«Μέσα στις βιτρίνες υπάρχουν μερικές που προτιμούν τον εξοπλισμό του ακαδημαϊκού ερωτισμού: ζαρτιέρες, κάλτσες, ψηλές μπότες, φτηνιάρικα εσώρουχα, στα οποία οι αντανακλάσεις που φωσφορίζουν προσδίδουν μια χροιά πιο ραφινάτη. Αρκετές επιλέγουν περιβολή παραλίας, που δείχνει ακόμη πιο παράταιρη όσο η βροχή μαστιγώνει τους πεζούς και τα παρμπρίζ έξω από το τζάμι της βιτρίνας. Τα μαγιό, πολύ αποκαλυπτικά, ακτινοβολούν στο σκοτάδι με καλιφορνέζικες αποχρώσεις, με χτυπητά ροζ, με απαστράπτοντα πορτοκαλί, με γαλάζια ελεκτρίκ. Οι προβολείς με το υπεριώδες φως σκουραίνουν τις πιο γαλακτερές επιδερμίδες, εντείνουν την αίσθηση ότι παρακολουθείς τη διαδικασία ζευγαρώματος κάποιου φανταχτερού είδους το οποίο η φύση –παρότι ελάχιστα φειδωλή σε χρωματικές εξάρσεις –δεν θα είχε το θάρρος να δημιουργήσει».

Η έκθεση της σάρκας των κοριτσιών δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των μπουρδέλων του Αμστερνταμ. Το 1984 στους δαιδαλώδεις κακόφημους δρόμους γύρω από τον σταθμό Γκαρ ντι Νορ των Βρυξελλών «μια αλλόκοτη Disneyland ακατάλληλη για ανηλίκους» είναι εγκατεστημένη σε ετοιμόρροπα κτίρια, τα οποία οφείλουν την προσωρινή επιβίωσή τους στην πρώτη πετρελαϊκή κρίση. Από παντού ξεχύνεται μουσική, οι βιτρίνες με το ζωντανό εμπόρευμα λάμπουν τις σκοτεινές νύχτες κάτω από φώτα νέον.

Οδός ντε Κρουαζάντ. Οδός ντι Μαρσέ. Οδός Ματεούς. Οδός Ντε λα Μπιενφεζάνς. Στους δρόμους αυτούς διαδραματίζεται το πρώτο μυθιστόρημα του βέλγου δημοσιογράφου Φρανσουά Βιρτς «Οι σειρήνες της Αλεξάνδρειας», ένα καθαρόαιμο πολάρ, όπως λέγονται τα μυθιστορήματα του γαλλικού νουάρ με σαφείς ιδεολογικοπολιτικές αναφορές που άρχισαν να εκδίδονται μετά τον Μάη του 1968. Ο συγγραφέας θέτει σύγχρονα πολιτικά ζητήματα, όπως η συνεχής αντιπαλότητα Φλαμανδών και Βαλλόνων, η άνοδος της Ακροδεξιάς και η έξαρση του εθνικισμού, τα οποία όμως έχουν τις ρίζες τους στο παρελθόν καθώς συνδέονται άμεσα με τις διώξεις των Εβραίων και τη δράση βέλγων δωσίλογων –συνεργατών των Ναζί κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τους αντίστοιχους γάλλους δωσίλογους.

Το μυθιστόρημα, το οποίο έχει τιμηθεί με το Βραβείο Saga Café, ξεκινά ως θρίλερ, σύντομα όμως αρχίζουν οι πολιτικές αναφορές. Το 1984, χρονιά κατά την οποία εκτυλίσσεται η ιστορία του Βιρτς, το Βέλγιο πλήττεται από την οικονομική κρίση, εργοστάσια κλείνουν, δημόσια έργα εγκαταλείπονται, η ανεργία καλπάζει.

Κεντρικός ήρωας είναι ο 25χρονος δημοσιογράφος Αντουάν Νταγέζ που δουλεύει σε μια λαϊκή ημερήσια εφημερίδα, αν και θα ήθελε κάτι πιο σοβαρό. Χαλαρώνει ακούγοντας Τζίμι Χέντριξ, Cream, Iron Butterfly και Led Zeppelin, ενδιαφέρεται για την αρχιτεκτονική, λατρεύει την αρ νουβό και αφιερώνει πολλές ώρες στην αποκατάσταση ενός ψηφιδωτού στο χολ του σπιτιού του.

Εντελώς αναπάντεχα ανακαλύπτει ότι έχει κληρονομήσει από τον παππού του ένα παλιό κτίριο στη γωνία της οδού Ντε λα Μπιενφεζάνς στο οποίο στεγάζεται η «Αλεξάνδρεια», ένα ξεπεσμένο μπαρ – πορνείο. Η Μεμέ Ταρτίν, η ηλικιωμένη βοηθός των κοριτσιών που εργάζονται στην «Αλεξάνδρεια», βρίσκεται άγρια δολοφονημένη στις γραμμές του τρένου και ο Αντουάν με τον διπλό ρόλο του κληρονόμου και του αστυνομικού ρεπόρτερ αρχίζει να ερευνά την υπόθεση. Νεοναζιστές επιτίθενται στο μπαρ και το κάνουν γυαλιά-καρφιά, απειλούν και τραυματίζουν την Γκιντίλ, την πατρόνα της «Αλεξάνδρειας» που κατάγεται από την Αίγυπτο, εξού και το όνομα του μπαρ.

Μέλη ομάδων από τον χώρο της φλαμανδικής εθνικιστικής Ακροδεξιάς εμφανίζονται επίσης και ζητούν επίμονα –και βίαια –από τον Αντουάν κάποια έγγραφα τα οποία ισχυρίζονται ότι είχε ο παππούς του, ενώ ο νονός της περιοχής προσφέρει την προστασία του στον νεαρό δημοσιογράφο. Εκπληκτος ο Νταγέζ προσπαθεί να μάθει ποιος ήταν στην πραγματικότητα ο παππούς του, για τον οποίο διατηρεί μια εξιδανικευμένη ανάμνηση. Είναι δυνατόν ο ευγενικός και πλούσιος Μόριτς Νταγέζ, που έστελνε τον οδηγό του με τη δωδεκακύλινδρη Τζάγκουαρ να τον πάρει από το σχολείο, που αγαπούσε την ποίηση και του έδινε επίμονα να πιει γάλα με φράουλες, να ήταν μπλεγμένος με τους φλαμανδούς εθνικιστές; Η έρευνά του θα τον οδηγήσει σε καλά κρυμμένα οικογενειακά μυστικά και ψέματα. Δίπλα του θα είναι συνεχώς ο καθηγητής Ιστορίας Πιοτρ Μπογκντάνοβιτς, ο σκληροτράχηλος επιθεωρητής Μαρσιάλ Σεντρόν και οι σειρήνες –τα κορίτσια της «Αλεξάνδρειας», κυρίως η Σονιά, την οποία ο Αντουάν ερωτεύεται.