιρό πριν/ όλοι ντύθηκαν το χακί/ ω, πότε επιτέλους θα μάθουμε;».

Κάπως έτσι, σε μια στενή θέση αεροπλάνου και χάρη σε ένα ρωσικό έπος, ο Πιτ Σίγκερ έγινε η φωνή της συνείδησης της Αμερικής. Προσφέροντας τον στίχο και την απλή μελωδία του σε χιλιάδες στόματα στις αντιπολεμικές διαμαρτυρίες. Αλλάζοντας όμως για πάντα και τη μουσική την ίδια, καθώς την μπόλιασε με τη δική του συνείδηση, την αριστερή συνείδηση, που πίστευε σε αγώνες για τα δικαιώματα, σε αγώνες κατά των πολέμων (πρωτοστάτησε στο κίνημα και κατά του Βιετνάμ και κατά του Ιράκ), σε κοινωνική δικαιοσύνη και στην άοπλη διαμαρτυρία. Ψέματα. Ο ίδιος είχε όπλο. Ενα πεντάχορδο μπάντζο, πάνω στο οποίο έμαθε γενιές μουσικών να βλέπουν τις χορδές σαν κάτι παραπάνω από ηχογόνες. Και μπόλικα στιχάκια. Ηρεμα, κάποτε επιφανειακά «στρογγυλεμένα», αλλά αιχμηρά εκεί που δεν το περίμενες. Θεωρώντας πάντα –όπως έλεγε –ότι η μουσική και το τραγούδι κυρίως είναι «μία δημοκρατική πράξη».

Επαιρνε ας πούμε ένα σφυρί –το 1961 αυτό. Το απίθωνε πάνω σε έναν ρυθμό μπόσα νόβα. Και ξαφνικά γινόταν σφυρί επανάστασης. Οχι ακριβώς σφυροδρέπανο –και ας ήταν από πολύ νωρίς εγγεγραμμένο μέλος στο αμερικανικό Κομμουνιστικό Κόμμα. «If I had a hammer – Αν είχα ένα σφυρί/ θα σφυροκοπούσα το πρωί/ θα σφυροκοπούσα το απόγευμα/ σε ολόκληρη τη χώρα/ θα σφυροκοπούσα τον κίνδυνο/ θα σφυροκοπούσα την απειλή/ θα σφυρηλατούσα αγάπη ανάμεσα στα αδέλφια μου».

Ηχογραφημένο πρώτα από το Κίνγκστον Τρίο το 1961 και μεγάλο σουξέ των Πίτερ, Πολ και Μέρι (θυμάστε τα «500 μίλια» τους;) έναν χρόνο μετά, το ελαφρό επιφανειακά μόνο τραγούδι του Σίγκερ αναδείχθηκε στο απόσταγμα της μουσικής και κοινωνικής προσφοράς του, του ακτιβισμού του και της αισιόδοξης πεποίθησής του ότι τα τραγούδια μπορούν να σμιλεύσουν αγάπη ανάμεσα στους κατοίκους αυτού του κόσμου και να τον κάνουν καλύτερο.

Προστατευόμενος του άλλου μεγάλου της αμερικανικής φολκ, του Γούντι Γκάθρι (ο οποίος είχε δώσει το χρίσμα στον Μπομπ Ντίλαν), ο Πιτ Σίγκερ –που έσβησε χθες στα 94 του σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης –δεν υπήρξε μόνο «ήρωας» και «άνθρωπος του λαού». Δεν πήρε το όπλο του –το μπάντζο –μόνο για ανθρακωρύχους και μεροκαματιάρηδες, δεν μπήκε μόνο μπροστάρης σε διαδηλώσεις (λίγο έλειψε να ποδοπατηθεί μαζί με την οικογένειά του στη συναυλία του αριστερού αφροαμερικανού ακτιβιστή Πολ Ρόμπσον). Δεν μεταφράστηκε τουλάχιστον σε 28 γλώσσες και διαλέκτους για να γίνει σύμβολο έως το Ισραήλ (με το δημοφιλέστατο «Tzena, Tzena, Tzena», που δεν ήταν παρά η δική τους εκδοχή για το εμβληματικό του «Turn, Turn, Turn» για τον κύκλο της ζωής και βάση τον Εκκλησιαστή). Ηταν και ο μουσικός που έγραψε τον ύμνο των ανθρώπων σε κρίση ή σε δύσκολη θέση: «We Shall Overcome», προσαρμογή ενός ύμνου του 1901, της Εκκλησίας των Βαπτιστών. Ηταν και εκείνος που πρωτοστάτησε στο κίνημα «Occupy Wall Street» το 2011 και έδωσε το μουσικό του στίγμα στην ορκωμοσία του προέδρου Ομπάμα το 2009.

Την ίδια χρονιά που στο Μάντισον Σκουέρ Γκάρντεν της Νέας Υόρκης κάπου 15.000 άτομα τον αποθέωναν ως «συνείδηση της Αμερικής», ενώπιον μιας σειράς μουσικών που έπιναν και πίνουν νερό στ’ όνομά του, με πρώτο το Αφεντικό Μπρους Σπρίνγκστιν, αλλά και τους Τζον Μέλενκαμπ, την κυρία της κάντρι Εμιλού Χάρις, τη μεγάλη της φολκ Τζόαν Μπαέζ, τον ηθοποιό, κιθαρίστα και τραγουδιστή Κρις Κριστόφερσον και τον μέγα διάδοχο της φολκ Αρλο Γκάθρι.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ. Οι μουσικές απαρχές του γιου δύο μουσικοπαιδαγωγών στην περίφημη μουσική σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης (ο πατέρας του ήταν έγκριτος εθνομουσικολόγος), που άφησε το Χάρβαρντ επειδή «κέρδισε την καρδιά του το μπάντζο», τοποθετούνται στο ’40, όταν παρέα με τον Γούντι Γκάρθι ίδρυσαν τους Almanac Singers, φωνή του αμερικανικού εργατικού κινήματος με καρό πουκάμισα και σηκωμένα μανίκια. Το 1949 ο Σίγκερ ίδρυσε τους Weavers, που έκαναν ανέλπιστη τεράστια επιτυχία με το… ήσυχο «Goodnight Irene» το 1952, πουλώντας 4 εκατ. δίσκους!

Πολύ σύντομα οι εχθροί που απέκτησαν φρόντισαν να τους στιγματίσουν ως κομμουνιστές στα πέτρινα χρόνια, το γκρουπ διαλύθηκε ύστερα από ενορχηστρωμένη επίθεση αρνητικής κριτικής και ο Σίγκερ βρέθηκε –όπως πολλοί σκηνοθέτες, σεναριογράφοι και ηθοποιοί του Χόλιγουντ –ενώπιον της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών του Κογκρέσου. Για να αρνηθεί να καταθέσει, να καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης ενός έτους, να ασκήσει έφεση και να δικαιωθεί, αλλά να υποστεί αποκλεισμό από τις τηλεσυχνότητες για σχεδόν μία δεκαετία και να καταφέρει μόνο με τα όπλα του, το μπάντζο και τον στίχο –παρέα με την άφατη διαρκή αισιοδοξία του –και με τα μεγάλα του τραγούδια να σταθεί στα πόδια του και να ξεκινήσει μια καριέρα που τον οδηγούσε στο μικρόφωνο μέχρι και πολύ πρόσφατα, πάνω από τα 90 του. Γιατί η «συνείδηση της Αμερικής» (και της μουσικής) δεν ήθελε να μείνει βουβή…

100 άλμπουμκόντρα στα Γκράμι

Παρότι ο Πιτ Σίγκερ επηρέασε άρδην την αμερικανική μουσική, καταφέρνοντας μετα τραγούδια του κατά κάποιον τρόπο και να τη διεθνοποιήσει – και με μεταφράσεις –η Αμερικανική Ακαδημία Μουσικής με το ζόρι τού έδωσε βραβείο Γκράμι μόλις το 1997 για το άλμπουμ του «Pete», ένα από τα 100 που παρέδωσε, ενώ επίσης με το ζόρι και ύστερα από πιέσεις όλων των ισχυρών μουσικών που τον αγαπούσαν και τον θαύμαζαν, του απένειμε το 1993 και το Γκράμι Συνολικής Προσφοράς.