Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να σου προκύψει σε ένα γύρισμα και πολλές μυθικές ταινίες συνοδεύονται από επίσης μυθικά περιστατικά που συνέβησαν πίσω από τις κάμερες. Η σειρά αρχίζει με μια από τις σημαντικότερες κωμωδίες της χολιγουντιανής ιστορίας, τη «Μερικοί το προτιμούν καυτό» του Μπίλι Γουάιλντερ

Ο Μπίλι Γουάιλντερ άφησε το Βερολίνο όταν το ναζιστικό κόμμα άρχισε να παίρνει το πάνω χέρι. Εβραϊκής καταγωγής, γεννημένος στην Αυστρία και ήδη επιτυχημένος σεναριογράφος, αποφασίζει να μεταναστεύσει στο Παρίσι, όπου και κινηματογραφεί το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ονόματι «Mauvaise Graine» («Κακός σπόρος» σε μετάφραση εκ του προχείρου). Η ταινία βγαίνει στις αίθουσες το 1934. Ο Γουάιλντερ όμως έχει εγκαταλείψει ήδη το Παρίσι για το λαμπερό Χόλιγουντ. Το 1939, γράφει για τον Ερσεντ Λιούμπιτς το σενάριο του «Νινότσκα» με την Γκρέτα Γκάρμπο. Μεγάλο σουξέ η ταινία, μεγάλη η επιτυχία και για τον ίδιο που σύντομα μεταπηδά στην καρέκλα του σκηνοθέτη, υπογράφοντας μερικά πετυχημένα φιλμ νουάρ (όπως το «Διπλή ταυτότητα» του 1944) όπως και κάποιες πιασάρικες κωμωδίες –ανάμεσα τους, το «Επτά χρόνια φαγούρα» του 1955. Πρωταγωνίστρια, η Μέριλιν Μονρόε.

Το 1958 φτάνει στο σπίτι της οικογένειας Μίλερ το σενάριο του «Μερικοί το προτιμούν καυτό». Είναι η περίοδος του γάμου της Μονρόε με τον θεατρικό συγγραφέα Αρθουρ Μίλερ που έχει αναλάβει και την καριέρα της συζύγου του, και όπως ήταν αναμενόμενο, δεν δίνει την έγκριση του. «Ο ρόλος που σου δίνουν είναι μικρός και ο χαρακτήρας είναι μια από τα ίδια, και εννοώ τα ίδια που αποφεύγουμε εδώ και δύο χρόνια!» της λέει. Η καριέρα της Μέριλιν όμως χρειαζόταν κάποια βοήθεια. Ο άνδρας της έγραφε ένα «σοβαρό» σενάριο για την ίδια, η ολοκλήρωσή του όμως καθυστερούσε μήνα με τον μήνα, χρόνο με τον χρόνο (το σενάριο γυρίστηκε τελικά το 1961 από τον Τζον Χιούστον με τον τίτλο «Οι αταίριαστοι» –ήταν ο τελευταίος της ρόλος). Ετσι, θέλοντας και μη, η Μονρόε αποφάσισε να πει το ναι και να ξαναδουλέψει με τον Μπίλι Γουάιλντερ, για τον οποίο άλλωστε είχε να πει τα καλύτερα.

Οχι όμως και ο ίδιος. «Ηταν εξαιρετικά δύσκολη. Της έλεγες, «σε περιμένω στις 9 το πρωί», και έφτανε στο σετ στις 5 το απόγευμα λέγοντας «με συγχωρείτε, ξέχασα τον δρόμο για το στούντιο» –και μιλάμε για το στούντιο στο οποίο εργαζόταν εδώ και 7 χρόνια. Μετά όμως έβλεπες τι είχατε τραβήξει μαζί και έμενες άφωνος. Δεν ξέρω αν καν η ίδια το γνώριζε, αλλά η ακτινοβολία που εξέπεμπε στην οθόνη ήταν κάτι το αμίμητο. Κανείς δεν θα μπορούσε να το κάνει όπως αυτή –και πολλές προσπάθησαν», έλεγε ο σκηνοθέτης σε μια από τις ελάχιστες μακροσκελείς συνεντεύξεις του.

Ο επόμενος στη λίστα ήταν ο Τόνι Κέρτις, παρότι η απόφαση για τον ίδιο ήταν σχετικά εύκολη. «Συνάντησα τον Γουάιλντερ σε ένα πάρτι και μου είπε πως ετοίμαζε μια νέα ταινία και θα ήθελε να πρωταγωνιστήσω. Του είπα, φυσικά, ναι. Μου λέει, «δεν θέλεις να μάθεις περί τίνος πρόκειται;». Του λέω «όχι, θα παίξω ό,τι και να ‘ναι». Τελικά, ο Γουάιλντερ μου εξήγησε πως θα έπρεπε να ντυθώ με γυναικεία ρούχα. Δίχως να το σκεφτώ πολύ, του είπα πως δεν είχα πρόβλημα». Τελικά ο Κέρτις άργησε να συνηθίσει τα τακούνια –σε αντίθεση με τον συμπρωταγωνιστή του, τον υπέροχο Τζακ Λέμον, που μπήκε αμέσως στο πετσί του ρόλου.

Στο σενάριο, οι Τόνι Κέρτις και Τζακ Λέμον, άφραγκοι μουσικοί στο Σικάγο του 1929 γίνονται μάρτυρες ενός ξεκαθαρίσματος λογαριασμών της Μαφίας, γνωστό στην ιστορία του εγκλήματος ως «Σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου» –ένα αληθινό συμβάν εδώ σερβίρεται μοναδικά σε σατιρικό περιτύλιγμα. Η φυγή τους από το Σικάγο μοιάζει επιτακτική και καθώς δεν έχουν καθόλου χρήματα αποφασίζουν να πιάσουν δουλειά σε μια μουσική ορχήστρα που θα τους εξασφάλιζε τουλάχιστον την ασφαλή –και δωρεάν –μετάβαση στη Φλόριδα. Το πρόβλημα ήταν ότι η ορχήστρα είναι γυναικεία και πρέπει να μεταμφιεστούν σε γυναίκες.

Το πραγματικό πρόβλημα

όμως είναι η Μέριλιν

Οι καθυστερήσεις στο σετ δεν έσπαγαν τα νεύρα μόνο του Γουάιλντερ (που, ως σκηνοθέτης, ήθελε να έχει τον έλεγχο της κατάστασης) αλλά και των παραγωγών: κάθε ώρα καθυστέρησης της Μέριλιν Μονρόε κόστιζε στην παραγωγή 7.000 δολάρια. Αφήστε δε που όταν η Μονρόε έφτανε στο σετ, κανείς δεν ήξερε ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα.

«Οταν θυμόταν τις ατάκες της, ήταν τέλεια. Αργούσε συνέχεια κι εγώ κατάπινα την υπερηφάνεια μου επειδή, όταν ερχόταν, δούλευε σκληρά. Το θέμα ήταν σε ποια ψυχολογική κατάσταση θα έφτανε στο σετ».

Ο Μπίλι Γουάιλντερ κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «Μερικοί το προτιμούν καυτό» δεν ήταν μόνο σκηνοθέτης. Ηταν επίσης ο προσωπικός σύμβουλος γάμου/γελωτοποιός/γκουρού της, γιατί αλλιώς η πεντάμορφη σταρ δεν μπορούσε να αποδώσει. Ειδικά όταν ο άνδρας της την επισκεπτόταν στα πλατό και άρχιζαν οι μεταξύ τους καβγάδες. Δεν ήταν μυστικό πως δεν ήταν όλα ρόδινα στη σχέση τους. «Επιτέλους γνώρισα κάποιον που την αντιπαθούσε περισσότερο κι από εμένα», είχε πει μια φορά ο Γουάιλντερ για τον τότε σύζυγό της, δήλωση για την οποία θα μετάνιωνε στη συνέχεια.

Γιατί στις 12 Σεπτεμβρίου 1958 η Μέριλιν παίρνει μια μεγάλη δόση υπνωτικών χαπιών και τα κατεβάζει με ουίσκι. Είχε προηγηθεί άλλος ένας καβγάς με τον Αρθουρ Μίλερ, αυτή τη φορά τηλεφωνικός. Οι παραγωγοί προσπαθούν να καλύψουν όπως όπως τι έχει συμβεί, η σταρ άλλωστε είχε σωθεί μόλις την τελευταία στιγμή. «Υπερκόπωση», είναι η επίσημη δικαιολογία που δίνεται στον Τύπο. Δύο εβδομάδες μετά και με την εκ νέου άφιξη του Μίλερ στα πλατό, η Μονρόε ήταν έγκυος. Και τότε, η συμπεριφορά της έγινε πραγματικά εχθρική. Τα δε μπινελίκια που εκτοξεύονταν στο άμοιρο συνεργείο θα έκαναν κι έναν νταλικέρη να κοκκινίσει από ντροπή.

Η Μέριλιν πλέον μπορούσε να μπερδευτεί και με την πιο απλή ατάκα. «It’s me, Sugar» έπρεπε απλώς να πει σε μια απλή σεκάνς και μπέρδευε τις λέξεις μεταξύ τους (δεν ήταν δα και πολλές) για πενήντα έξι (56) συνεχείς λήψεις. Ο Γουάιλντερ γέμισε τα σημεία που δεν τα έπιανε η κάμερα με χαρτόνια όπου πάνω τους αναγραφόταν η επίμαχη ατάκα –και πάλι δεν κατόρθωσαν να τελειώσουν τη σκηνή. Στο τέλος, ο σκηνοθέτης της λέει «μην ανησυχείς, θα λύσουμε το πρόβλημα στο μοντάζ». «Να ανησυχώ για τι πράγμα; Ποιο πρόβλημα;», του αποκρίνεται με αφοπλιστική αθωότητα.

Η απέχθεια της Μονρόε για τον χαρακτήρα της χαζής ξανθιάς, που μια ζωή ενσάρκωνε, η εγκυμοσύνη της, η ανασφάλεια για την εμφάνισή της και τα προβλήματα με τον Αρθουρ Μίλερ την είχαν μετατρέψει, σύμφωνα με τον Γουάιλντερ, «σε αίνιγμα χωρίς λύση».