Από την εποχή που Ελληνες και Τούρκοι συνυπήρχαν, μέχρι και τη βίαιη μετακίνηση του ελληνικού πληθυσμού το 1922 –εξαιτίας της οποίας η μουσική παράδοση της Σμύρνης έγινε η βάση του ρεμπέτικου και μεταγενέστερα του σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού -, οι συμπράξεις, οι επιρροές και τα αντιδάνεια των δύο λαών υπήρξαν αμέτρητα. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα της συνύπαρξης Ελλήνων και Τούρκων (και άλλων λαών), για παράδειγμα, είναι τα καφέ-αμάν (αλλά και καφέ-σαντάν και καφέ-σαντούρ), τα μουσικά καφωδεία και καφενεία που δέσποζαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από τα τέλη του 19ου αιώνα, σε Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Αθήνα και όπου συνέπρατταν Ελληνες και Τούρκοι σε αυτοσχεδιασμούς (σημειώστε εδώ τις περιοχές Πέραν και Γαλατάς).

Ενας Ελληνας στην Κωνσταντινούπολη

Σήμερα, μάλιστα, στο παράδειγμα του μουσικού σχήματος Cafe Aman Istanbul (που αποτελείται από έλληνες και τούρκους παθιασμένους μουσικούς) μοιάζει να αποτυπώνεται ακριβώς η παραπάνω αναβίωση της μουσικής που παιζόταν στα καφέ-αμάν, ενώ το σχήμα με την πρόσφατη κυκλοφορία του δίσκου του «Fasl – I Rembetiko» ερμηνεύει ρεμπέτικα στα ελληνικά και στα τουρκικά. «Είμαστε περήφανοι που συνεχίζουμε τη μακραίωνη παράδοση των ανώνυμων και επώνυμων δημιουργών της ανατολικής μουσικής δημιουργίας Ελλήνων και Τούρκων. Η ιδέα του σχήματος προήλθε καθαρά από την ανάγκη μουσικής έκφρασης. Το καλοκαίρι του 2009 κάναμε την πρώτη μας συναυλία στην αυλή του Γαλλικού Ινστιτούτου και ξεκινήσαμε την πορεία μας. Τέλη του 2011 κυκλοφόρησε η πρώτη μας δισκογραφική δουλειά από την ανεξάρτητη εταιρεία Καλάν και τώρα από τη Minos ΕΜΙ», σημειώνει ο Στέλιος Μπερμπέρης, επικεφαλής του Cafe Aman Istanbul που μαθήτευσε δίπλα στη Δόμνα Σαμίου, ενώ σήμερα ζει στην Κωνσταντινούπολη με τη γυναίκα του και τραγουδίστρια του σχήματος Pelin.

Ο ίδιος ο Στέλιος φωτίζει μερικώς τα μουσικά ήθη στη σημερινή Πόλη και την ελληνική παρουσία: «Η ελληνική μουσική όπως και η δημιουργική παρουσία των Ρωμιών της Πόλης ποτέ δεν έπαψαν να ακούγονται σε αυτή τη γη, άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο. Σήμερα, όπως παντού, και στην Τουρκία δεσπόζει η ποπ μουσική με όλη την ηχορρύπανση που συνεπάγεται. Υπάρχει όμως και μια αναπτυσσόμενη εναλλακτική μουσική σκηνή με αναφορές στις μουσικές παραδόσεις των εθνοτήτων της Μικράς Ασίας. Η ελληνική μουσική παρουσία εκπροσωπείται σε δυο ταχύτητες στην Πόλη. Μια αυτή που συνηθίζεται τις τελευταίες δεκαετίες σε μορφή κακέκτυπων σκυλάδικων και μια ζορισμένη απομίμηση σύγχρονης ελλαδίτικης διασκέδασης. Η δεύτερη ταχύτητα αφορά εμφανίσεις κυρίως νεότερων σχημάτων σε μουσικές σκηνές της Πόλης, με παλιότερο ρεπερτόριο από ψαγμένους μουσικούς Ελληνες και Τούρκους. Πάντως η κοινή αλήθεια είναι ότι οι Τούρκοι γενικότερα αγαπούν και ακολουθούν όλα τα είδη ελληνικής μουσικής».

Μια Τουρκάλα στη Θεσσαλονίκη

Μια δεύτερη περίπτωση καλλιτέχνη που αποτυπώνει στο πρόσωπό του την ελληνοτουρκική μουσική αλληλεπίδραση (αυτό το χαρμάνι ήχων, παιξιμάτων, ακουσμάτων) είναι η τουρκάλα τραγουδίστρια Ντιλέκ Κοτς που σήμερα διαμένει στη Θεσσαλονίκη και ήδη μετρά συνεργασίες με πολλούς Ελληνες και Τούρκους. «Από τότε που ήρθα στην Ελλάδα, αυτό που με συγκίνησε ήταν η αντίδραση του κόσμου προς τα τουρκικά τραγούδια, αυτά που έχουν φέρει οι έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρασία, μερικά τραγουδιούνταν και στις δύο γλώσσες ενώ άλλα ήταν μόνο στα τουρκικά. Εχω βρεθεί άπειρες φόρες επί σκηνήςστα πανηγύρια, στις εκδηλώσεις των Μικρασιατών, και με αυτά τα τραγούδια χόρευαν, γλεντούσαν αλλά και έκλαιγαν –αν και όχι μόνο οι πρόσφυγες αλλά όλοι οι Ελληνες αγαπάνε αυτή τη μουσική. Ο Καζαντζίδης έκανε έναν δίσκομε τα τουρκικά τραγούδια κι ακούστηκε κι αγαπήθηκε πανελλαδικά. Οι δυο λαοί δανείστηκαν και δανείζονται ακόμα μεταξύ τους πολλά τραγούδια μεταφρασμένα στις δικές τους γλώσσες», σημειώνει η Ντιλέκ που θυμίζει τα τουρκικά τραγούδια που ερμήνευσε ο Καζαντζίδης, ενώ ιστορική θεωρείται η συνάντηση του έλληνα τραγουδιστή στην Πόλη, στα τέλη του ’50, με τον μεγάλο τούρκο τραγουδιστή Ζεκί Μουρέν.

Η Ντιλέκ Κοτς επίσης είναι κατάλληλη να μας φωτίσει για τις μουσικές τάσεις σήμερα στην Τουρκία. «Στην Τουρκία υπάρχουν βασικά δύο μουσικές παραδόσεις: λόγια μουσική παράδοση (εκεί ονομάζεται κλασική τουρκική μουσική) και λαϊκή μουσική παράδοση, δηλαδή τραγούδια δημοτικά, παραδοσιακά κι ανώνυμα. Αυτά τα τραγούδια δημιουργήθηκαν από τον απλό λαό ή από έναν τροβαδούρο, ασίκη γνωστό ή άγνωστο. Η λόγια μουσική παράδοση καλλιεργήθηκε αρχικά από μεγάλους συνθέτες και δεξιοτέχνες που έζησαν στην Κωνσταντινούπολη, σε μια πολυθρησκευτική και πολυεθνική πόλη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι συνθέτες ήταν και Ρωμιοί της Πόλης, Αρμένιοι, Εβραίοι, εκτός από τους Τούρκους, και ανέπτυξαν μια υψηλού επιπέδου μουσική παράδοση», σημειώνει η Ντιλέκ στα «ΝΕΑ» ενώ συμπληρώνει: «Η μουσική παράδοση της Πόλης είναι ίδια με τη βυζαντινή μουσική ως δομή. Τα μακάμια τηςκλασικής τουρκικής μουσικής είναι ίδια με τους δρόμους τηςβυζαντινής μουσικής. Από την άλλη, και οι Ελληνες έχουν τα δημοτικά παραδοσιακά τραγούδια τους, όπου αλλάζουν το ύφος, οι ρυθμοί, τα όργανα ανάλογα με τις περιοχές, όπως είναι και στην Τουρκία».

Πώς βλέπει όμως τη δική της ελληνοτουρκική φιλία ανάμεσα στα πηγαινέλα της στις δύο χώρες; «Πιστεύω και θέλω την ελληνοτουρκική φιλία, ό,τι σπείρεις θα θερίσεις. Την ίδια παροιμία έχουμε κι εμείς… ne ekersen onu biçersin… το παρελθόν είναι η ιστορία μας και παιδιά μας είναι η ελπίδα μας, το μέλλον μας. Καλύτερα να προχωρήσουμε. Για να χτιστεί αληθινή φιλία μεταξύ δυο λαών χρειάζεται σεβασμός και από τις δυο πλευρές. Εμένα προσωπικά με ενδιαφέρουν τα πράγματα που μας ενώνουν όπως η μουσική μας, η κουζίνα μας, οι παροιμίες μας, οι συμπεριφορές μας, η έκφρασή μας. Ο πρώτος μου προσωπικόςδίσκος «Καρσί» που σημαίνει «απέναντι» και ο δεύτερος «Sevdalım aman» με τη συμμετοχή της Γλυκερίας έχουν ρεπερτόριο με τα αγαπημένα τραγούδια των δυο λαών της Μικρασίας, της Καππαδοκίας και της Πόλης…».

Οι συμπράξεις και τα ανακατέματα Ελλήνων και Τούρκων καλύπτουν όλο το φάσμα της μουσικής. Η Φιντέ Κόκσαλ είναι από τη Σμύρνη, είναι παντρεμένη με έλληνα μουσικό (τον Νάσσο Σωπύλη) και τώρα κυκλοφορεί ο δίσκος της «Buyu» σε στίχους δικούς της σε ελληνικά, τουρκικά και αγγλικά και συνεργασίες με τον Μίμη Πλέσσα, τον Νίκο Κυπουργό και πολλούς διαπρεπείς πολιτογραφημένους και ξένους μουσικούς. Την ίδια τη γνωρίσαμε από το «Fame Story 4» και το σίριαλ «Ματωμένα χώματα», μετρά ήδη συμπράξεις με πολλούς Ελληνες (όπως η Μαρία Φαραντούρη και η Σαβίνα Γιαννάτου) και περιγράφει το δικό της «μπλέξιμο» με την Ελλάδα: «Εχω τελειώσει Πολιτικές Επιστήμες και Διεθνείς Σχέσεις στην Πόλη. Επίσης σπούδαζα στο Musical Theatre, όταν και πέρασα οντισιόν για το «Fame Story» στην Ελλάδα. Μου φάνηκε ενδιαφέρουσα η ιδέα να γνωρίσω την κουλτούρα της γειτονικής χώρας. Από το 2006 που πρωτοήλθα στην Ελλάδα, προέκυψαν προτάσεις και η συγκίνηση κάθε φορά είναι δύσκολο να περιγραφεί».

Η ίδια άκουγε ελληνική μουσική από μικρή και συμπληρώνει στα «ΝΕΑ»: «Ακούγαμε ελληνικά. Ρεμπέτικα, Αλεξίου, Θεοδωράκη, Πλέσσα κ.ά.). Θυμάμαι το ραδιόφωνο στο εξοχικό μας απέναντι από τη Μυτιλήνη και τα τραγούδια που είχαν πει μαζί οι Λιβανελί – Φαραντούρη. Τώρα χαίρομαι κι εγώ που είμαι τραγουδίστρια και συνεργάζομαι με Ελληνες, όπως στον νέο μου δίσκο όπου έχω μαζέψει υλικό εφτά χρόνων. Θεωρώ πως ζήσαμε μαζί (Ελληνες και Τούρκοι) για χρόνια, πολλά παραδοσιακά τα λέμε και οι δύο λαοί στη γλώσσα του ο καθένας, ενώ όταν λέω τουρκικά στην Ελλάδα βλέπω κάτω από τη σκηνή μάτια να βουρκώνουν. Σήμερα και στην Τουρκία υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για την ελληνική μουσική, ενώ πολλοί νέοι Τούρκοι μαθαίνουν μπουζούκι κι άλλα παραδοσιακά όργανα», συμπληρώνει η Φιντέ που πια έχει πολιτογραφηθεί Ελληνίδα, μιλάει άπταιστα τη γλώσσα μας και επιβεβαιώνει πως η μουσική ενώνει, σαν ένας κοινός κώδικας των λαών, σαν μια κοινή γλώσσα ή όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο Πυθαγόρας στη «Μικρά Ασία»: «Εσύ Χριστό κι εγώ Αλλάχ, όμως κι οι δυο μας αχ και βαχ».