«Μουσείο του εαυτού του» χαρακτηρίστηκε από πολλούς και σύμφωνα με τους ειδικούς όχι άδικα. Η εξέλιξη της νεότερης ελληνικής Ιστορίας, της τέχνης και της αρχιτεκτονικής διασταυρώνονται στο κτίριο της οδού Μαυρομιχάλη και στον αριθμό 6, στην καρδιά της Αθήνας. Κι αυτό γιατί το 1882 ο πατέρας του νεοκλασικισμού στην Ελλάδα, ο γερμανός αρχιτέκτονας Ερνέστος Τσίλλερ αγόρασε το συγκεκριμένο οικόπεδο προκειμένου σε εκείνη την ανερχόμενη μεγαλοαστική συνοικία του κέντρου να χτίσει το σπίτι όπου θα ζούσε με τη σύζυγο του Σοφία Δούδου και τα παιδιά τους.

Η ανέγερσή του ολοκληρώθηκε το 1885. Σύμφωνα με τους ειδικούς, το κτίριο αποτελεί «αντιπροσωπευτικό παράδειγμα των κλασικιστικών τάσεων που επικράτησαν στον αστικό ελληνικό χώρο κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και των οποίων ο κύριος εκφραστής είναι ο ιδιοκτήτης του Ε. Τσίλλερ».

Στο εξωτερικό του ξεχώριζαν οι κεφαλές Καρυατίδων, γύψινα στολίδια και ζωγραφιές, ψηφιδωτές και μαρμάρινες λεπτομέρειες. Η ζωγραφική διακόσμηση της οικίας ανήκει στον Σλοβένο Γιούρι Σούμπιτς, ο οποίος είχε επίσης ζωγραφίσει το Μέγαρο Σλήμαν.

Στο εσωτερικό της διώροφης οικίας Τσίλλερ, οι χώροι υποδοχής βρίσκονταν στον πρώτο όροφο. Εκεί η σύζυγος του γερμανού αρχιτέκτονα και κόρη του κοζανίτη εμπόρου Κωνσταντίνου Δούδου διοργάνωνε εσπερίδες πνευματικού και καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος. «Ολη η καλή κοινωνία της εποχής, εξέχουσες προσωπικότητες από την πολιτική και καλλιτεχνική ζωή του τόπου πέρασαν από εκεί» επιβεβαιώνει η διευθύντρια του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου (ΒΧΜ) δρ Αναστασία Λαζαρίδου.

Στον δεύτερο όροφο υπήρχαν πέντε υπνοδωμάτια με εσωτερική επικοινωνία και ένα λουτρό. Στο υπερυψωμένο υπόγειο στεγάζονταν το μαγειρείο και άλλοι βοηθητικοί χώροι, ενώ στην πίσω πλευρά του κτιρίου η θέα προς την Ακρόπολη ήταν μαγευτική.

Η ΑΓΟΡΑ. Μεταξύ άλλων σημαντικών προσωπικοτήτων της εποχής, στην οικία Τσίλλερ συχνά ήταν καλεσμένος ο οικονομολόγος και τραπεζίτης Διονύσιος Λοβέρδος. Καταγόμενος από αριστοκρατική οικογένεια της Κεφαλονιάς, ήταν ένα από τα ιδρυτικά στελέχη και διοικητής της Λαϊκής Τράπεζας. Σύμφωνα με το αρχείο του ΒΧΜ, το 1912 ο Δ. Λοβέρδος αγόρασε το σπίτι έναντι 115.000 δραχμών από τη Γενική Εταιρεία Γενικών Ασφαλειών «η Εθνική», στην οποία είχε περιέλθει το ακίνητο λόγω αναγκαστικού πλειστηριασμού. Μάλιστα ο Δ. Λοβέρδος, προχώρησε σε κάποιες αναμορφώσεις του χώρου προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως κατοικία.

Υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχου, δύο νέα κτίσματα προς από την πλευρά της εσωτερικής αυλής και την πλευρά του διαδρόμου που οδηγεί στην οδό Ακαδημίας προστέθηκαν στην οικία. Ακολούθησαν αλλαγές στο εσωτερικό του κτιρίου που παράλλαξαν το νεοκλασικό στυλ του, ενώ αργότερα προστέθηκε και τρίτος όροφος. Στα τέλη της δεκαετίας του ’20, κατόπιν παραγγελίας του Δ. Λοβέρδου, ο Αριστοτέλης Ζάχος έχτισε στην αυλή της οικίας ένα παρεκκλήσι.

«Ο Λοβέρδος ήταν μία ευρηματική φυσιογνωμία, φιλότεχνος και συλλέκτης έργων εκκλησιαστικής τέχνης» λέει η διευθύντρια του ΒΧΜ. Γι’ αυτό άλλωστε ο τραπεζίτης στο κτίριο της Μαυρομιχάλη, εκτός από την οικία του, στέγασε και τη μεγάλη συλλογή μεταβυζαντινής τέχνης που διέθετε. «Μετέτρεψε ένα τμήμα του Μεγάρου σε μουσείο. Κατελάμβανε 12 αίθουσες και είχε είσοδο από την οδό Ακαδημίας» λέει η κ. Λαζαρίδου. Μάλιστα στους χώρους που προορίζονται για μουσειακή χρήση οι τοίχοι επενδύθηκαν με τέτοιο τρόπο –ξυλόγλυπτα, ψηφιδωτά, μωσαϊκά δάπεδα –ώστε να θυμίζουν εκκλησιαστικό περιβάλλον προκειμένου να βρίσκονται σε αρμονία με τα βυζαντινά εκθέματα.

ΕΚΡΗΞΗ ΜΟΥΣΕΙΩΝ. «Είναι σημαντικό ότι το 1930 μαζί με το ΒΜΧ, στο Μέγαρο Ιλισίων, ανοίγει και το Μουσείο Λοβέρδου. Αυτές οι προσπάθειες εντάσσονται σε ένα κίνημα που στόχο είχε να παρουσιαστούν τα πρώτα μουσεία στον κόσμο. Περίπου τότε, ανοίγει και ο Μπενάκης τις πύλες του προς το κοινό. Επρόκειτο για μία έκρηξη δραστηριοτήτων των μουσείων και μία τάση εξωστρέφειας ώστε να γίνουν γνωστά στον κόσμο» εξηγεί η κ. Λαζαρίδου.

Μέγαρο Τσίλλερ – Λοβέρδου

(Μαυρομιχάλη 6, Αθήνα )

– Οικοδομήθηκε το 1885

– Αποτέλεσε την οικία του Ερνέστου Τσίλλερ

– Το 1912 πουλήθηκε σε πλειστηριασμό έναντι 115.000 δραχμών στον τραπεζίτη Διονύσιο Λοβέρδο

– Εχει κηρυχθεί διατηρητέο από το 1981

– Το 1993 το μεγαλύτερο τμήμα του πέρασε στο υπουργείο Πολιτισμού και στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο