Την Κυριακή το βράδυ έγινε το μοναδικό ντιμπέιτ για τις γερμανικές εκλογές. Σύμφωνα με τις ανταποκρίσεις, ήταν κάθε άλλο παρά κονταροχτύπημα –για εν πολλοίς άνευρο διάλογο μιλούν οι περισσότεροι. Το αποτέλεσμα, ενώπιον της γερμανικής κοινής γνώμης, ήταν ισόπαλο, παρά την ελαφρά υπεροχή του υποψηφίου των Σοσιαλδημοκρατών στα σημεία (λόγω στυλ κυρίως). Είμαστε λοιπόν στα ίδια: η Μέρκελ προηγείται σταθερά του Στάινμπρουκ. Το ερώτημα παραμένει: Ποιο θα είναι το σχήμα που θα κυβερνήσει τη Γερμανία μετά τις εκλογές της 22ας Σεπτεμβρίου; Η υποτονικότητα του ντιμπέιτ και οι χαμηλοί τόνοι είναι ίσως ένδειξη πως αμφότερες οι πλευρές καλοβλέπουν έναν νέο μεγάλο συνασπισμό στο Βερολίνο.

Η Ελλάδα και η ευρωπαϊκή κρίση «έπαιξαν» ως θέμα στο ντιμπέιτ. Οχι τόσο κεντρικά όσο διαφαινόταν τις προηγούμενες ημέρες. Ηταν εντυπωσιακή η αποστροφή Στάινμπρουκ πως «η ευρωζώνη είναι μια αναδιανεμητική ένωση, από τη στιγμή που η Γερμανία αγόρασε το πρώτο ελληνικό ομόλογο». Το μέλλον θα δείξει κατά πόσο επρόκειτο για φραστικό πυροτέχνημα, το οποίο ικανοποιεί σημειολογικά την ευρωπαϊστική πλευρά με την αναφορά και μόνον του όρου «αναδιανεμητική ένωση», ή για στροφή στην πολιτική ατζέντα. Θυμίζουμε πως, μέχρι πριν από λίγες ημέρες, η επιλογή των Σοσιαλδημοκρατών ήταν να αναδείξουν το κόστος, δυνητικό ή κρυμμένο, της ελληνικής διάσωσης, απευθυνόμενοι στα πιο συντηρητικά και αντιευρωπαϊκά αντανακλαστικά του εκλογικού σώματος. Ακόμη και ως προεκλογική ρητορική, η εξέλιξη είναι μάλλον θετική για την Ελλάδα. Φαίνεται να προδικάζει αποδοχή του ενδεχόμενου τρίτου πακέτου.

Στις τοποθετήσεις του ο κ. Στάινμπρουκ έκανε άλλο ένα άνοιγμα προς την ευρωπαϊστική πλευρά και την Αριστερά του κόμματός του. Αναγνώρισε μεν πως η δημοσιονομική εξυγίανση της Ελλάδας ήταν απαραίτητη, αλλά όχι σε «δολοφονική δόση», και ο ίδιος θα έδινε βοήθεια για την ανάπτυξη και την καταπολέμηση της ανεργίας, κυρίως των νέων. Θα ήταν ενδιαφέρον, βέβαια, αν συνέχιζε τη συλλογιστική του και κατέθετε τις εκτιμήσεις του για το ύψος των απαιτούμενων κεφαλαίων. Μάλλον δεν θα είχε καμία τύχη στις εκλογές!

Από την άλλη πλευρά, η κ. Μέρκελ, πολύ δηκτικά, επιχείρησε να καταρρίψει το επιχείρημα για την ύπαρξη άλλου δρόμου (ηπιότερη προσαρμογή, ενίσχυση ανάπτυξης) με το επιτυχημένο, απ’ ό,τι έδειξαν οι μετρήσεις: «Το θέμα είναι πώς βοηθάει κανείς.Βοηθάει με το να λυπάται για τη δύσκολη κατάσταση; Ή βοηθάει με το να προτρέπει για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις;», και επαναλαμβάνοντας την, πολύ πειστική για τη γερμανική κοινή γνώμη, παραλλαγή της αλληλεγγύης ως δρόμο διπλής κατεύθυνσης του Σόιμπλε: «Παροχές για αντιπαροχές, αλληλεγγύη και υπευθυνότητα». Απέφυγε δε τις κακοτοπιές κάνοντας γενική αναφορά στο ενδεχόμενο τρίτο πακέτο στήριξης της Ελλάδας, αγνώστου ύψους.

Το ενοχλητικό, τουλάχιστον για την Ελλάδα, είναι πως η κ. Μέρκελ ξαναέφερε σε εθνικό ακροατήριο το ζήτημα της συμμετοχής της χώρας μας στο ευρώ χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις. Το ζήτημα είναι άνευ πρακτικής σημασίας και εξυπηρετεί μόνον τις προεκλογικές σκοπιμότητες των Χριστιανοδημοκρατών, χρεώνοντας την ευθύνη για τις ενδεχόμενες επιπτώσεις της ελληνικής εκτροπής στους γερμανούς φορολογουμένους, σε προηγούμενη σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση. Σωστά ο κ. Στάινμπρουκ δεν σήκωσε το γάντι –το θέμα θα ξεχαστεί την επομένη των εκλογών.

Το γερμανικό προεκλογικό ντιμπέιτ ήταν ενδιαφέρον ως διάλογος και ανταλλαγή απόψεων. Ελάχιστη πολιτική συγκίνηση προσέφερε –μάλλον καθόλου. Οι χαμηλοί τόνοι και η σοβαρότητα της συζήτησης φέρνουν ένα αίσθημα ασφάλειας, σταθερότητας και συνέχειας στη γερμανική κοινή γνώμη, ανεξαρτήτως του εκλογικού αποτελέσματος. Πλην των φραστικών αναφορών του κ. Στάινμπρουκ, οι οποίες στο στάδιο που βρίσκονται τα προγράμματα στήριξης έχουν κυρίως ιστορική σημασία, δεν διαφαίνεται καμιά ουσιαστική ανατροπή στη γερμανική πολιτική. Το θετικό ίσως αυτού του ντιμπέιτ είναι η επαναφορά των Σοσιαλδημοκρατών, τουλάχιστον στη ρητορική τους, σε γνώριμες ευρωπαϊστικές θέσεις. Ας θυμηθούμε πως την τελευταία τριετία, συχνά, το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και ειδικά ο κ. Στάινμπρουκ είχαν καταθέσει πολιτικές πολύ συντηρητικές –ειδικά για το ελληνικό και το κυπριακό πρόβλημα. Ισως το σχόλιο των «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» προ δύο εβδομάδων, «η κ. Μέρκελ είναι η αρχηγός που θα ήθελαν να έχουν οι γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες», να μην ισχύει πια.

Ο Γιώργος Προκοπάκης είναι σύμβουλος επιχειρήσεων σε θέματα οργάνωσης και διαχείρισης πληροφοριών, πρώην καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια