Πώς είναι σωστό να πηγαίνουν ο Πρωθυπουργός και οι πολιτικοί αρχηγοί κάθε Σεπτέμβριο στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης; Γρήγορα, «σαν κλέφτες», κατά την έκφραση του δημάρχου Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη; Ή να φτάνουν ακολουθούμενοι από κουστωδία υπουργών, υφυπουργών, γραμματέων και εκατοντάδων άλλων κομματικών παρατρεχάμενων, οι οποίοι θα γεμίσουν τα ξενοδοχεία της πόλης για μερικές ημέρες και τα φαγάδικα, ενδεχομένως και τα χοροπηδάδικα, αν δεν ισχύει ακόμα η ηθική διαπαιδαγώγηση την οποία έχουν υποστεί το προηγούμενο διάστημα;

Η αλήθεια είναι ότι σε περιόδους όπου η αντιπολίτευση και τα συνδικάτα προσπαθούν να βγάλουν και από τη μύγα ξίγκι, ένα ταξίδι στη Θεσσαλονίκη μιας πρωθυπουργικής κουστωδίας όπως παλιά είναι αφορμή για πάμπολλες εκδηλώσεις επαναστατικής γυμναστικής –που, ως είθισται, συχνά ξεφεύγουν από τα όρια της αγνής εκγύμνασης του φρονήματος επιδιώκοντας την κλιμάκωση της κοινωνικής έντασης. Δικαιούται ένας πρωθυπουργός να θεωρήσει περιττή αυτή την τελετουργία της αντιπαράθεσης; Στη δεδομένη συγκυρία το δικαιούται και με το παραπάνω. Δεν έχει νόημα μια πολιτική σύγκρουση που μπορεί να οδηγηθεί στα άκρα, μάλιστα για ένα έθιμο που πλέον έχει μόνο συμβολική σημασία.

Διότι αυτό είναι που έχει σημασία: η ΔΕΘ δεν είναι πια αυτό που ήταν. Δεν είναι ένα κεντρικό εμπορικό γεγονός, η ραχοκοκαλιά μιας δραστηριότητας στην οποία έπαιρναν μέρος οι εκπρόσωποι της υγιούς επιχειρηματικότητας της χώρας και πολυπληθείς ξένες αντιπροσωπείες, με εμπορικά περίπτερα εταιρειών και κρατών. Τότε είχε και παραείχε νόημα ο πρωθυπουργός να επισκέπτεται την Εκθεση, διαγράφοντας κάθε χρονιά την κατάσταση και τις προοπτικές της οικονομίας μας και, επί τη ευκαιρία, κάνοντας μια συνολικότερη πολιτική αποτίμηση.

Καθρέφτης των αλλαγών τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα, η ΔΕΘ μετατράπηκε σε χώρο όπου τα κεντρικά εκθεσιακά περίπτερα είναι υπουργείων, υπηρεσιών, ΔΕΚΟ –μέχρι και της Ελληνικής Αστυνομίας. Η βιομηχανική και εμπορική δραστηριότητά της έφτασε να καθρεφτίζει, μόνο, τον κρατισμό. Το ξέρουμε καλά πια: επί πολλά χρόνια η Ελλάδα παρήγε γραφειοκράτες, κομματικούς ακολούθους και νταραβεριτζήδες της εξουσίας.

Κατ’ αντιστοιχία αυτής της πραγματικότητας, λόγω και μιας παράδοσης που έμεινε τύπος χωρίς περιεχόμενο, η συχνά άγονη πολιτική αντιπαράθεση συνέχισε να μεταφέρεται κάθε φθινόπωρο στη Θεσσαλονίκη –ενώ, λόγω της τεχνολογικής εξέλιξης, θα μπορούσε να λαμβάνει χώρα εξ ολοκλήρου ακόμη και στο Ιντερνετ. Εν πάση περιπτώσει, είναι ώρα να πάψει η πολιτική να επικαλείται κενούς συμβολισμούς και, αν μπορεί, ας βρει να εκφράσει με ζωντάνια τις νέες δυναμικές που διαμορφώνονται στην κοινωνία, τα υπόγεια ρεύματα που φτιάχνουν την κοίτη ενός μέλλοντος αλλιώτικου. Και ας εκφυλισθούν οι τελετές του εκπεσόντος κρατισμού.