Στη βάση μοιάζει με κάστρο της μεσαιωνικής εποχής και η πρόσοψή του θυμίζει φρούριο. Στην κορυφή το αέτωμα, αυθεντικό στοιχείο του νεοκλασικισμού, παραπέμπει στον Παρθενώνα. Ο ρυθμός του Εθνικού –πρώην Βασιλικού –Θεάτρου από το ισόγειο ώς τους πάνω ορόφους είναι διαφορετικός: Ο νεοκλασικισμός μπλέκεται με τον ρομαντισμό. Το κεντρικό τμήμα του θεάτρου προεξέχει από την υπόλοιπη όψη και είναι εξαιρετικά πλούσιο σε διακοσμητικά στοιχεία, μεκιονοστοιχίακορινθιακού ρυθμού.

Οπως εξηγεί ο αρχιτέκτονας Ελευθέριος Αμπατζής, τα δύο πλευρικά τμήματα αποτελούν μια τυπικήνεοκλασικήσύνθεση, ενώ το κτίριο χαρακτηρίζεται κυρίως από το στιβαρό βάθρο τού ισογείου. «Το θέατρο έχει αποκτήσει μια ιδιαίτερη λειτουργική αλλά και μυθική διάσταση συνθέτοντας την αρχαιότητα –τις Καρυάτιδες στο στέγαστρο –με την Αθήνα του 19ου αιώνα και το παρόν– Εθνικό Θέατρο. Ο αρχιτέκτονας χρησιμοποιεί τον νεοκλασικισμό ως βάση, αλλά ξεφεύγει από την αυστηρή νεοκλασική γραμμή καθώς εμπλουτίζεται με εκλεκτικιστικά ρουστίκ στοιχεία και πλούσιο διάκοσμο, διακτινίζοντάς μας σε σενάρια ρομαντικά και παραμυθένια», λέει ο κ. Αμπατζής και εξηγεί ότι οι λεπτομέρειες, τα ανάγλυφα και τα αγάλματα που κοσμούν το Εθνικό Θέατρο μεταδίδουν στον χώρο μια ιδιαίτερη αισθητική καθώς και πολυσύνθετη ποιότητα.

Πρόκειται για το τελευταίο θέατρο που σχεδίασε ο Τσίλλερ και η πρωτοβουλία για την ίδρυσή του ανήκε στον βασιλιά Γεώργιο Α’. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η απουσία μόνιμου θεάτρου αποτέλεσε θέμα συζήτησης και η τελική λύση δόθηκε με την ίδρυση του τότε Βασιλικού Θεάτρου. Εκείνη την εποχή ο Δημήτριος Ράλλης –πλούσιος Ελληνας του Λονδίνου –είχε χορηγήσει στον βασιλιά Γεώργιο ένα εκατομμύριο δραχμές με σκοπό τη δημιουργία ενός εθνικού ιδρύματος.

Η δημιουργία του θεάτρου αποφασίστηκε το 1891 σύμφωνα με τα πρότυπα των θεατρικών σκηνών της Ευρώπης και επελέγη να ανεγερθεί στον αριθμό 22 της οδού Αγίου Κωνσταντίνου στην Ομόνοια. «Ο Τσίλλερ, εμπνεόμενος από τον αναγεννησιακό ρυθμό, σχεδίασε την πρόσοψη έχοντας ως πρότυπο τηΒιβλιοθήκη του Αδριανού, «παντρεύοντας» δηλαδή τη συγκεκριμένη ιδέα με την τυπική νεοκλασική σύνθεση αλλά και την παράδοση των θεάτρων της Γερμανίας και της Βιέννης. Εδωσε έμφαση πρωτίστως στη σκηνή και κατά δεύτερο λόγο στην αίθουσα», λέει ο κ. Αμπατζής.

Επισημαίνει δε τον προβληματικό χαρακτήρα του οικοπέδου εξαιτίας της έντονης κλίσης του και του μικρού μεγέθους του. «Ο Τσίλλερ κλήθηκε να δημιουργήσει ένα πολύ σημαντικό δημόσιο έργο σε ένα ακατάλληλο οικόπεδο. Η ένταξή του σε συνεχές οικοδομικό σύστημα δεν του επέτρεψε να αναδειχθεί ελεύθερο και περίοπτο, γεγονός που είχε άμεσες επιπτώσεις και στην εσωτερική διαρρύθμιση του κτιρίου», λέει ο αρχιτέκτονας.

Ωστόσο, το κτίριο υπέστη διάφορες επεμβάσεις στον 20ό αιώνα, κατά τη διάρκεια των οποίων αφαιρέθηκαν τα έξι αρχαία αγάλματα που υπήρχαν στη στέψη του. Από 1961 έως το 1963 επεκτάθηκε σύμφωνα με τα σχέδια του αρχιτέκτονα Βασίλειου Δούρου. Το διατηρητέο νεοκλασικό κτίριο της Αγίου Κωνσταντίνου σήμερα στεγάζει το Εθνικό Θέατρο και περιλαμβάνει τηνΚεντρική, τηΝέα και τηνΠειραματική Σκηνή.

Οι καλύτεροι πελάτες του Τσίλερ

Ο Ερνέστος Τσίλλερ είναι ο αρχιτέκτονας ο οποίος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη νεοκλασική ανάπτυξη της χώρας. Γεννημένος το 1837 στο Kaditz της Σαξονίας, μετά το πέρας των σπουδών του στη Δρέσδη προσλήφθηκε στο γραφείο του δανού αρχιτέκτονα Θ. Χάνσεν, γεγονός που θα σημαδέψει την υπόλοιπη ζωή του. Εκείνη την περίοδο ο Χάνσεν βρισκόταν στην ακμή της καριέρας του και διατηρούσε στενούς δεσμούς με την Ελλάδα. Το 1860, σε ηλικία 23 ετών, ο Τσίλερ εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα προκειμένου να επεξεργαστεί τα σχέδια της Ακαδημίας Αθηνών. Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος αγκάλιασε αμέσως το κίνημα του νεοκλασικισμού και τον βαυαρό αρχιτέκτονα, ο οποίος απέκτησε άμεσα έναν μεγάλο κύκλο πελατών.