Η χειρότερη πολιτική επίπτωση της κρίσης είναι αναμφίβολα η ενδυνάμωση της Χρυσής Αυγής, δηλαδή ενός ιδιότυπου και ακραίου αντιδημοκρατικού μορφώματος στο οποίο, με βάση τα έως τώρα δεδομένα, συνυπάρχουν ποικίλες μορφές εγκληματικής οργάνωσης και δράσης με όλες τις γνωστές ιδεολογικοπολιτικές εκδοχές του εγχώριου και διεθνούς ακροδεξιού ολοκληρωτισμού.

Το ερώτημα λοιπόν είναι εύλογο: μπορεί η δημοκρατία να αμυνθεί απέναντι σε μια τέτοια απειλή;

Η απάντηση απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, διότι το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα της δημοκρατίας είναι η ανεκτικότητά της απέναντι σε κάθε κριτική, ακόμη και την πλέον ριζοσπαστική ή ανατρεπτική. Η δημοκρατία δεν ποινικοποιεί και δεν διώκει τις αντίθετες απόψεις και φωνές αλλά και δεν περιχαρακώνεται αυτάρεσκα σε κατεστημένες αρχές και αντιλήψεις. Πολύ δε περισσότερο αυτό επιβάλλεται σήμερα, που η κρίση έχει κλονίσει συθέμελα όλες σε παγιωμένες βεβαιότητες, επιβάλλοντας αναστοχασμό και περισυλλογή.

Ωστόσο, η δημοκρατία δεν είναι, και δεν πρέπει να είναι, ασθενές πολίτευμα. Η αμφισβήτηση και η κριτική έχουν ορισμένα απαρέγκλιτα όρια, που αφορούν την ίδια την αυτοπροστασία της απέναντι στους εχθρούς της. Οταν λοιπόν οι προκλήσεις απέναντί της αγγίζουν αυτόν τον σκληρό πυρήνα η δημοκρατία μπορεί και οφείλει να απαντήσει. Και έχει τη δύναμη, πρώτον διότι διαθέτει, αποδεδειγμένα πλέον, ένα ισχυρότατο θεσμικό οπλοστάσιο και δεύτερον διότι μπορεί να το ανανεώνει διαρκώς, ώστε να αντιστοιχείται με τις εκάστοτε εμφανιζόμενες προκλήσεις. Αρκεί, βέβαια, να μην αρνείται τον εαυτό της και τα στοιχεία που συνιστούν την πεμπτουσία της, σε κάθε δε περίπτωση με απαρέγκλιτη τήρηση της συνταγματικής αρχής του κράτους δικαίου.

Υπό αυτό το πρίσμα, πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής:

Με βάση το ισχύον Σύνταγμα, δεν νοείται απαγόρευση της λειτουργίας κόμματος με απόφαση δικαστηρίου, όπως ισχύει σε άλλες έννομες τάξεις. Αρα η σχετική συζήτηση έχει νόημα μόνον ενόψει της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης. Διαφορετικά όμως τίθεται το ζήτημα ως προς την κάθοδο σε εκλογές, καθώς το άρθρο 29 του Συντάγματος θέτει ως προϋπόθεση για τη συνταγματική λειτουργία ενός κόμματος το «να εξυπηρετεί… με την οργάνωση και τη δράση του… την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος».

Ως εκ τούτου, τίποτε δεν εμποδίζει, κατά την άποψή μου, τον νομοθέτη να εξειδικεύσει συγκεκριμένα αυτή τη διάταξη, εξαρτώντας την ανακήρυξη των κομμάτων από τη –διαζευκτική –συνδρομή των ακόλουθων δύο προϋποθέσεων:

Πρώτον, το να δηλώνουν ρητά και απερίφραστα ότι δεν αποσκοπούν στην κατάλυση της έννομης τάξης και στην ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος, όπως προέβλεπε, έως το 2002, το νομοθετικό διάταγμα 59/1974 (κάτι σαν «δήλωση δημοκρατικών φρονημάτων»…).

Δεύτερον, το να μην ενέχονται αποδεδειγμένα (ή και με ισχυρές ενδείξεις) ηγετικά στελέχη και υποψήφιοι βουλευτές τους σε συγκεκριμένα κακουργήματα, όπως η σύσταση και η διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης (άρθρο 187 ΠΚ) και η προσβολή του δημοκρατικού πολιτεύματος (άρθρα 134 επ. ΠΚ), δηλαδή να μην υπάρχει σχετικό παραπεμπτικό βούλευμα, πολύ δε περισσότερο καταδικαστική απόφαση.

Η τελευταία αυτή προϋπόθεση θα μπορούσε μάλιστα να επεκταθεί και στις αυτοδιοικητικές εκλογές, με νομοθετική θέσπιση σχετικού κωλύματος εκλογιμότητας, καθώς με το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο (άρθρο 236 παρ. 2 του ν. 3852/2010) παρατηρείται ήδη η εξής αντίφαση: να μπορεί μεν κάποιος με παραπεμπτικό βούλευμα ή με καταδίκη για κακούργημα να είναι υποψήφιος αλλά αν εκλεγεί να τίθεται αμέσως σε αργία.

Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών