Αν η μνήμη χαρίζει μια προοπτική θεατρική στα πράγματα, μ’ έναν αντίστοιχο τρόπο αναπολεί τη γενέτειρά του ο δημιουργόςτης «Λα Πουπέ»

Οταν ο εξέχων θεατρικός συγγραφέας και πεζογράφος Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης μάς έδωσε το κείμενο για τη γενέτειρά του, τις Σέρρες, σκεφτήκαμε τι θα ήταν προτιμότερο: να το παραθέσουμε αυτούσιο ή να το διανθίσουμε με κάποιες ιστορικογεωγραφικές πληροφορίες; Μέγα λάθος: μέσα στην προσωπικότερη αφήγηση υπάρχει και η ιστορία και η γεωγραφία, έστω και αν δεν ονομάζονται ρητά.

«Οι Σέρρες, η πατρίδα μου, βρίσκονται βόρεια, πολύ βόρεια∙ στο πιο βορεινό σημείο της μνήμης μου. Γεννήθηκα εκεί τον Ιούλιο του ’67 (στο κέντρο της πόλης, στην κλινική του νεαρού, τότε, ιατρού Παύλου Πολυχρονίδη) και έζησα μέχρι τα πέντε μου χρόνια, σ’ ένα διαμέρισμα κοντά στην Πλατεία Ελευθερίας.

Θυμάμαι, ας πούμε, έναν πολυσύχναστο δρόμο, τη Μεραρχίας. Σ’ αυτόν κάναμε βόλτες τ’ απογεύματα, όπως και εκατοντάδες άλλοι Σερραίοι∙ δεν είχαμε, βλέπεις, τότε τηλεοράσεις κι όλοι βγαίνανε έξω, σε βαθμό που να γίνεται το αδιαχώρητο. Να χάνει η μάνα το παιδί. Το οποίο και συνέβη στην πραγματικότητα ένα βραδάκι. Εγώ προπορευόμουν, οι γονείς με τον αδελφό μου ακολουθούσαν πίσω. Σε μια στιγμή γυρνώ το κεφάλι μου και είχαν όλοι τους εξαφανιστεί, βρισκόμουν μόνος μες στο άγνωστο πλήθος. Κατάλαβα πως τα πράγματα ήτανε σοβαρά. Με γοερά κλάματα και φωνάζοντας «μαμά, μαμά!», άρχισα ν’ ανοίγω δρόμο ανάμεσα στους πανύψηλους ανθρώπους με τα χαμογελαστά πρόσωπα –προφανώς έβρισκαν χαριτωμένο το δράμα μου. Δεν συγκρατώ στον νου τη στιγμή της επανένωσης, μόνο την αγωνιώδη αναζήτηση.

Στη Μεραρχίας υπήρχαν και κάποιοι κινηματογράφοι. Πάντα κοντοστεκόμασταν να χαζέψουμε τις αναρτημένες έξω εικόνες. Ενας απ’ αυτούς, προς το τέλος του δρόμου και πιθανότατα θερινός, πρόβαλλε συχνά (ή και αποκλειστικά) τουρκικά έργα. Η πρόσοψή του, ημικυκλική, λουζόταν σ’ ένα χρυσοκίτρινο φως. Το χρυσοκίτρινο φως σε συνδυασμό με τα έντονα μακιγιαρισμένα πρόσωπα των γυναικών στις φωτογραφίες, όλα με μια περιπάθεια στην έκφραση, δημιούργησαν μέσα μου την πρώτη, και κάπως γλυκερή, εντύπωση για την Τουρκία.

Στο άλλο άκρο, στην αρχή δηλαδή της Μεραρχίας, ίσως και πάνω στην Πλατεία Ελευθερίας, υπήρχε ένα μπουγατσατζίδικο. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των γονιών μου, δεν υπήρχε περίπτωση να βγούμε για βόλτα κι εγώ, αφού οσμιστώ τον αέρα σαν λαγωνικό, να μη ζητήσω τυρόπιτα. Μια ημέρα, δεν θα ‘μουν παραπάνω από τεσσάρων, για να σπάσουνε πλάκα προφανώς, μου έδωσαν λεφτά να ψωνίσω μόνος μου. Πήγα λοιπόν και ζήτησα μια τυρόπιτα. Ο νεαρός τυροπιτάς, πολύ σοβαρά, μου έκανε την εξής υπόδειξη: «Να μη λες τυρόπιτα, μπουρέκι να λες».

ΨΥΧΡΟΣ ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ. Το άγαλμα του Εμμανουήλ Παπά. Κατάλευκο και θεόρατο. Δεν αμφέβαλα ποτέ ότι αυτός ο μαρμαρένιος υπεράνθρωπος με τη μακριά του κάπα υπήρξε ένα σπουδαίο πρόσωπο κάποτε, «ένας πολύ καλός παπάς», που τοποθετημένος εκεί μας προστάτευε όλους. Εντούτοις, ποτέ δεν μου γεννήθηκε ένα ζεστό αίσθημα για εκείνον (όπως, ας πούμε, για τον Χριστό, το πορτρέτο του οποίου, ζωγραφισμένο άκρως νατουραλιστικά, κρεμόταν σε κάποιον τοίχο μας), ποτέ δεν τον φαντάστηκα να μου χαϊδεύει το κεφάλι ή να ψιθυρίζει μια ευχή∙ ίσως να ευθυνόταν η ψύχρα του μαρμάρου.

Πολλές φορές πηγαίναμε για εκδρομή στον λόφο του Κουλά. Εκεί υπήρχε μια μεγάλη καφετέρια, «αναψυκτήριο» θα ήταν ίσως σωστότερος όρος για την εποχή, όπου δέσποζε το μεγαλόπρεπο απομεινάρι ενός βυζαντινού καστρόπυργου. Δέος αληθινό. Η εικόνα του εντυπωμένη ολοκάθαρα. Πλήρης έλλειψη χάρης αλλά τρομερή στιβαρότης. Ταυτόχρονα είχε κάτι το παιδικό, λες κι ήταν κατασκεύασμα ενός μικρού γίγαντα που ήρθε κάποτε εδώ, εκδρομή κι αυτός, κι είπε να παίξει με τα χώματα και τα λιθάρια. Μια φορά –ορκίζομαι πως δεν είναι της φαντασίας μου αυτό –είχα φτάσει ώς τη μεγάλη θύρα του πύργου και κόλλησα το μάτι σε μια τρύπα για να κοιτάξω μέσα. Είδα τότε λοιπόν, στο κατασκότεινο εσωτερικό του, να λάμπει ένα κόκκινο φωτάκι! Ελαφρώς τρόμαξα γιατί ήταν σαν να με κάρφωσε το μάτι ενός μυθικού πλάσματος. Ο πατέρας μου, διασκεδάζοντάς το, είπε ότι θα είχε, φαίνεται, εγκαταστήσει κάποιος εκεί μέσα το πλυντήριό του. Δεν το πίστεψα. Η απορία μου για το φωτάκι δεν λύθηκε ποτέ.

Επισκέφθηκα ξανά τις Σέρρες αργότερα, αφού είχαμε πια εγκατασταθεί στην Αθήνα, μαθητής του δημοτικού ή ελάχιστα μεγαλύτερος. Τι περίεργο, ενώ ήμουν ολόκληρο παιδί, δεν έχω καμιά ανάμνηση της πόλης από το ταξίδι εκείνο. Μέσα μου ζουν μοναχά οι παλιές αισθήσεις, οι προνηπιακές. Οι Σέρρες την εποχή της δικτατορίας. Λένε για τους συγγενείς πως το αίμα νερό δεν γίνεται. Ετσι κι εγώ, μολονότι δεν έχω κανένα σύνδεσμο με τη γενέτειρά μου, δεν παύω, με συγκίνηση, να τη νιώθω δική μου πατρίδα. Ισως μια ημέρα, ποιος ξέρει, επιστρέψω για πάντα εκεί».