Σενάρια άμεσης συμμαχικής επέμβασης φέρνει στο προσκήνιο η επίθεση με χημικά όπλα σε προάστιο της Δαμασκού, κατά την οποία έχασαν τη ζωή τους εκατοντάδες άμαχοι, μεταξύ των οποίων πολλά παιδιά. Η αρχική υποτονική αντίδραση και τα ερωτήματα γύρω από τον δράστη της επίθεσης έδωσαν τη θέση τους στη σκλήρυνση της στάσης της Ουάσιγκτον και στην πεποίθηση ότι υπεύθυνες για τη βαρβαρότητα είναι οι καθεστωτικές δυνάμεις.

«ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ». Η χθεσινή δέσμευση του καθεστώτος ότι θα επιτρέψει στους επιθεωρητές του ΟΗΕ να επισκεφθούν την περιοχή όπου σημειώθηκε η επίθεση την περασμένη Τετάρτη έγινε δεκτή από την Ουάσιγκτον με ένα «πολύ αργά». «Αν η συριακή κυβέρνηση δεν είχε να κρύψει τίποτε και ήθελε να αποδείξει στον κόσμο ότι δεν έκανε χρήση χημικών, θα έπρεπε να είχε σταματήσει τις επιθέσεις στην περιοχή και να προσέφερε άμεση πρόσβαση στους επιθεωρητές», δήλωσε στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» αμερικανός αξιωματούχος. «Είναι πολύ αργά για να θεωρηθεί αξιόπιστη η καθυστερημένη αντίδραση του καθεστώτος», πρόσθεσε ο ίδιος.

Τα σενάρια στρατιωτικής επέμβασης ωστόσο έχουν ήδη πέσει στο τραπέζι ενώ έχουν γίνει και οι πρώτες κινήσεις. Μια επέμβαση τύπου Κόσοβο δεν αποκλείεται στην πολύ πιθανή περίπτωση που δεν ανάψει το πράσινο φως από τον ΟΗΕ. Αυτό που μένει να απαντηθεί είναι ο ακριβής τρόπος της επέμβασης.

Εκτός από τη Μόσχα, πάντως, ενστάσεις διατυπώνει και το Βερολίνο. Η Καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ εξέφρασε την άποψη διά του εκπροσώπου της ότι δεν είναι δυνατή η επίλυση της κρίσης με έξωθεν επέμβαση. «Πιστεύουμε σε μια πολιτική λύση», ήταν το μήνυμα της Καγκελαρίας. Εναντίον οποιασδήποτε επέμβασης, αν και για εντελώς διαφορετικούς λόγους, τάσσεται και η Κίνα, η οποία αναμένεται για μία ακόμη φορά να μπλοκάρει μαζί με τη Ρωσία οποιαδήποτε απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες ωστόσο έχουν αρχίσει να κινούνται σε διαφορετικό μήκος κύματος. «Οι δυνάμεις μας λαμβάνουν θέσεις ενόψει των διαφορετικών επιλογών που έχουμε», δήλωσε ο αμερικανός υπουργός Αμυνας Τσακ Χέιγκελ επιβεβαιώνοντας την πληροφορία ότι ματαιώθηκε η επιστροφή του αντιτορπιλικού «USS Mahan» στον στρατιωτικό λιμένα του Νόρφολκ προκειμένου να παραμείνουν τέσσερα πλοία του Εκτου Στόλου στη Μεσόγειο που φέρουν πυραύλους τύπου Τόμαχοκ. Επίσης, άλλα δύο πολεμικά είναι έτοιμα να αναχωρήσουν από τη βάση του ΝΑΤΟ στη Νάπολι. Οι εκατοντάδες τηλεκατευθυνόμενοι Τόμαχοκ θα μπορούσαν θεωρητικά να διαλύσουν το χημικό οπλοστάσιο της Δαμασκού. Η δεύτερη επιλογή είναι μια επίθεση από αέρος με μη επανδρωμένα αεροσκάφη, τα οποία θα απογειωθούν από τις στρατιωτικές βάσεις της Τουρκίας. Αντίθετα με την επέμβαση στο Ιράκ το 2003, οπότε η τουρκική Εθνοσυνέλευση δεν επέτρεψε στα αμερικανικά στρατεύματα να περάσουν από το έδαφος της χώρας, αυτή τη φορά η Αγκυρα θα συνέπραττε ευχαρίστως με επιμελητειακή υποστήριξη σε οποιαδήποτε στρατιωτική ενέργεια των ΗΠΑ στη Συρία.

Και ο σκόπελος της διαφωνίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ; Η απάντηση στο πρόβλημα είναι μια «ανθρωπιστική επέμβαση» χωρίς την έγκριση των Ηνωμένων Εθνών, κατά το πρότυπο της επέμβασης στο Κόσοβο. Το 1999 ένας άλλος Δημοκρατικός πρόεδρος, ο Μπιλ Κλίντον, αποφάσισε να επέμβει στην τότε σερβική επαρχία παρά την αντίδραση της Ρωσίας που στήριζε το καθεστώς Μιλόσεβιτς. Ο Κλίντον απάντησε στις ρωσικές ενστάσεις με το «δόγμα της ανθρωπιστικής επέμβασης» έχοντας στο πλευρό του διάφορες πολιτικές προσωπικότητες της ευρωπαϊκής Αριστεράς, όπως ο Γερμανός Γιόσκα Φίσερ και ο Ιταλός Μάσιμο ντ’ Αλέμα. Το προηγούμενο του Κοσόβου θα νομιμοποιούσε την επέμβαση και σε ένα παρόμοιο πλαίσιο: τότε ήταν οι άμαχοι Κοσοβάροι που έπρεπε να προστατευθούν από την εθνοκάθαρση του Μιλόσεβιτς, σήμερα είναι οι άμαχοι Σύροι που πρέπει να προστατευθούν από τα χημικά του Ασαντ, η χρήση των οποίων απαγορεύεται ρητώς από όλες τις διεθνείς συνθήκες.

Οι υπέρ και οι κατά σήμερα είναι, περίπου, οι ίδιοι. Η Ρωσία υποστηρίζει ότι πρέπει να αποφευχθεί ακόμη ένα Ιράκ, δηλαδή μια κατάσταση χάους μετά την πτώση του καθεστώτος. Η Γαλλία και η Βρετανία, από την πλευρά τους, φαίνεται να στέκονται σθεναρά στο πλευρό της Ουάσιγκτον. Το Λονδίνο συντάσσεται με την Ουάσιγκτον στη γραμμή τού «πολύ αργά». «Πρέπει να είμαστε ρεαλιστές σχετικά με το τι μπορεί να επιτύχουν τώρα οι επιθεωρητές του ΟΗΕ», δήλωσε ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών Γουίλιαμ Χέιγκ. «Το πιθανότερο είναι ότι τα περισσότερα στοιχεία έχουν καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς που ακολούθησαν», πρόσθεσε. Ο γάλλος Πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ συνομίλησε με τον αμερικανό ομόλογό του Μπαράκ Ομπάμα, για να συμφωνήσουν στην εκτίμηση ότι η χρήση των χημικών έγινε από το καθεστώς. Οι δυο τους «συμφώνησαν να παραμείνουν σε στενή επαφή ώστε να υπάρξει κοινή απάντηση σε αυτή την ωμότητα χωρίς προηγούμενο», αναφέρεται σε ανακοίνωση του Μεγάρου των Ηλυσίων. Ο γάλλος υπουργός Εξωτερικών Λοράν Φαμπιούς ήταν ακόμη πιο κάθετος. «Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία σχετικά με το ποιος έχει την ευθύνη για την επίθεση», δήλωσε.

Η ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ. Σε κάθε περίπτωση, ο αμερικανός Πρόεδρος έχει ακόμη ένα εμπόδιο να ξεπεράσει –εσωτερικής φύσεως αυτή τη φορά: ποσοστό της τάξεως του 60% στις Ηνωμένες Πολιτείες τάσσεται κατά οποιασδήποτε επέμβασης στον εμφύλιο της Συρίας, ενώ υπέρ της ανάληψης στρατιωτικής δράσης τάσσεται μόλις το 9%. Η πιθανή χρήση των χημικών ενισχύει το ρεύμα υπέρ της δράσης, το οποίο όμως δεν γίνεται σε καμία περίπτωση πλειοψηφικό. Οπως τονίζουν αναλυτές, πάντως, η χημική επίθεση υποχρεώνει την Ουάσιγκτον να αποδείξει ότι διαθέτει ακόμη την ισχύ και το κύρος μιας υπερδύναμης όχι μόνο στην περιοχή αλλά σε ολόκληρο τον πλανήτη. Η αμερικανική αδράνεια θα μπορούσε να εκληφθεί ως σημάδι αδυναμίας και να δώσει την αίσθηση μιας επερχόμενης αλλαγής στην ισορροπία δυνάμεων. Από αυτή την άποψη, δεν πρέπει να αποκλείεται η ρίψη έστω και ενός Τόμαχοκ εν είδει προειδοποιητικής βολής. Το προηγούμενο σε αυτή την περίπτωση προσφέρει το Σουδάν.

Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ

«Οχι» από τη Μόσχα

Εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών κάλεσε την Ουάσιγκτον να αναμένει τα αποτελέσματα των ερευνών. «Οι συνέπειες για τη Συρία και την περιοχή θα ήταν καταστροφικές», είπε ο εκπρόσωπος.