Στο νούμερο 142 της οδού Μονμάρτη στο Παρίσι βρισκόταν το 1898 η έδρα του περιοδικού «L’ autore» όταν ο Εμίλ Ζολά έστειλε την επιστολή του απευθυνόμενος προς τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Φέλιξ Φορ για να υπερασπιστεί την αθωότητα του Αλφρεντ Ντρέιφους που είχε κατηγορηθεί για κατασκοπεία. Εναν αιώνα αργότερα, το ίδιο κτίριο που κατασκευάστηκε το 1883 από τον αρχιτέκτονα Φέρντιναντ Μπαλ και διακοσμήθηκε εξωτερικά με αγάλματα Καρυατίδων, προσφέρει στέγη σε έναν εξίσου εναλλακτικό χώρο. Εκεί λειτουργεί το Silencio, το νυχτερινό κλαμπ που ανήκει στον αμερικανό ζωγράφο, κινηματογραφιστή, φωτογράφο και μουσικό Ντέιβιντ Λιντς.

Πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία του χώρου που χρησιμεύει παράλληλα και ως ένα εναλλακτικό πολιτιστικό κέντρο, ήταν –τι άλλο; –το ομώνυμο μαγαζί που παρουσιάζεται στην ταινία του «Mulholland drive». Αν και το ωράριο λειτουργίας προβλέπει ότι οι πόρτες ανοίγουν καθημερινά στις επτά το απόγευμα, η είσοδος στο κοινό επιτρέπει από τα μεσάνυχτα και μετά, μέχρι τις έξι το πρωί. Οπως αναγράφεται και στη σελίδα του στο Διαδίκτυο, «μέχρι τις 12 η πρόσβαση στους χώρους του επιτρέπεται μόνο στα μέλη και στους καλεσμένους τους, που μπορούν να παραβρεθούν σε συναυλίες, προβολές ταινιών και άλλες εκδηλώσεις».

Στο Silencio, το μαγαζί επιλέγει τους πελάτες του και όχι οι πελάτες εκείνο. Γι’ αυτό και ο γεροδεμένος νεαρός, ντυμένος στα ολόμαυρα με το πολύ αυστηρό ύφος, τσεκάρει προσεκτικά τα ονόματα των προσώπων που μπορούν να εισέλθουν. Και όπου χρειάζεται ρίχνει… πόρτα. Ο μόνος σίγουρος τρόπος για να μπορέσει να απολαύσει κάποιος τα πρωτότυπα κοκτέιλ του μπαρ, αξίας 18 ευρώ και άνω, είναι να γίνει μέλος. Θα χρειαστεί όμως να βάλει πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη. Η ετήσια συνδρομή κοστίζει 840 ευρώ και καταβάλλεται σε μηνιαίες δόσεις των 70 ευρώ. Τα premium μέλη πληρώνουν 1.620 ευρώ ετησίως ή 135 τον μήνα. Οι νέοι κάτω των 30 ετών και οι μόνιμοι κάτοικοι του εξωτερικού έχουν το δικαίωμα μειωμένης συνδρομής, που ανέρχεται στα 420 ευρώ τον χρόνο ή 35 μηνιαίως.

Αν κάποιος καταφέρει να εξασφαλίσει το μαγικό πάσο και περάσει τον έλεγχο στην είσοδο, στο πρώτο του βήμα θα πάρει μια ιδέα από το κλίμα που επικρατεί στο κλαμπ: λίγο φως, κομψός διάκοσμος και πολύ μυστήριο. Ο επισκέπτης αφού κατέβει τα 46 σκαλοπάτια και περάσει τον σκοτεινό διάδρομο που φωτίζεται μόνο από τα σποτ που αναδεικνύουν τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Πάολο Πελεγκρίνι, βρίσκεται στον κυρίως χώρο του μαγαζιού.

Τα πάντα συμβαίνουν πολύ ήσυχα εκεί. Το προσωπικό αθόρυβα κινείται στον χώρο και οι λιγοστοί πελάτες φροντίζουν να διασκεδάζουν με διακριτικότητα. Γι’ αυτό και όποιος βρίσκεται στην αίθουσα ανάγνωσης στα αριστερά του μπαρ δεν θα αντιμετωπίσει ιδιαίτερο πρόβλημα συγκέντρωσης. Αντίθετα, ίσως και να πονέσουν τα μάτια του αφού το φως που βγαίνει από τις αρ ντεκό λάμπες είναι λιγοστό και δεν ξεχωρίζουν καλά καλά οι τίτλοι των βιβλίων για την τέχνη και την αρχιτεκτονική που είναι τοποθετημένα στις ραφιέρες.

Δίπλα, βρίσκεται η αίθουσα καπνιστών που διαχωρίζεται από τον υπόλοιπο χώρο με κρυστάλλινες πόρτες, ενώ οι ξύλινες κατασκευές που φτάνουν στην οροφή είναι άλλοτε σκαλιστές και άλλοτε ζωγραφιστές. Η τρίτη αίθουσα είναι αφιερωμένη στις εκθέσεις που φιλοξενούνται στο Silencio. Οι προθήκες είναι άλλες κοίλες και άλλες κυρτές, αλλά όλες περιέχουν από ένα μόνο αντικείμενο στο κέντρο τους που φωτίζεται αρκετά. Στο βάθος, βρίσκονται οι τουαλέτες που βαμμένες σε μαύρες αποχρώσεις είναι και αυτές πρωτότυπες. Ο μεγάλος παραλληλεπίπεδος νεροχύτης συνοδεύεται από στρογγυλούς και έντονα φωτισμένους καθρέφτες, που έχουν την εξής ιδιαιτερότητα: αν κοιταχτεί εκεί κάποιος, το είδωλό του αντικατοπτρίζεται στην ίριδα των ματιών του.

Το μεγαλύτερο κομμάτι του κλαμπ είναι αφιερωμένο στο μπαρ και στην πίστα για χορό. Η κονσόλα του dj είναι σχεδόν κρυμμένη πίσω από δύο κουρτίνες που πέφτουν πάνω της και καλύπτουν ολόκληρο τον εξοπλισμό του. Οι φήμες ότι κάποια βράδια βρίσκεται ο ίδιος ο σκηνοθέτης πίσω από τα πλατό δεν έχουν επιβεβαιωθεί.