Είχαν περάσει τα μεσάνυχτα, όταν χτύπησε το τηλέφωνο στο κομοδίνο του Μάρλον Μπράντο. Στην άλλη γραμμή ήταν ο φίλος του (με τον οποίο είχαν ήδη μια κοινή – και κινηματογραφική – επιτυχία στο «Λεωφορείον ο πόθος») Τενεσί Ουίλιαμς. «Η Αννα μού είπε ότι είναι ερωτευμένη μαζί σου. Ετοιμάσου για κάτι πολύ καυτό!»

Η Αννα ήταν η Μανιάνι. Που ήδη είχε γοητεύσει την υφήλιο και το Χόλιγουντ ως «Μάμα Ρόμα» του Παζολίνι και στην ταινία «Ρώμη ανοχύρωτη πόλη» του Ρομπέρτο Ροσελίνι. Και ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Μπράντο είχε απορρίψει τον ρόλο του πρώην ζιγκολό Βαλ Χάβιε στον αμερικανικό Νότο στο θεατρικό του Ουίλιαμς «Ο Ορφέας στον Αδη», που τελικά ανέβηκε δίχως εκείνον και τη Μανιάνι (αρνήθηκε και εκείνη) στο Μπρόντγουεϊ την ίδια χρονιά, το 1957, με μέτρια επιτυχία.

Το είχε ξεκαθαρίσει άλλωστε σε επιστολή του στον φίλο του Τρούμαν Καπότε: «Υπάρχουν υπέροχα πράγματα στον «Ορφέα» και ο ρόλος της Μανιάνι είναι εξαιρετικός, αλλά θα με εξαφανίσει στη σκηνή. Δεν σκοπεύω να ανεβώ σε καμιά σκηνή με τη Μανιάνι σε αυτόν τον ρόλο. Θα με μαζεύουν με τις σφουγγαρίστρες!».

Η απάντηση του Ουίλιαμς προς την ατζέντισσα του Μπράντο ήταν βιτριολική: «Ξαναέγραψα τον ρόλο του Βαλ ώστε να δείχνει ότι είναι αμφισεξουαλικός. Θα είναι γάντι για τον Μάρλον».

Τον ξαναέγραψε και σε σενάριο για τον «Φυγάδα» του Σίντνεϊ Λουμέτ, ταινία για την οποία το στούντιο ήθελε και τους δύο σταρ στην οθόνη – τη Μανιάνι μάλιστα (που είχε ήδη Οσκαρ για την ερμηνεία της στο «Στιγματισμένο ρόδο», σε σενάριο του Τενεσί Ουίλιαμς) με αμοιβή 125.000 δολαρίων, όσα δηλαδή και ο σκηνοθέτης!

«Ηταν σαν δύο βόμβες υδρογόνου, έτοιμες να εκραγούν», έλεγε ο Σίντνεϊ Λουμέτ για τους δύο σταρ. Η Μανιάνι, στα 51 της, να επιμένει ότι τη δείχνουν «γριά» και να δίνει στον διευθυντή φωτογραφίας φωτογραφίες των νεοτέρων της Σοφίας Λόρεν και Τζίνα Λολομπρίτζιντα λέγοντας «έτσι θέλω να βγαίνω στην οθόνη». Και τον Μπράντο να λέει για κείνη ότι είναι «ένα τεράστιο ταλέντο με τεράστια προβλήματα, που μας τρέλανε με το πώς βγαίνει στον φακό κι ας έκανε μια ώριμη γυναίκα που ερωτεύεται έναν νεότερο άνδρα, εμένα δηλαδή».

«Η ΛΥΚΑΙΝΑ». Η συνάντηση ήταν εκρηκτική. Πιο εκρηκτική όμως ήταν στο παρασκήνιο. Οταν η Μανιάνι, που είχε και το παρατσούκλι La Lupa, η Λύκαινα, ορμούσε (αυτή είναι η σωστή λέξη) στον Μπράντο όποτε έβρισκε την ευκαιρία. Και τον φιλούσε και του δάγκωνε άγρια τα χείλη και τον αγκάλιαζε σφιχτά – όπως και ο ίδιος παραδέχεται στην αυτοβιογραφία του «Τραγούδια που μου έμαθε η μητέρα μου» (1994), σημειώνοντας ότι «δεν την ενθάρρυνε», αλλά «δέχτηκε τα φιλιά της για λόγους ευγενείας»…

Πού τα θυμηθήκαμε όλα αυτά, θα πει κάποιος. Η νέα βιογραφία της εκρηκτικής Αννας Μανιάνι – έπαιζε ρόλους γήινων ή ταλαιπωρημένων (όπως η ίδια) γυναικών – που κυκλοφόρησε χθες από τον ιταλικό οίκο Bompiani με την υπογραφή της Ματίλντε Χοχκόφλερ και η επέτειος των 40 ετών από τον θάνατο της ιταλίδας αρτίστας (συμπληρώθηκαν στις 26 Σεπτεμβρίου) μας γυρίζουν πίσω σε εκείνα τα χρόνια των… δαγκωτών φιλιών. Και να φανταστεί κανείς ότι είναι η ίδια περίοδος που ο Μπράντο ξεροσταλιάζει για μια ματιά της Μελίνας Μερκούρη…

Η επετειακή, εν τέλει, βιογραφία, βασισμένη και στο αρχείο τού γιου της Λούκα Μανιάνι, φωτίζει το σκοτάδι, ενίοτε και ημίφως, στη ζωή μιας γυναίκας που γεννήθηκε δίχως να μάθει ποτέ ποιος ήταν ο πατέρας της και έχασε από πολύ νωρίς την αγκαλιά της μητέρας της, η οποία την εγκατέλειψε. «Εγινα ηθοποιός επειδή θέλω να πάρω την αγάπη που πάντα μου έλειπε και αποζητούσα», έλεγε.

Τον δρόμο της ζωής και της καριέρας της, επετειακά επίσης, σκιαγράφησε το νέο 40λεπτο ντοκιμαντέρ, του Μάρκο Σπανιόλι, «Η Αννα Μανιάνι στο Χόλιγουντ» (με αφηγήτρια την εγγονή της Ολίβια Μανιάνι), που προβλήθηκε στο πρόσφατο Φεστιβάλ Βενετίας.