Ακόμα και το πιο ενδιαφέρον βιβλίο χρειάζεται ένα είδος συγγραφικής μεθόδευσης, ας την πούμε και πονηριά, για να κεντρίσει από τις πρώτες σελίδες του το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Αλλιώς κινδυνεύει να παρατηθεί πριν φανερώσει τα θέλγητρά του. Από την άποψη αυτή, ο Μοδινός αστόχησε στην «Αγρια Δύση». Οχι για δέκα, όχι για είκοσι, αλλά για εκατό ολόκληρες σελίδες ο απροειδοποίητος αναγνώστης (αν υποθέσουμε ότι έχει αρκετή υπομονή για να φτάσει ώς την εκατοστή) αναρωτιέται ολοένα πιο εκνευρισμένος: τι μας νοιάζει εμάς το πώς ζει μια μικρή Αμερικανίδα στη Μοντάνα της δεκαετίας του 1960; Και προς τι τόσες λεπτομέρειες για τη φύση και την τοπογραφία αυτής της απόμερης Πολιτείας των ΗΠΑ;

Για την απάντηση στη δεύτερη απορία ας περιμένουμε λίγο. Αλλά την απάντηση στην πρώτη μπορούμε να την προεξοφλήσουμε. Οπως θα παρατηρήσει αργότερα η αφηγηματική persona του Μοδινού, ο συγγραφέας που η ηρωίδα προσφωνεί μόνιμα και όχι χωρίς συγκατάβαση «καλέ μου Ελληνα», η Αμερική, ως κυρίαρχος σήμερα πολιτισμός, είναι καταδικασμένη να δίνει τον τόνο και να επινοεί ρόλους για τους ανθρώπους. Είναι όμως και ο διαυγέστερος καθρέφτης των αντιφάσεων του δυτικού πολιτισμού: των καλών προθέσεων που οδηγούν στο Κακό, της μετάλλαξης του παλιού ιδεολογήματος της προόδου στον σύγχρονο μύθο της ανάπτυξης, η οποία ως έννοια είναι μια άδεια λέξη «που καλύπτει τα πάντα, άρα τίποτα» και ως στρατηγικός στόχος σπέρνει τη δυστυχία σε ολόκληρες περιοχές του πλανήτη.

Ολα αυτά μοιάζουν, και είναι, υπερβολικά ξένα και μεγαλεπήβολα για τις συνήθεις ενασχολήσεις της ελληνικής λογοτεχνίας. Αλλά ο Μοδινός δεν είναι ένας συνηθισμένος έλληνας συγγραφέας. Κοσμογυρισμένος, όχι με τις αποσκευές του ρέμπελου ή του ματαιόσχολα πολυπράγμονος κοσμοπολίτη αλλά του πολιτικού μηχανικού και περιβαλλοντολόγου, από τους πρωτοπόρους του οικολογικού κινήματος και της περιβαλλοντικής σκέψης στην Ελλάδα, με προχωρημένους προβληματισμούς γύρω από τον σύγχρονο κόσμο, καταπιάνεται στα μυθιστορήματά του πάντοτε με μεγάλα, οικουμενικά θέματα –πράγμα που το πληρώνει με τη σχετικά μικρή απήχηση των βιβλίων του και την αμήχανη αντιμετώπισή τους από την κριτική.

Στην «Αγρια Δύση» παίζει κεντρικό ρόλο ο δυτικός, στην ισχυρότερη μορφή του αμερικανικός μύθος της ανάπτυξης, ως η χαρακτηριστικότερη σήμερα έκφραση της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στο Καλό και το Κακό. Επιφάνεια προβολής του είναι η ιστορία της Τερέζας ΜακΕλντόουνι, όπως τη διηγείται η ίδια στον «καλέ μου Ελληνα», τον συγγραφέα κι εραστή της, κατά τις σποραδικές συναντήσεις τους, που εκτείνονται σε μια εικοσαετία, από το 1974 ώς το 1994. Σε πέντε παρεκβάσεις από αυτή τη διήγηση ο συγγραφέας μιλάει για τη σχέση του με την Τερέζα, τον εαυτό του, τις σκέψεις του που αφορμώνται από τις περιγραφές εκείνης.

Η Τερέζα (μ’ ελληνικές ρίζες από τη μεριά της μητέρας της) μεγαλώνει, όπως είπαμε, στη σχεδόν προβιομηχανική Μοντάνα, όπου όμως έχει αρχίσει ήδη να διεισδύει ο σύγχρονος τεχνολογικός πολιτισμός με τις αντιφατικές λειτουργίες του. Ο πατέρας της, στρατιωτικός, λείπει τον περισσότερο καιρό σε σκοτεινές αποστολές στο εξωτερικό, που καταλαβαίνουμε ότι έχουν να κάνουν με αμερικανικές στρατιωτικές επεμβάσεις και πραξικοπήματα, ενώ η παραμελημένη μητέρα της ζητάει παρηγοριά σε ξένες αγκαλιές. Το 1972 η 23χρονη και νιόπαντρη Τερέζα, έχοντας ήδη βιώσει έναν πρώτο τραυματισμό της αθωότητάς της με τον συμβολικό βιασμό της από τρεις άγνωστους σε μια λίμνη, μπροστά στον άνδρα της, ξεκινάει μαζί του για ένα ταξίδι κατά μήκος της δυτικής ακτής. Το ταξίδι αυτό, από τα ωραιότερα μέρη του βιβλίου, είναι μια δραματική τελετουργία ενηλικίωσης. Από την επαρχιώτικη, βουκολική Μοντάνα το ζευγάρι περνάει στην κοσμοπολίτικη, πλουμιστή, ευδαιμονιστική Καλιφόρνια και από εκεί η Τερέζα θα συνεχίσει μόνη της για το Μεξικό. Θα γνωρίσει τη δηλητηριασμένη από την ατμοσφαιρική ρύπανση, τη χαώδη οικιστική ανάπτυξη και τις ακραίες κοινωνικές ανισότητες ζωή στην Πόλη του Μεξικού και θα καταλήξει στα σύνορα με τη Γουατεμάλα, στη θρυλική χώρα των Μάγια, όπου επιβιώνουν κάποια αχνά κατάλοιπα από τις σοφές καλλιεργητικές μεθόδους τους και η φύση δεν έχει χάσει ακόμα την αρχέγονη ζωντάνια της.

Συγκλονισμένη από αυτή την εμπειρία, η Τερέζα θ’ αφοσιωθεί σε σπουδές ανθρωπολογίας, γεωγραφίας, αναπτυξιακής τεχνογνωσίας. Ενώ ο πατέρας της ταξιδεύει εδώ κι εκεί ως εκπρόσωπος του κακού αμερικανικού επεμβατισμού, αυτή θα θελήσει να γίνει εκφραστής ενός καλού επεμβατισμού και θ’ αλωνίζει στις επόμενες δεκαετίες την υδρόγειο συμμετέχοντας ως εμπειρογνώμων ακτιβίστρια σε διάφορα προγράμματα αναπτυξιακής βοήθειας για τον Τρίτο Κόσμο. Το τελικό αποτέλεσμα, όμως, θα είναι και στις δύο περιπτώσεις η αποτυχία. Η Τερέζα θα συνειδητοποιήσει ότι οι τεχνοκρατικές συνταγές για την ανάπτυξη αγνοούν τις τοπικές ιδιαιτερότητες και οδηγούν μοιραία σ’ εκτρωματικές καταστάσεις. Απογοητευμένη, θα εγκαταλείψει τον πλανητικό ακτιβισμό και θα μονάσει στη γενέτειρά της.

Αλλά η «Αγρια Δύση» δεν είναι απλώς ένα κριτικό μυθιστόρημα για την ιδεολογία της ανάπτυξης. Είναι, σε βαθύτερο επίπεδο, και μια μελέτη της σύγχρονης ανθρώπινης συνθήκης. Το δίπολο Τερέζα – συγγραφέας εκφράζει δύο φαινομενικά αντίθετες όψεις της. Η Τερέζα ταξιδεύει συνεχώς ανά την υφήλιο ζώντας «ανάμεσα στους τόπους, ποτέ όμως μέσα τους». Αλλά και ο συγγραφέας, παρότι καθηλωμένος στην περιφερειακή Ελλάδα, βλέπει τον κόσμο μέσα από τις καταλυτικές επιρροές της κυρίαρχης αμερικανικής κουλτούρας, προπαντός της αμερικανικής λογοτεχνίας. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, ζει και ο ίδιος σ’ έναν μη τόπο. Από την άποψη αυτή, η συμφιλίωση των δύο αντιθέτων, που αναγγέλλεται συμβολικά στο τέλος του μυθιστορήματος με τον καρπό του έρωτα της Τερέζας και του συγγραφέα, δεν φαίνεται να σημαίνει και πολλά.

Οπως σε όλα τα προηγούμενα μυθιστορήματά του, έτσι κι εδώ ο Μοδινός καταπλήσσει τον αναγνώστη με την ικανότητά του για υποβλητικές περιγραφές φυσικών χώρων, εδώ μάλιστα από περιοχές του πλανήτη τόσο διαφορετικές όσο το Μεξικό, το Αφγανιστάν ή η Ελβετία. Οι περιγραφές αυτές δεν γίνονται με το βλέμμα του φυσιολάτρη ή του τοπιογράφου αλλά του οικοφιλόσοφου, ο οποίος πιστεύει στη βαθύτερη ενότητα της ανθρώπινης ύπαρξης με το φυσικό περιβάλλον και μελετά τις διάφορες πτυχές της. «Ασε τους χαρακτήρες και την πλοκή να μιλήσουν μέσα από τα πράγματα» λέει ο Μοδινός διά στόματος Ντον Ντελίλλο (ενός από τα πολλά ζωηρά σκιαγραφημένα πρόσωπα του μυθιστορήματος), και η ρήση αυτή θα μπορούσε να είναι η απάντηση για τις εξαντλητικές λεπτομέρειες όχι μόνο των πρώτων εκατό σελίδων αλλά ολόκληρου του βιβλίου.

Είναι γεγονός, όμως, ότι ο Μοδινός το παρακάνει. Μας βομβαρδίζει με τοπογραφικές, οικολογικές και άλλες πληροφορίες σε τέτοιες ποσότητες και τέτοια ταχύτητα που δεν προλαβαίνουμε να τις χωνέψουμε. Γενικά, έχει στα μυθιστορήματά του ένα πρόβλημα οικονομίας και θέλει να χωρέσει σ’ αυτά περισσότερα απ’ όσα αντέχει το πλαίσιό τους. Αλλά του το συγχωρούμε, γιατί ελάχιστοι έλληνες συγγραφείς έχουν να πουν τόσο πολλά και σημαντικά, ελάχιστοι έχουν τόσο πλατύ ορίζοντα.