Τελικά, ο τρόπος που μιλάμε για τη Θεσσαλονίκη είναι σαν να μιλάμε για μια πόλη «μυστική», κάτι που δεν φαίνεται να συμβαδίζει με την πανθομολογούμενη εξωστρέφειά της και με τον ιδιότυπο κοσμοπολιτισμό της. Ιδιότυπος γιατί φαίνεται να ευνοήθηκε από ιστορικές συγκυρίες και έτσι, προθάλαμος η ίδια στο παρακείμενο Αγιον Ορος, έχει συναινέσει στις πολυτελείς ξενοδοχειακές μονάδες στο πρώτο «πόδι» της Χαλκιδικής, συνδυάζοντάς τες με την ψηλαφίσιμη αμαρτία στη νυχτερινή ζωή της ίδιας της πόλης, αλλά και στα βυζαντινά της μνημεία. «Τυλιγμένα» μάλιστα τα τελευταία κατά τη διάρκεια της ημέρας σε μια έντονη μυρωδιά από τσουρέκι που ψήνεται, ενώ λίγα μέτρα πιο κάτω ανοίγεται η θάλασσα την οποία η πρωινή αλλά συχνά και η απογευματινή ομίχλη τη μεταβάλλουν σε μια ανεξερεύνητη υπόσχεση. Με λίγα λόγια, ένα κλίμα κατάλληλο για να αναπτυχθεί και να μεγαλουργήσει κάθε ρεύμα και τάση στη λογοτεχνία, με αποτέλεσμα το corpus της λογοτεχνικής Ελλάδας, σε περίπτωση που είχε λείψει η παραγωγή των δημιουργών της Θεσσαλονίκης, θα υπήρχε κατά το ήμισυ σχεδόν. Εξάλλου, δεν είναι λίγοι οι «δικοί» της ποιητές που την έχουν απαθανατίσει με τα ποιήματά τους, από τον «πολιτικό» Μανόλη Αναγνωστάκη (με το αλησμόνητο, το γραμμένο μέσα στη χούντα, ποίημά του «Θεσσαλονίκη – Μέρες του 1969 μ.Χ.») ώς τη «μεταφυσική» Ζωή Καρέλλη και τον «παραδοξολόγο» αδελφό της Ν. Γ. Πεντζίκη. Αλλά και τον μη Θεσσαλονικιό Νίκο Καββαδία, τον περίφημο Μαραμπού, ο οποίος της έχει αφιερώσει ένα εξαίσιο ποίημά του, με τον τίτλο ακριβώς «Θεσσαλονίκη».

Είκοσι οκτώ χρόνια από τον θάνατο του Γιώργου Ιωάννου (πέθανε τον Φεβρουάριο του 1985), αξίζει να θυµηθούµε µαζί τη Θεσσαλονίκη του και τον ίδιο ως άνθρωπο. Εναν άνθρωπο συνεσταλµένο, σχεδόν δειλό, ο οποίος όµως στην τέχνη του υπήρξε εξαιρετικά τολµηρός – συχνά και προκλητικός. Αν και εκπαιδευτικός, καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση, καταπιάστηκε µε εγχειρήµατα που θα µπορούσαν να τον στιγµατίσουν και να χάσει τη δουλειά του – το καµάρι του για τη µετάφραση της «Παλατινής Ανθολογίας» ήταν όσο και για τα πρωτότυπα έργα του («Για ένα φιλότιµο», «Επιτάφιος θρήνος», «Πολλαπλά κατάγµατα»). Χρειαζόταν πραγµατικά τεράστια τόλµη για να συνθέσει ένα έργο το οποίο προκαλεί ρίγος ακριβώς επειδή ο δηµιουργός του θέτει τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων όχι θεωρητικά ή φιλοσοφικά, αλλά έµπρακτα, µιλώντας απροσχηµάτιστα για πρόσωπα και πράγµατα της «µικρής του πόλης».