Κοπάνες από το σχολείο, μικροκλοπές ρούχων από τα μαγαζιά, το πρώτο τσιγαριλίκι, γεύματα σε αριστοκρατικά ρεστοράν με φίλους από τον καλλιτεχνικό κόσμο, το πρώτο ερωτικό σκίρτημα (για τον γοητευτικό βρετανό ηθοποιό Τζέιμς Φοξ), οι πρώτες φωτογραφίσεις μόδας…
Την τρυφηλή ζωή των παιδικών και εφηβικών της χρόνων στο Λονδίνο περιγράφει με γλαφυρό τρόπο η Αντζέλικα Χιούστον στην αυτοβιογραφία της «A Story Lately Told: Coming of Age in Ireland, London and New York» (εκδόσεις Simon & Schuster) που θα κυκλοφορήσει στις 19 Νοεμβρίου στην Αγγλία.
Μια κρύα χειμωνιάτικη ημέρα – γράφει στο βιβλίο η ηθοποιός και κόρη του βραβευμένου με δύο Οσκαρ σκηνοθέτη Τζον Χιούστον – πρόσεξε στην αυλή του σχολείου ένα κορίτσι με κόκκινα μάγουλα και γυαλιά. Είχε καλυμμένα μύτη και στόμα με το πέτο του μπουφάν της και μια στήλη καπνού χόρευε στον αέρα. «Με ρώτησε αν ήθελα να τραβήξω μια ρουφηξιά. Τράβηξα μια τζούρα. Συγκεντρώθηκαν στο μεταξύ και άλλα κορίτσια. “Δεν θα τον πας κάτω;” με ρώτησε μια κοπέλα. “Τι εννοείς;” απόρησα και αμέσως ρούφηξα τον καπνό μέσα μου. Ολα άρχισαν να γυρίζουν. Το ίδιο τελετουργικό επαναλήφθηκε και την επομένη».
Η Εμα (έτσι έλεγαν τη συμμαθήτριά της με το τσιγάρο) πρότεινε στη μικρή Αντζέλικα να κοιμηθεί σπίτι της. «Μαζί κάναμε κοπάνες από το σχολείο». Οι δυο τους, περιγράφει η Χιούστον, περνούσαν τις ημέρες κάνοντας βόλτες στα καταστήματα. Εφταναν έως το σχολείο, έδιναν παρουσία και την κοπανούσαν με τρόπο πριν χτυπήσει το κουδούνι. Οι σχολικές κοπάνες κράτησαν έναν χρόνο.
Με τη μητέρα της Ερικα (τρίτη κατά σειρά σύζυγο του Χιούστον, χορεύτρια του κλασικού χορού, γνωστή τότε) είχαν μάλλον επιδερμική σχέση. Ενα βράδυ η μητέρα της πήγε στο δωμάτιό της, κάθησε στο κρεβάτι και της είπε: «Υπάρχει μυστικοπάθεια μεταξύ μας. Είναι δύσκολα, αλλά πρέπει να προσπαθήσουμε για κοινή ζωή, εκτός κι αν σκοπεύεις να μείνεις με κάποιον άλλον», θυμάται η Αντζέλικα Χιούστον. Δεν πρόλαβε όμως να γευτεί τη νέα περίοδο στην οποία έμπαινε η μεταξύ τους σχέση. Η Ρίκα Σόμα το επόμενο πρωί έφυγε για να δει μια φίλη της στη Βενετία. Το βράδυ «ξύπνησα από έναν εφιάλτη και από μια φωνή που μου έλεγε “ξύπνα”». Ηταν ο (οικογενειακός φίλος) Λέσλι Γουάντινγκτον. «”Η μητέρα σου είναι νεκρή”, μου είπε. “Σκοτώθηκε σε τροχαίο”. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου», σημειώνει στο βιβλίο η Χιούστον και περιγράφει τον θρήνο τής μόλις τεσσάρων ετών τότε αδελφής της, Αλέγκρα.
Η Χιούστον κλείνει την αφήγησή της με έναν προβληματισμό: «Ως γόνος διασήμων ανήκα σε μια προνομιούχα τάξη παιδιών καλοαναθρεμμένων, που δεν τους έλειπε τίποτε, αλλά, κάνοντας τον απολογισμό μου, εύχομαι να είχα παλέψει για κάτι».