Τα δεδομένα αναδεικνύουν το 2014 ως έτος καμπής για την ευρωπαϊκή και την ελληνική οικονομία. Η ευρωζώνη, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά στατιστικά στοιχεία του δεύτερου τρίμηνου 2013, κινήθηκε με αναιμικό ρυθμό (0,3%) ανάκαμψης, ενώ η πρόβλεψη για το 2014 είναι η συνέχιση της ασθενικής ανάκαμψης, χωρίς επιδράσεις στην ανακοπή του επιπέδου της ανεργίας (12,2% το 2013, 12,3% το 2014). Στην Ελλάδα η πρόβλεψη θετικής μεταβολής του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ (0,6%) κατά το 2014, αν και περιβάλλεται από την επιφύλαξη επίτευξής του (από -4% το 2013 σε 0,6% το 2014) εκ μέρους διεθνών οργανισμών και ελληνικών ερευνητικών ινστιτούτων, εντούτοις η εκτίμηση αυτή (στα όρια στατιστικού λάθους) προϋποθέτει ρευστότητα και επενδύσεις. Αρα, η εκ του αποτελέσματος λανθασμένη επιλογή «της εσωτερικής υποτίμησης και της δημοσιονομικής προσαρμογής» στην Ελλάδα θα παρατείνεται κατά το 2014 σε συνθήκες «τοπίου στην ομίχλη». Αξίζει να σημειωθεί ότι η παράταση αυτή θα συντελείται υπό τους όρους του Ευρωπαϊκού Κανονισμού αριθμ. 472/2013 για την ενίσχυση της οικονομικής και δημοσιονομικής εποπτείας των κρατών-μελών στη ζώνη του ευρώ τα οποία αντιμετωπίζουν ή απειλούνται από σοβαρές δυσκολίες (χρέος μεγαλύτερο του 75% του ΑΕΠ) αναφορικά με τη χρηματοοικονομική τους σταθερότητα.

Ομως το 2014 ως έτος καμπής απαιτεί να αξιολογηθούν οι λανθασμένες πολιτικές που εφαρμόσθηκαν κατά την τελευταία τετραετία και των συνεπειών που επέφεραν στην ελληνική οικονομία και κοινωνία, με την έννοια της ευρωπαϊκής κατανόησης, εκτός των άλλων, ότι «η Ελλάδα το 2010 θυσιάστηκε για τα συμφέροντα των τραπεζών της Γαλλίας και της Γερμανίας» (Philippe Legrain, 2014). Από την άποψη αυτή, το 2014 θα είναι έτος διεισδυτικής και εξαντλητικής συνομιλίας και διαπραγμάτευσης με την πρόσφατη (2010-2014) ιστορία των ευρωπαϊκών αποφάσεων εντός του δεδομένου ιστορικού χρόνου, με στόχο την ουσιαστική και σοβαρή ανάλυση και όχι τη μορφολογική και συμπτωματολογική ψηλάφηση του οικονομικού και κοινωνικού προβλήματος της χώρας.

Διαφορετικά δεν θα είναι δυνατόν να κατανοηθεί σε βάθος το παρόν και να υλοποιηθεί συντεταγμένα και συγκεκριμένα το μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Χρειάζεται να κατανοηθεί ότι στο υπόβαθρο της δυσμενούς οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης στην Ελλάδα, ενυπάρχει η αναγκαιότητα μίας νέας εναλλακτικής επιστημονικής σύνθεσης και τεκμηρίωσης της στρατηγικής επιλογής για το αναπτυξιακό και κοινωνικό μέλλον της χώρας, με την έννοια ότι η πολιτική αναβάθμισης των παραγωγικών της δυνάμεων προϋποθέτει την εμπνευσμένη και ευφυή ανασυγκρότηση της οικονομίας, την αποτελεσματική καταπολέμηση της ανεργίας και την ουσιαστική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της.

Οι οικονομολόγοι Κ. Ρέιχαρτ και Κ. Ρογκόφ, οι αντιλήψεις των οποίων εντάχθηκαν στο πρόγραμμα «διάσωσης» της ελληνικής οικονομίας, υποστηρίζουν ότι στις χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος (μεγαλύτερο του 90% του ΑΕΠ) απαιτείται η επιβολή δημοσιονομικής πειθαρχίας για την αποκλιμάκωσή του. Αν και αποδείχθηκε εσφαλμένη, η τρόικα και οι ελληνικές κυβερνήσεις επιμένουν στη συνέχιση της πολιτικής αυτής, αποδεικνύοντας ότι η προσήλωσή τους στη λιτότητα εξυπηρετεί περισσότερο την ιδεολογική τους αντίληψη παρά τη δημοσιονομική εξυγίανση. Ετσι, η στρατηγική των δραστικών περικοπών των δημοσίων δαπανών στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την επιβολή διαδοχικών φορολογικών επιβαρύνσεων, συνέβαλε καθοριστικά στην ποσοτική και ποιοτική εμβάθυνση της ύφεσης και στην εκρηκτική αύξηση της ανεργίας, με συνεπακόλουθα τη μείωση των δημοσίων εσόδων και την περαιτέρω διεύρυνση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους. Το ίδιο συνέβη και με τη μείωση των μισθών και την πλήρη απαξίωση των εργασιακών σχέσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα ως πολιτικής βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας. Η πολιτική αυτή, με την υλοποίηση του συνδυασμού περιορισμού των ελλειμμάτων και της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης (J.V. Overtveldt, 2011), οδήγησε στην απώλεια και των τελευταίων προϋποθέσεων οικονομικής βιωσιμότητας και κοινωνικής αποτελεσματικότητας της χώρας μας.

Τέλος, η πρωτόγνωρη διχοτόμηση της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα – με την έννοια ότι ο αριθμός των επίσημα καταγεγραμμένων ανέργων (1.400.000 άτομα) συμπίπτει με τον αριθμό των απασχολουμένων στον ιδιωτικό τομέα – έχει δημιουργήσει συνθήκες τρόμου μεταξύ απασχόλησης και ανεργίας, απαξιώνοντας ταυτόχρονα τη λειτουργία της αγοράς εργασίας και δίνοντας ανησυχητικές προοπτικές στην κοινωνική συνοχή.

Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ