Η εβδομάδα άρχισε έτσι: ένα μικρό πλεούμενο που μετέφερε 28 ανθρώπους από το Αφγανιστάν και τη Συρία εντοπίστηκε από το Λιμενικό κοντά στο Φαρμακονήσι. Και ενώ ένα σκάφος του Λιμενικού ρυμουλκούσε το πλοιάριο πίσω προς τα τουρκικά παράλια, αυτό ανατράπηκε, οι άνθρωποι έπεσαν στο νερό, εννέα παιδιά και τρεις ενήλικοι πνίγηκαν.

Αφήνω κατά μέρος τα δάκρυα και τις φοβερές μαρτυρίες των επιζώντων, αφήνω κατά μέρος τις διαμαρτυρίες των διεθνών οργανισμών και του αρμόδιου επιτρόπου, αφήνω προπάντων κατά μέρος του αρμόδιου υπουργού την ατυχέστατη δήλωση, άκαρδη και συνωμοσιολογική ταυτόχρονα. Αφήνω κατά μέρος και της αντιπολίτευσης τους υψηλούς τόνους. Ετσι που όλα αλέθονται στον μύλο μιας κουρδισμένης, πεποιημένης πόλωσης –όλα: ο Ξηρός και η πίστη στα θεία, το επαχθές χρέος και η χούντα, τα γουναράδικα και τα πρωινάδικα, ό,τι να ‘ναι -, ο πολιτικός λόγος έχει τόσο αφυδατωθεί και ευτελισθεί, ώστε και τα σωστά να λέει τον προσπερνάς, δεν τον παίρνεις στα σοβαρά.

Στέκομαι όμως σε αυτό που νιώθω να έχει αλλάξει στον τρόπο με τον οποίο διαβάζουμε τέτοιες ειδήσεις τώρα πια. Σαν να στέγνωσαν την ψυχή μας τα βάσανα της κρίσης και να μη μας περισσεύουν συγκίνηση και ενδιαφέρον για τα εννέα παιδιά που χάθηκαν στο αλμυρό νερό. Σαν να μη μας περισσεύει πια έγνοια για άλλον πέρα από τα δικά μας βάσανα, τον άνεργο που ο καθένας έχει στην οικογένεια, το δάνειο που δεν βγαίνει, τον φόρο που μας στραγγίζει. Και σαν να έχουμε πειστεί μέσα μας πως αυτοί, οι λαθρομετανάστες, φταίνε για την ανεργία (το είπε κάποτε και ο Πρωθυπουργός συγκρίνοντας τους αριθμούς των ανέργων με εκείνους των μεταναστών) –όπως ακριβώς ο κίτρινος γερμανικός Τύπος έπειθε τον γερμανό εργάτη ότι εμείς οι σπάταλοι Νότιοι φταίμε που δεν παίρνει αυξήσεις δέκα χρόνια τώρα. Και σαν να έχουμε αποδεχθεί πως προκειμένου να απαλλάξουμε τις πόλεις μας από το βάρος τους, προκειμένου να περιορίσουμε τη ροή τους (που πρέπει, αδιαμφισβήτητα) μπορούμε να κάνουμε και τα στραβά μάτια, αν στη διαδικασία επαναπροώθησης χαθούν και μερικοί για πάντα.

Σε 136 ανεβάζει τον αριθμό των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να περάσουν στην ελληνική επικράτεια τους τελευταίους 18 μήνες η Διεθνής Αμνηστία. Και ούτε για έναν δεν θυμηθήκαμε τον επιτάφιο θρήνο που ακούμε κάθε χρόνο στην εκκλησία: «Δος μοι τούτον τον ξένον, ίνα κρύψω εν τάφω, ος ως ξένος ουκ έχει πού την κεφαλήν κλίναι…».

Κι έπειτα στέκομαι στην τετριμμένη διαπίστωση πως, τελικά, για την Ευρώπη απέμειναν να νοιάζονται, να την ονειρεύονται, έτοιμοι ως και να πεθάνουν γι’ αυτήν, μόνον οι μετανάστες που φεύγουν από την πείνα της Αφρικής και της μέσης Ασίας και θαλασσοπνίγονται στη Λαμπεντούζα ή στο Φαρμακονήσι για να φθάσουν στις ακτές της. Αυτοί –και μερικοί Ουκρανοί διαδηλωτές που σκοτώνονται στο Κίεβο.

Οι άλλοι, όσοι ζουν εντός των ευρωπαϊκών συνόρων, όλο και περισσότερο παίρνουν απόσταση από το παλιό όνειρο μιας Ευρώπης που εξασφαλίζει ειρήνη και μοιράζει ευημερία, όλο και λιγότερο βρίσκουν νόημα στη συμμετοχή στον γραφειοκρατικό σκελετό που απέμεινε από το παλιό όραμα, όλο και λιγότερο έχουν διάθεση να μοιράζονται την ευημερία τους με άλλους. Οχι μόνο με τους εκτός συνόρων. Μα προπάντων με τους εντός, με τους ανθρώπους του ηλιόλουστου Νότου –εμάς. Κι όλο και περισσότερο στρέφονται προς τον οικονομικό εθνικισμό και τις καρικατούρες του. Ετσι έφθασε να διεκδικεί ευρωεκλογική πρωτιά η Λεπέν στο Παρίσι, ο Φάρατζ στο Λονδίνο, έτσι αναδύεται, από το Ελσίνκι ώς το Βερολίνο και από τη Βιέννη μέχρι το Αμστερνταμ, ένας αντιευρωπαϊκός, ακροδεξιός λαϊκισμός που απειλεί να πλημμυρίσει το αμφιθέατρο του Ευρωκοινοβουλίου τον Μάη.

Ο αργός θάνατος της Ευρώπης, ως οράματος και εγγύησης για μια πιο ανθρώπινη ζωή, μέσα στη δίνη της κρίσης, είναι ομόζυγος με αυτήν τη διαδικασία που φράζει τις αρτηρίες που μεταφέρουν ευημερία από το κέντρο στην περιφέρεια. Και αν εμείς νιώθουμε, με το δίκιο μας, θύματα αυτού του εμφράγματος, το Φαρμακονήσι μάς θυμίζει ότι και στις δικές μας αρτηρίες το ίδιο αθήρωμα σχηματίζεται.