Υπήρξε μία από τις πρώτες εργαζόμενες της Yahoo! ενώ στη συνέχεια πήρε μεταγραφή στην πανίσχυρη ομάδα της Google. Αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι το Διαδίκτυο έχει ανάγκη από περισσότερη δημοκρατία, πέρασε στην απέναντι πλευρά με στόχο να κάνει τον κόσμο καλύτερο μέσα από εκστρατείες πίεσης ψηφοφόρων και καταναλωτών

Τα νούμερα είναι εντυπωσιακά –50 εκατομμύρια ενεργοί χρήστες απ’ όλο τον κόσμο και 600.000 συλλογές υπογραφών για πλήθος σκοπών. Υπέρ της καλύτερης φωταγώγησης μιας γειτονιάς, κατά του αποκλεισμού των νεαρών αμερικανών ομοφυλοφίλων από προσκοπικά σώματα, κατά της απαγόρευσης ανάρτησης φωτογραφιών ανθρώπων που νίκησαν τον καρκίνο στο facebook, υπέρ του δικαιώματος ενός μαθητή με σύνδρομο Down να συμμετέχει στο μάθημα της γυμναστικής μαζί με τους υπόλοιπους συμμαθητές του.

Το 2007, όταν ο εικοσιεπτάχρονος τότε απόφοιτος του Στάνφορντ και της London School of Economics Μπεν Ράτρεϊ αποφάσισε να δημιουργήσει μια διαδικτυακή πλατφόρμα συλλογής υπογραφών, το τελευταίο που φανταζόταν ήταν ότι η ιδέα του θα μετατρεπόταν σ’ ένα υπερεθνικό εργαλείο άμεσης δημοκρατίας.

Σήμερα οι εκκλήσεις που συντάσσονται και οι εκστρατείες που ξεκινούν μέσω της Change.org, έχοντας την ενυπόγραφη υποστήριξη εκατοντάδων χιλιάδων ενεργών πολιτών, φθάνουν ώς το Οβάλ Γραφείο του Μπαράκ Ομπάμα, καταλήγουν στα χέρια εκπροσώπων διεθνών οργανισμών και αρκετές φορές συμβάλλουν στο να γίνει ο κόσμος μας περισσότερο ανθρώπινος και πιο δίκαιος.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Δίπλα στον Μπεν Ράτρεϊ και με στόχο να μετατρέψει την Change.org σε πρότυπο κοινωφελούς εταιρείας, βρίσκεται η Τζένιφερ Ντάλσκι, πρώην δασκάλα και πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος, αρχικά της Yahoo! και στη συνέχεια της Google. Πριν από περίπου έναν χρόνο, η σαραντάχρονη γυναίκα που ξεκίνησε την καριέρα της ιδρύοντας μια μη κυβερνητική οργάνωση υπέρ της αρωγής των φτωχών μαθητών του Πίτσμπουργκ, επέλεξε να εγκαταλείψει τον διαδικτυακό κολοσσό των Λάρι Πέιτζ και Σεργκέι Μπριν και να προσχωρήσει στην ομάδα της Change.org ως γενική εκτελεστική διευθύντρια.

Καθώς ήταν πιο κοντά –όσον αφορά τη δυναμική του Διαδικτύου και των εταιρειών που δραστηριοποιούνται σ’ αυτό –στην ακτιβίστρια Ναόμι Κλάιν και τη δημοσιογράφο Πάρμι Ολσον πάρα στις περισσότερο τεχνοκράτισσες Σέριλ Σαντμπέργκ και Μαρίσα Μάγερ του facebook και της Yahoo! αντίστοιχα, η Ντάλσκι επέλεξε να περάσει στην απέναντι πλευρά. Παρόλο που αναγνωρίζει ότι «η Google συνέβαλε στη διάχυση της γνώσης», υπογραμμίζει πως «ό,τι προέρχεται από τη Σίλικον Βάλεϊ δεν είναι απαραίτητα καλό» και επισημαίνει την ανάγκη «να μετριαστεί η παντοδυναμία των μεγάλων εταιρειών και να επανέλθει στο Διαδίκτυο η δημοκρατία».

Αφορμή για ν’ αλλάξει στρατόπεδο υπήρξε η εν ψυχρώ δολοφονία του Τρέιβον Μάρτιν, ενός 17χρονου Αφροαμερικανού, ο οποίος πυροβολήθηκε θανάσιμα από έναν αυτόκλητο τιμωρό μόνο και μόνο επειδή κινούνταν «ύποπτα». Υπογράφοντας και εκείνη την έκκληση προς τις αμερικανικές Αρχές για τη δίωξη του δολοφόνου του, η Ντάλσκι αντιλήφθηκε πως οι διαδικτυακές εκστρατείες για την εξυπηρέτηση ενός κοινωφελούς ή δίκαιου σκοπού αποτελούν έναν εξαιρετικό τρόπο για «να μειωθεί η απόσταση που χωρίζει τους πολίτες από την πολιτική». Οι εκστρατείες που προωθούνται από την πλατφόρμα Change.org αποτελούν μονάχα ένα μικρό, το αρχικό, τμήμα της πολυσύνθετης διαδικασίας λήψης (των όποιων) αποφάσεων καθώς ο δρόμος από την καταγγελία μιας αδικίας ώς τη διόρθωση αυτής είναι μακρύς. Αλλά όχι αδιάβατος.

Επειτα από τη συλλογή εκατομμυρίων υπογραφών με στόχο την άσκηση πίεσης στην κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής για την αναγνώριση της μάστιγας του «διορθωτικού βιασμού» –ένα αποτρόπαιο έγκλημα με στόχο την «ίαση» των ομοφυλόφιλων γυναικών αναφορικά με τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό –και τη μετέπειτα ανάδειξη του ζητήματος από τον διεθνή Τύπο, οι νοτιοαφρικανοί βουλευτές έσπευσαν να συστήσουν μια ειδική ομάδα πάταξης του φαινομένου. Τον προηγούμενο χρόνο, η Μόλι Κάτσπολ, μια υποαπασχολούμενη αμερικανίδα φοιτήτρια, εξοργισμένη με την πρόθεση της τράπεζας Bank of America να επιβάλει επιπλέον τέλος 5 δολαρίων τον μήνα στους κατόχους των πιστωτικών της καρτών, στράφηκε στην πλατφόρμα Change.org και απέστειλε μια ανοιχτή επιστολή προς την τράπεζα, στην οποία χαρακτήριζε την έξτρα χρέωση «απαράδεκτη». Υστερα από τη συλλογή 300.000 υπογραφών και τη συμμετοχή της νεαρής ακτιβίστριας σε δεκάδες τηλεοπτικές εκπομπές, η Bank of America αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να μην επιβάλει το χαράτσι. Μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμας Change.org, απλοί άνθρωποι διεκδικούν τα δικαιώματά τους και καταγγέλλουν τις παραβιάσεις αυτών, τολμούν να εναντιωθούν σε κυβερνήσεις και πολυεθνικές και πολύ συχνά νικούν.

ΚΕΡΔΟΦΟΡΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ. Σε πρόσφατη συνέντευξή της στην εφημερίδα «Ντέιλι Τέλεγκραφ», η Ντάλσκι υπογράμμισε πως η Change.org δεν είναι απλά μια φιλανθρωπική οργάνωση αλλά και μια «κερδοφόρα επιχείρηση». Η Change.org είναι ίσως η πιο γνωστή από τις εταιρείες που στην Αμερική αποκαλούνται B Corporations. Οι κοινωφελείς πολυεθνικές είναι νόμιμες σε 19 πολιτείες των ΗΠΑ και για να λάβουν το απαραίτητο B Corp Certification, οι ενδιαφερόμενες εταιρείες οφείλουν να αποδείξουν πως η σύσταση και η λειτουργία τους θα είναι ωφέλιμες και για την κοινωνία και για τους μετόχους τους. Το συγκεκριμένο πιστοποιητικό κοινωφελούς επιχειρηματικότητας διασφαλίζει ότι οι εταιρείες δεν θα παρουσιάσουν κέρδη αν δεν εξυπηρετήσουν τον όποιο κοινωφελή σκοπό για τον οποίο συστάθηκαν.

Τα έσοδα της Change.org προέρχονται από την εφαρμογή ενός μοντέλου διαφήμισης σκοπού (cause based at model). Στην πράξη η εταιρεία κερδίζει χρήματα χρεώνοντας οργανισμούς και εταιρείες για την προβολή τους μέσω της προώθησης των εκστρατειών σε εκατομμύρια χρήστες ανά την υφήλιο. Σήμερα η Change.org διαθέτει 180 εργαζομένους σε 18 διαφορετικές χώρες ενώ οι πελάτες της, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η Διεθνής Αμνηστία και το Sierra Club, μία από τις μεγαλύτερες και παλαιότερες περιβαλλοντικές οργανώσεις των ΗΠΑ, ξεπερνούν τους τριακόσιους. Τον προηγούμενο χρόνο, τα έσοδα της εταιρείας ξεπέρασαν τα 11 εκατομμύρια ευρώ.

Η Ντάλσκι θεωρεί πως για να είναι επιτυχημένη μια κοινωφελής εταιρεία «πρέπει να κάνει ό,τι και μια παραδοσιακή: να ικανοποιήσει τη ζήτηση των καταναλωτών». Στην περίπτωση της Change.org, αυτό που ζητούν οι καταναλωτές είναι ένα αποτελεσματικό μέσο για να πουν τη γνώμη τους και να ασκήσουν πίεση για σημαντικά ζητήματα.