Ενα κορίτσι, η Σάρρα, νεκρό στα 13 του, δηλητηριασμένο από τα κάρβουνα που είχε ανάψει η μητέρα του για να το ζεστάνει. Μια μητέρα μετανάστρια, άνεργη εδώ και μήνες, να μεγαλώνει μόνη ένα παιδί, σ’ ένα σπίτι που δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα ούτε θέρμανση. Μια οικογένεια ομογενών από τον Πόντο, που ζούσαν σε ένα σπίτι επίσης με κομμένο το ρεύμα, να κινδυνεύουν να καούν από τα κεριά που είχαν ανάψει να φωτίσουν το σπίτι. Σώθηκαν χάρη στους αλβανούς γείτονες…

Ιστορίες που ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια μας, αυτές τις ημέρες. Ιστορίες που μοιάζουν βγαλμένες από σελίδες μυθιστορημάτων του 19ου αιώνα. Μα απολύτως αληθινές, συνηθισμένες σχεδόν. Μπορείς να μουσκέψεις μ’ αυτές δέκα μαντίλια δάκρυα. Μπορείς να τις κάνεις πρώτη ύλη για εύκολη συγκίνηση ή για φθηνό αγκίτ-προπ. Και μετά;

Ας το σκεφθούμε: είναι τυχαίο που στις ιστορίες αυτές πρωταγωνιστούν πάντοτε «ξένοι», μετανάστες;

Οι άνθρωποι που με τον ερχομό τους έγραψαν το μεγάλο success story της προηγούμενης δεκαετίας, που με τα χέρια τους έχτισαν τα μεγάλα έργα των καλών εποχών, ανέστησαν δουλειές πεθαμένες και εισέφεραν κοντά στο 10% του ΑΕΠ της «ισχυρής Ελλάδας». Αυτοί οι άνθρωποι είναι τα πρώτα θύματα, τα εύκολα και ανυπεράσπιστα θύματα, της κοινωνικής και ανθρωπιστικής κρίσης που βράζει γύρω μας. Κι ενώ η δυστυχία τους γίνεται μεταδοτική, εμείς παραμένουμε ξένοι και αδιάφοροι, εθελοτυφλούντες, για τη μοίρα τους, που γίνεται μοίρα μας. Πώς να το εξηγήσεις αυτό; Και τι σημαίνει για την περίφημη «ιδιοπροσωπεία» μας;

Κι έπειτα, ας σκεφθούμε επίσης: γιατί ενώ σε άλλες χώρες, που χτύπησε η κρίση με τρόπο ανάλογο, που βρέθηκαν στην παγίδα της λιτότητας, με τρόικες και μνημόνια, όπως κι εμείς, μία από τις πρώτες προτεραιότητες ήταν να βρεθούν τρόποι, μέσα, δομές που να δημιουργούν ένα δίχτυ προστασίας εκείνων τουλάχιστον, για τους οποίους η γενική πτώση κινδύνευε να αποδειχθεί θανάσιμη, στη δική μας περίπτωση αυτή η αυτονόητη έγνοια παρέμεινε ξένη; Γιατί χρειάστηκε να φωτίσουν οι κάμερες της τηλεόρασης μια όψη του προβλήματος –τη ζωή σε σπίτια με κομμένο ρεύμα –για να συγκληθούν κατεπειγόντως συσκέψεις κυβερνητικές;

Αριθμοί ξανά: η Ελλάδα είχε πρόβλημα με τη φτώχεια και τότε που δεν λογιζόταν η ίδια για φτωχή. Το 2008, προ κρίσης, το 18%, περίπου, του πληθυσμού ζούσε κάτω από το όριο της σχετικής φτώχειας, δηλαδή με εισόδημα μικρότερο κατά 60% του μέσου εισοδήματος της χώρας. Οσο επισφαλείς κι αν είναι οι στατιστικές, αυτό το 18% είχε γίνει 23% το 2011 κι ανέβηκε κι άλλο από τότε. Και μεγάλωσαν σημαντικά και οι αριθμοί εκείνων που λογίζονται ως απολύτως φτωχοί.

Μα το πιο σημαντικό είναι ότι, προ κρίσης, ενώ η Ελλάδα δαπανούσε για τις λεγόμενες κοινωνικές μεταβιβάσεις επιδόματα και άλλα μέσα ανακούφισης των ασθενεστέρων, ίσο ποσοστό του εθνικού εισοδήματος με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τα χρήματα αυτά δεν έπιαναν τόπο, δεν έφθαναν ώς εκείνους που τα είχαν ανάγκη. Υπολογιζόταν ότι ενώ οι κοινωνικές μεταβιβάσεις μείωναν το ποσοστό της φτώχειας, στη ζώνη του ευρώ, κατά περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες, στην Ελλάδα η μείωση ήταν μόλις 3%!

Ηταν προφανές ότι αν και τότε που «λεφτά υπήρχαν», τα λεφτά αυτά δεν διανέμονταν με τρόπο που να ανακουφίζει τη φτώχεια, τώρα που τα λεφτά σπανίζουν θα έπρεπε να βρεθούν τρόποι ώστε τουλάχιστον να διανέμονται καλύτερα, να μη χάνονται στον δρόμο, στη γραφειοκρατία ή σε λάθος, επιτηδείως λάθος, τσέπες. Αλλά καμία τέτοια μέριμνα δεν ελήφθη.

Κι έτσι, ενώ στην Ιρλανδία, για παράδειγμα, η αποτελεσματικότητα των κοινωνικών μεταβιβάσεων βελτιώθηκε στα χρόνια της κρίσης, έτσι ώστε οι μεταβιβάσεις αυτές να μειώνουν τα ποσοστά των φτωχών κατά 20 σχεδόν ποσοστιαίες μονάδες, και στην Πορτογαλία κατά 8 μονάδες, στην Ελλάδα οι δαπάνες πρόνοιας εξακολουθούν να μη βελτιώνουν τα ποσοστά της φτώχειας, παρά μόνο κατά 3,4 ποσοστιαίες μονάδες. Τα υπόλοιπα χρήματα που, ονομαστικά, προορίζονται για τη φτώχεια, χάνονται πάντα σε μια μαύρη τρύπα. Κι ας κοστίζει τώρα πολύ ακριβότερα σε κοινωνικό κόστος και ανθρώπινο δράμα αυτή η ασυγχώρητη υστέρηση.