«Το έθνος έχασε τον σπουδαιότερο γιο του, ο λαός έχασε τον πατέρα του». Με αυτά τα λόγια ανακοίνωσε χθες, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, ο νοτιοαφρικανός πρόεδρος Τζέικομπ Ζούμα τον θάνατο του Νέλσον Μαντέλα, μιας από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες που γέννησε ο 20ός αιώνας. Ο Μαντέλα «έφυγε γαλήνια» στο σπίτι του στο Γιοχάνεσμπουργκ, σε ηλικία 95 ετών.

Οι σημαίες της Νότιας Αφρικής κυματίζουν ήδη μεσίστιες. Και παρότι αποβίωσε πλήρης ημερών, ο κόσμος ολόκληρος θρηνεί αυτόν που ήθελε να τον θυμούνται «ως έναν απλό Νοτιοαφρικανό ο οποίος, μαζί με άλλους, έκανε μια ταπεινή συνεισφορά». «Χάσαμε ένα από τα πιο δυνατά, θαρραλέα και βαθιά καλοσυνάτα ανθρώπινα πλάσματα που πέρασαν ποτέ από αυτή τη γη», δήλωσε ο αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, χαιρετίζοντας τον ηγέτη «που πήρε την Ιστορία στα χέρια του και λύγισε το τόξο του ηθικού σύμπαντος προς τη Δικαιοσύνη» και προσθέτοντας πως δυσκολεύεται να φανταστεί τη ζωή του χωρίς το παράδειγμα που έδωσε ο Νέλσον Μαντέλα.

Ο Ρολιλαχλά Μαντέλα γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου 1918, στο Τρανσκέι της Νότιας Αφρικής, στο μικρό χωριουδάκι Μβέζο που βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Μπάσε. Στη γλώσσα της φυλής Σόζα, «ρολιλαχλά» σημαίνει «το τράβηγμα ενός κλαδιού από το δέντρο», αλλά χρησιμοποιείται περισσότερο για κάποιον που είναι σαματατζής. Ο πατέρας του Μαντέλα προοριζόταν για αρχηγός της φυλής Τιμπού και επί χρόνια ήταν σύμβουλος των αρχηγών. Ομως μια διαφωνία με τον τοπικό αποικιοκράτη υπεύθυνο τον οδήγησε να χάσει και τον τίτλο και την περιουσία του –αυτό οδήγησε την οικογένεια σε ένα ακόμα μικρότερο χωριό, το Κούνου, στη μέση μιας μεγάλης κοιλάδας. Δεν υπήρχαν δρόμοι, το νερό το μετέφεραν από την πηγή και έτρωγαν ό,τι παρήγε η γη.

Ο Ρολιλαχλά βαφτίστηκε σε εκκλησία των μεθοδιστών και έγινε ο πρώτος από την οικογένειά του που πήγε στο σχολείο. Εκεί, όπως συνηθιζόταν τότε και λόγω του βρετανικού εκπαιδευτικού συστήματος που ίσχυε στη Νότια Αφρική, η δασκάλα τού είπε πως το νέο του όνομα είναι πλέον Νέλσον. Ο πατέρας του Μαντέλα πέθανε όταν ο Νέλσον ήταν 9 ετών. Εκτοτε η ζωή του άλλαξε δραματικά. Υιοθετήθηκε από τον αρχηγό των Τιμπού, ο οποίος τον μεγάλωσε μαζί με τα άλλα δύο παιδιά του. Στο σχολείο ο Νέλσον ανέπτυξε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αφρικανική Ιστορία και φρόντιζε να είναι πάντα παρών όταν παλαιότεροι αρχηγοί έρχονταν για επίσκεψη. Από αυτούς άκουγε πολλές φορές πόσο ειρηνικά ζούσαν οι μαύροι παλαιότερα, πώς μοιράζονταν τον αέρα, τη γη και το νερό μέχρι να έρθει ο λευκός που τα ήθελε όλα για λογαριασμό του.

Στα 16 του, μαζί με άλλους 25 συνομηλίκους του, πήρε μέρος σε τελετή περιτομής, το πέρασμά τους στην ενηλικίωση. Οταν ολοκληρώθηκε η διαδικασία, ο αρχηγός της φυλής μίλησε για τους ανθρώπους της νέας γενιάς που ζουν σαν δούλοι στη χώρα τους. Ο Μαντέλα αργότερα είπε πως τότε δεν είχε κατανοήσει όλα όσα έλεγε ο αρχηγός, αλλά έμειναν στη μνήμη του και τελικά διαμόρφωσαν την αποφασιστικότητά του να διεκδικήσει την ανεξαρτησία της Νότιας Αφρικής.

Το 1939 γράφτηκε στο Κολέγιο Φορ Χέιρ, το μοναδικό για μαύρους στη Νότια Αφρική, και διάλεξε μαθήματα που θα τον προετοίμαζαν για μεταφραστή ή υπάλληλο, τα μόνα επαγγέλματα για έναν μαύρο που δεν ήθελε να είναι αγρότης. Ως πρόεδρος των φοιτητών διοργάνωσε μια διαμαρτυρία στο πανεπιστήμιο και ο πρύτανης τον απέβαλε. Οταν γύρισε στο σπίτι του αρχηγού της φυλής, εκείνος εξαγριώθηκε και κανόνισε να τον παντρέψει, όπως ήταν το έθιμο.

Ο Μαντέλα το ‘σκασε και πήγε στο Γιοχάνεσμπουργκ, όπου εργαζόταν ως φρουρός και υπάλληλος, σπουδάζοντας ταυτόχρονα δι’ αλληλογραφίας. Γράφτηκε στη Νομική και άρχισε να ασχολείται ενεργά με το κίνημα εναντίον των φυλετικών διακρίσεων το 1942, οπότε και έγινε μέλος του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου (ΑNC).

Μέσα στο ΑNC δημιουργήθηκε μια μικρή ομάδα νεαρών με τίτλο Ενωση Νέων, που ήθελαν να μετατρέψουν την οργάνωση σε μαζικό κίνημα, με βάση τα εκατομμύρια των αγροτών και εργατών που δεν είχαν τρόπο να εκφρασθούν. Πίστευαν μάλιστα ότι η παλιά τακτική του ΑNC να συλλέξει υπογραφές ήταν αναποτελεσματική. Το 1949 το Κογκρέσο επίσημα υιοθέτησε τις μεθόδους της Ενωσης Νέων για μποϊκοτάζ, απεργίες και πολιτική απειθαρχία. Επί 20 χρόνια ο Μαντέλα ήταν επικεφαλής μιας εκστρατείας ειρηνικής, μη βίαιης αντίδρασης εναντίον της κυβέρνησης της Νότιας Αφρικής και της ρατσιστικής πολιτικής της. Ιδρυσε το νομικό γραφείο Μαντέλα και Τάμπο μαζί με τον Ολιβερ Τάμπο, παλιό συμφοιτητή του, και παρείχαν δωρεάν νομικές συμβουλές σε φτωχούς μαύρους.

Το 1956 ο Μαντέλα και 150 άλλοι συνελήφθησαν και κατηγορήθηκαν για προδοσία λόγω της πολιτικής τους δραστηριότητας, αν και τελικά αθωώθηκαν. Εν τω μεταξύ, το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο είχε να αντιμετωπίσει και τους αφρικανιστές, αντιρατσιστές ακτιβιστές που ήθελαν πιο δυναμικές μεθόδους και τελικά αποσχίσθηκαν φτιάχνοντας το 1959 το Παναφρικανικό Κογκρέσο.

Το 1961, ο Μαντέλα άρχισε να σκέφτεται ότι τελικά ο ένοπλος αγώνας ήταν ο μόνος τρόπος να γίνουν αλλαγές. Δημιούργησε το Ουμκόντο βε Σίζε, γνωστό ως ΜΚ, ως ένοπλη πτέρυγα του ΑNC, για σαμποτάζ και ανταρτοπόλεμο. Διοργάνωσε μια τριήμερη εθνική απεργία την ίδια χρονιά, γεγονός που οδήγησε στη σύλληψή του το 1962. Καταδικάσθηκε σε πέντε χρόνια φυλάκιση για την απεργία και έναν χρόνο αργότερα ξαναδικάσθηκε μαζί με άλλα δέκα ηγετικά στελέχη του ΑNC σε ισόβια κάθειρξη για πολιτικά παραπτώματα, όπως σαμποτάζ.

Κλείσθηκε στις φυλακές του νησιού Ρόμπεν (όπου είχε κρατηθεί παλαιότερα και ο πατέρας του). Εμεινε εκεί για 18 από τα συνολικά 27 έτη της φυλάκισής του. Παρότι οι συνθήκες ήταν άθλιες, κατόρθωσε να πάρει μπάτσελορ στα Νομικά από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου δι’ αλληλογραφίας. Στα απομνημονεύματα που έγραψε το 1981 ο πράκτορας των νοτιοαφρικανικών μυστικών υπηρεσιών Γκόρντον Ουίντερ περιέγραψε ένα σχέδιο της κυβέρνησης της Πρετόριας να παρακινηθεί ο Μαντέλα να δραπετεύσει ώστε να τον δολοφονήσουν πάνω στο κυνηγητό. Ο Μαντέλα παρά τον εγκλεισμό του παρέμεινε ένα ισχυρό σύμβολο της προσπάθειας για κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων και σταδιακά άρχισε μια διεθνής εκστρατεία για την απελευθέρωσή του.

Το 1982 ο Μαντέλα μεταφέρθηκε στις φυλακές του Πόλσμουρ και τρία χρόνια αργότερα ο τότε πρόεδρος της χώρας Πίτερ Μπόθα τού πρότεινε να αφεθεί ελεύθερος, με αντάλλαγμα να αποκηρύξει τον ένοπλο αγώνα –εκείνος αρνήθηκε. Καθώς αυξάνονταν οι διεθνείς πιέσεις για την απελευθέρωσή του, άρχισαν οι συνομιλίες της κυβέρνησης μαζί του, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στις 11 Ιουνίου 1988 διοργανώθηκε στο Ουέμπλεϊ μια συναυλία προς τιμήν των 70ών γενεθλίων του, η οποία μεταδόθηκε σε 67 χώρες και την παρακολούθησαν 600 εκατομμύρια άνθρωποι. Τραγούδησαν μεταξύ άλλων οι Dire Straits, ο Τζορτζ Μάικλ, ο Στινγκ, ο Στίβι Γουόντερ, ο Ερικ Κλάπτον και η Γουίτνι Χιούστον και χαρακτηρίσθηκε ως «η σημαντικότερη ποπ πολιτική συναυλία όλων των εποχών».

Χρειάσθηκε όμως να πεθάνει ο Μπόθα από εγκεφαλικό και να αναλάβει πρόεδρος ο Φρεντερίκ ντε Κλερκ για να αφεθεί ελεύθερος ο Μαντέλα τον Φεβρουάριο του 1990. Ο Ντε Κλερκ κήρυξε νόμιμο το ΑNC, απέσυρε τους περιορισμούς από τις πολιτικές ομάδες και σταμάτησε τις εκτελέσεις. Ο Μαντέλα, ελεύθερος πλέον, ζήτησε από τη διεθνή κοινότητα να συνεχισθούν οι πιέσεις για συνταγματικές μεταρρυθμίσεις στη Νότια Αφρική ώστε να καταργηθεί το απαρτχάιντ και διακήρυξε ότι ο ένοπλος αγώνας θα συνεχισθεί έως ότου η μαύρη πλειοψηφία αποκτήσει δικαίωμα ψήφου.

Ο Νέλσον Μαντέλα εξελέγη πρόεδρος του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου το 1991 και συνέχισε τις δύσκολες διαπραγματεύσεις με τον πρόεδρο Ντε Κλερκ, με στόχο τις πρώτες πολυφυλετικές εκλογές. Τρία χρόνια αργότερα, στις 27 Απριλίου 1994, διεξήχθησαν στη Νότια Αφρική οι πρώτες δημοκρατικές εκλογές. Σε ηλικία 77 ετών ο Μαντέλα ορκίσθηκε πρόεδρος της χώρας στις 10 Μαΐου εκείνης της χρονιάς. Εναν χρόνο πριν, είχε μοιραστεί με τον Ντε Κλερκ το Νομπέλ Ειρήνης.

Στα πέντε χρόνια της θητείας του ο Μαντέλα προσπάθησε να αποτρέψει την κατάρρευση της οικονομίας της χώρας και προώθησε μέτρα για τη συμφιλίωση μεταξύ λευκών και μαύρων –ακόμα και ενθαρρύνοντας τους νεαρούς μαύρους να υποστηρίξουν την εθνική ομάδα ράγκμπι, μια ιστορία που το Χόλιγουντ αποτύπωσε στη μεγάλη οθόνη. Αποχώρησε από την προεδρία το 1999 και συνέχισε τη δουλειά στο Ιδρυμα Μαντέλα χτίζοντας σχολεία και κλινικές σε όλη τη χώρα. Εγραψε πολλά βιβλία και το 2004 σε ηλικία 85 ετών αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή, επιστρέφοντας στο χωριό του, το Κούνου.

Σε όλα αυτά τα χρόνια παντρεύτηκε τρεις γυναίκες: το 1944 την Εβελιν Ντόκο Μαζέ, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά, το 1958 την Ουίνι (η οποία ενεπλάκη σε οικονομικά και άλλα σκάνδαλα όσο εκείνος ήταν στη φυλακή), με την οποία απέκτησε δύο κόρες, και το 1998 την Γκράσα Μάσελ.

Η τελευταία του δημόσια εμφάνιση ήταν το 2010 στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου που διεξήχθη στη Νότια Αφρική.

Νοσηλεύτηκε για τρεις μήνες το καλοκαίρι με πνευμονική λοίμωξη, από τον Σεπτέμβριο όμως είχε μεταφερθεί στο σπίτι του στο Γιοχάνεσμπουργκ, εκεί όπου άφησε χθες την τελευταία του πνοή, περιστοιχισμένος από τα μέλη της οικογένειάς του.