Κάθεται στο καφέ του Ιανού, περιμένοντας υπομονετικά τις συνεντεύξεις που περιλαμβάνει το πρόγραμμά του. Αρκετά βαρύ το τελευταίο, όχι μόνο σήμερα: εκτός από περιοδείες, το 2013 περιλάμβανε μια αναγόρευση σε επίτιμο διδάκτορα στην Πολωνία, μια διάκριση για το σύνολο του έργου του στην πατρίδα του και πρόσφατα το Βραβείο Φραντς Κάφκα στην Πράγα. «Δεν είναι αυτά ωστόσο η αναγνώριση ενός συγγραφέα», λέει ο Αμος Οζ. «Τα βραβεία είναι παράξενα, σ’ τα δίνουν για κάτι που θα έκανες έτσι κι αλλιώς. Να σας πω ένα μυστικό; Αν στη θέση τους μου έδιναν πρόστιμα, πάλι τα ίδια βιβλία θα έγραφα».

Παραλαμβάνοντας το τελευταίο πάντως, ο παρεμβατικός συγγραφέας σχολίαζε ακόμα και σκέψεις του Κάφκα να αποδημήσει στο σημερινό Ισραήλ. Υπέθετε ότι αν το έκανε, θα νοσταλγούσε την Ευρώπη –όπως και όσοι Εβραίοι εγκατέλειψαν τις ευρωπαϊκές πατρίδες τους. «Σήμερα όλοι νιώθουν Ευρωπαίοι και όσοι δεν είναι, ελπίζουν να γίνουν», συμπλήρωνε. «Ενενήντα χρόνια πριν ωστόσο, αφοσιωμένοι Ευρωπαίοι ήταν οι Εβραίοι. Οι άλλοι ήταν ιρλανδοί, νορβηγοί πατριώτες». Σχεδόν όπως σήμερα, που η Ακροδεξιά γνωρίζει πανευρωπαϊκή άνοδο; «Αυτό που γνωρίζει άνοδο, είναι ο φανατισμός κάθε είδους. Στην Ευρώπη, την Ελλάδα, το Ισραήλ, τον αραβικό κόσμο, τις ΗΠΑ, τη Ρωσία. Το πρόβλημα του 21ου αιώνα δεν είναι η σύγκρουση Ανατολής – Δύσης, αλλά η σύγκρουση φανατικών και ημών των υπολοίπων».

Οπως και να ‘χει, το προτελευταίο του βιβλίο, οι «Εικόνες από τη ζωή στο χωριό», πρόσφατα μεταφρασμένο στα ελληνικά, είναι ένας κύκλος συνδεόμενων ιστοριών, που μοιάζουν να τελειώνουν απαισιόδοξα. «Οχι, δεν σκέφτομαι με όρους αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας. Κάθε άνθρωπος έχει αισιόδοξες και απαισιόδοξες στιγμές. Το χωριό π.χ. σε αυτό το βιβλίο, στο τέλος, αλλάζει ραγδαία: από αγροτικό και ειδυλλιακό, γίνεται τουριστικό θέρετρο για κατοίκους της πόλης. Είναι μια καταστροφή για τους παλιούς, αλλά όχι και για τους νέους», λέει ο Οζ.

Το τελευταίο του, από την άλλη, με τίτλο «Μεταξύ φίλων», αμετάφραστο στην Ελλάδα, διαδραματίζεται εντός ενός κιμπούτς. Εχοντας ζήσει και εκείνος σε ένα, αισθάνθηκε λαχτάρα για επιστροφή; «Δεν είναι νοσταλγικό, ούτε και προβοκατόρικο βιβλίο. Αποπειρώμαι να συλλάβω τη ζωή στα κιμπούτς του ’50, μέσα από τη ματιά οριακών, μοναχικών ανθρώπων». Δεν πιστεύει δηλαδή ότι η συλλογικότητά τους είναι επίκαιρη σε καιρούς που κοινωνίες ρυθμίζονται από αγορές; «Πιστεύω στην κοινωνική αλληλεγγύη», λέει, «ότι υπάρχει ο τρίτος δρόμος, ανάμεσα στον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό και τον δαρβινικό καπιταλισμό». Οπως ίσως πιστεύει και στη δύναμη των λογοτεχνικών μεταφράσεων. Οχι γιατί τα δικά του έργα, με διασημότερο το «Ιστορία αγάπης και σκότους», έχουν μεταφραστεί σε σχεδόν σαράντα γλώσσες, αλλά για την ικανότητά τους να φέρνουν τους λαούς έστω λίγο πιο κοντά. Και ο ίδιος, αν θέλει να γνωρίσει μια χώρα, μπορεί να την επισκεφθεί, να τραβήξει φωτογραφίες, να δει τα μουσεία. «Αν όμως διαβάσω ένα καλό μυθιστόρημά της», λέει, «θα είναι σαν να προσκαλούμαι στα δωμάτια των ανθρώπων, στις κουζίνες τους, όπου κανένας τουρίστας δεν μπαίνει».