Η Ελλάδα βιώνει σήμερα μια πρωτόγνωρη στη νεότερη ιστορία της κοινωνική κρίση, απότοκο της οικονομικής κατάρρευσής της. Βαδίζοντας στο έκτο έτος αδιάλειπτης ύφεσης και έχοντας απολέσει το 25% του ΑΕΠ της (κάτι που ισοδυναμεί με μια πολεμική σύγκρουση «χαμηλής έντασης»), πολυπληθείς κοινωνικές ομάδες οδηγούνται στα όρια της οικονομικής επισφάλειας, με προφανείς δραματικές συνέπειες στην οικονομική επιβίωση, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την κοινωνική συνοχή. Σε δεινή θέση ανάμεσά τους βρίσκονται οι εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες που συνωθούνται βίαια στις ατελείωτες λίστες της ανεργίας.

Σύμφωνα με τη μελέτη των ερευνητών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών –Μάνος Ματσαγγάνης, Ελένη Καναβιτσά και Χριστίνα Λεβέντη –«Διαστάσεις της φτώχειας στην Ελλάδα της κρίσης», η φτώχεια (και η ακραία εκδοχή της) συνιστά για τη χώρα μας το «νέο κοινωνικό ζήτημα». Οπως προκύπτει από τη μελέτη, η παρούσα κρίση πλήττει ιδιαίτερα τους ανέργους, κυρίως λόγω της αναποτελεσματικότητας του συστήματος κοινωνικής προστασίας. Καθώς απουσιάζουν εκείνοι οι «αυτόματοι σταθεροποιητές» που θα προστατεύσουν τους εργαζομένους στη φάση καθόδου του οικονομικού κύκλου, οι άτυχοι της οικονομικής ζωής καθίστανται έρμαια της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι μόνο ένας στους έξι ανέργους λαμβάνει κάποιο επίδομα ανεργίας (στοιχεία ΟΑΕΔ, Αύγουστος 2012).

Είναι ορθό να περιγράψουμε το μοντέλο ανάπτυξης που ακολούθησε η χώρα μας ως «ανάπτυξη χωρίς θέσεις εργασίας». Ετσι, ενώ την περίοδο 1995-2001 η ελληνική οικονομία μεγεθυνόταν με μέσο ρυθμό 3,3% και η αντίστοιχη ευρωπαϊκή με 2,4%, η απασχόληση αυξήθηκε σε ποσοστό μόλις 0,3% και η ευρωπαϊκή 1,2% (στοιχεία Eurostat). Ταυτόχρονα, απουσιάζει εκείνη η ευελιξία που επιτρέπει την προσαρμογή της απασχόλησης στον οικονομικό κύκλο. Κάπως έτσι, η ανεργία υπερδιπλασιάστηκε τα χρόνια της κρίσης, σκαρφαλώνοντας από το 12,6% (2010) στο τραγικό 26,6% (πρώτο τρίμηνο του 2013). Είναι λοιπόν επιτακτική ανάγκη η Ελλάδα να αναπτύξει ένα νέο παραγωγικό μοντέλο προσανατολισμένο στην ανταγωνιστικότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών της και στη δημιουργία θέσεων εργασίας, αντί να (ανα)διανέμει προσόδους. Και σε ένα δεύτερο επίπεδο, να απαλλάξει τις αγορές εργασίας από εκείνες τις θεσμικές στρεβλώσεις που δημιουργούν μικρές υπερ-προστατευμένες νησίδες σε έναν αφιλόξενο εργασιακό ωκεανό. Γνωρίζουμε ότι η ευελιξία στις αγορές εργασίας αυξάνει την απασχόληση, περιορίζει τη μαύρη εργασία και προσελκύει επενδύσεις. Ωστόσο οφείλουμε να επισημάνουμε ότι, σε συνθήκες ύφεσης και με προβληματικό κοινωνικό κράτος, οδήγησε σε τρομακτική εκτίναξη της ανεργίας. Ενδεχομένως, το άνοιγμα των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών να έπρεπε να προηγηθεί της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας, ώστε να ενθαρρυνθεί η συνολική ζήτηση.

Ο τρίτος πυλώνας του σχεδιασμού για την απασχόληση πρέπει να περιλαμβάνει τις πολιτικές για τις αγορές εργασίας και τις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα δαπανά λιγότερο από το 1% του ΑΕΠ της σε πολιτικές για τις αγορές εργασίας (στοιχεία 2010) και μόλις το 0,11% για ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης.

Τα δυσθεώρητα επίπεδα ανεργίας στην Ελλάδα της κρίσης είναι απολύτως απαράδεκτα στην οικονομική, κοινωνική και ηθική τους διάσταση. Στον βαθμό μάλιστα που ακόμη και η επιστροφή σε διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης δεν θα συνοδευτεί απαραίτητα από την απαιτούμενη ταχεία πτώση των μεγεθών της ανεργίας, είναι αναγκαίο η ενίσχυση της απασχόλησης να αποτελέσει την επείγουσα πολιτική προτεραιότητα και τον άμεσο εθνικό μας στόχο.

Σε αυτή την προσπάθειά μας έχουμε σύμμαχο τις νέες προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπου τα χαμηλά επίπεδα απασχόλησης σε συνδυασμό με τις δυσμενείς δημογραφικές τάσεις (γήρανση) των ευρωπαϊκών κοινωνιών έχουν αναμενόμενα αναδιατάξει τη στόχευση της πολιτικής. Ετσι, σύμφωνα με τη στρατηγική «Ευρώπη 2020», τίθεται ως προτεραιότητα η αύξηση της απασχόλησης στο 75% του ενεργού πληθυσμού, με την Ελλάδα να βρίσκεται μόλις στο 60% (στοιχεία 2011).

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πρόσφατο «Κείμενο θέσεών» της για την εταιρική σχέση με την Ελλάδα (ΣΕΣ) εκφράζει την αναγκαιότητα μιας γενικής αναδιάταξης των δαπανών προς την κατεύθυνση της αύξησης της απασχόλησης, προκειμένου να αποτραπεί η καταστροφή πολύτιμου ανθρώπινου κεφαλαίου, κάτι που υπονομεύει τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας. Σε αυτό το πλαίσιο, οι σχεδιαζόμενες παρεμβάσεις πρέπει να κινηθούν στους παρακάτω τρεις άξονες:

n Πρώτον, απαιτείται μια λειτουργική αναδιάταξη των πόρων της νέας προγραμματικής περιόδου 2014-2020 στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της κινητικότητας, της κοινωνικής ένταξης και της κατάρτισης, και ιδιαίτερα εκείνων που απευθύνονται στους νέους, λαμβάνοντας υπόψη και την αυξημένη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (ΕΚΤ). Ταυτόχρονα, το νέο πλαίσιο διαχείρισης των συγχρηματοδοτούμενων παρεμβάσεων προσφέρει νέες δυνατότητες εισάγοντας ευέλικτα εργαλεία, όπως η συμμετοχή των ΜΚΟ στην υλοποίηση των δράσεων και η ανάπτυξη τοπικών εταιρικών σχημάτων, αλλά και σημαντικές προκλήσεις όπως οι ποσοτικοποιημένοι δείκτες και οι μακροοικονομικές και οι εκ των προτέρων «αιρεσιμότητες» (conditionalities).

n Δεύτερον, να αναπτύξει μια ολοκληρωμένη στρατηγική απασχόλησης που θα συνδέει τις αναπτυξιακές πολιτικές με τις πολιτικές εκπαίδευσης και κατάρτισης καθώς και την κοινωνική πολιτική.

n Τρίτον και κυριότερο, η Ελλάδα καλείται να κάνει «περισσότερα με λιγότερα», ήτοι να αναπτύξει στοχευμένες δράσεις για την απασχόληση, κάτι που προϋποθέτει επαρκή συντονισμό ανάμεσα σε όλους τους εμπλεκομένους δημόσιους, ιδιωτικούς και κοινωνικούς φορείς, και αναδεικνύει τον αποφασιστικό ρόλο της Δημόσιας Διοίκησης.

Σε κάθε περίπτωση πρέπει να θυμόμαστε ότι, αποτυγχάνοντας να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά την πρόκληση της απασχόλησης, κινδυνεύουμε να κερδίσουμε τη μάχη της δημοσιονομικής προσαρμογής, χάνοντας όμως τον πόλεμο της κοινωνικής ευημερίας.

Ο Δημήτρης Σκάλκος είναι πολιτικός επιστήμονας – διεθνολόγος, υπ. διδάκτορας Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου