Σε μια σπάνια επίδειξη ταχείας και αποτελεσματικής δράσης, η κυβέρνηση εντός είκοσι τεσσάρων ωρών προχώρησε στην έκδοση Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου και στη διακοπή της λειτουργίας της ΕΡΤ, καθιστώντας την Ελλάδα, έστω και προσωρινά, «τη μόνη χώρα της Ευρώπης χωρίς δημόσια τηλεόραση», σύμφωνα με τη διατύπωση της «Ελ Παΐς». Από τα κόμματα που εκπροσωπούνται στη Βουλή, μόνο η Χρυσή Αυγή εξέφρασε την επιδοκιμασία της για την πρωθυπουργική απόφαση.

Την ίδια στιγμή, αν επιχειρήσουμε μια αποτίμηση των κυβερνητικών πεπραγμένων, δεν διαπιστώνουμε ανάλογο ζήλο για την προώθηση του μεταρρυθμιστικού έργου σε κρίσιμους τομείς. Παράλληλα, το πελατειακό κράτος παραμένει άθικτο αν δεν γιγαντώνεται, όπως μαρτυρεί μία σειρά επιλογών στη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού.

Η ουσία του ζητήματος δεν αφορά την ανάγκη εξορθολογισμού και αναμόρφωσης της δημόσιας τηλεόρασης, αλλά τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτό το δημόσιο αγαθό και η άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας. Εξάλλου, όσον αφορά τον χώρο των ΜΜΕ, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος παρατήρησε την αδιαφάνεια που χαρακτηρίζει την κρατική τηλεόραση, αλλά όχι και το έλλειμμα νομιμότητας που υφίσταται στη λειτουργία της ιδιωτικής. Σε κάθε περίπτωση, και τα δύο αυτά φαινόμενα δεν προέκυψαν εν κενώ, αλλά υπήρξαν αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων.

Εκτός από την πολιτική, νομική και θεσμική διάσταση του θέματος, αξίζει να αναδειχθεί και η επικοινωνιακή διάστασή του. Η σοκαριστική –για κάποιους –διακοπή του προγράμματος της ΕΡΤ με τον τρόπο που εκτυλίχθηκε στις τηλεοπτικές οθόνες αποτελεί την άλλη όψη του πρωθυπουργικού «success story». Η αφήγηση περί στιβαρής ηγεσίας και κυβερνητικής αποτελεσματικότητας πήρε τη μορφή ενός επικοινωνιακού γεγονότος με αμφιλεγόμενες προεκτάσεις. Ενδεικτική υπήρξε η επίδειξη πυγμής από το κόμμα της ΝΔ έναντι των άλλων κυβερνητικών εταίρων.

Πέρα από μικροκομματικές σκοπιμότητες και τυχόν εκλογικούς σχεδιασμούς, έχει ενδιαφέρον να ανατρέξει κανείς στα χαρακτηριστικά της πρόσφατης συγκυρίας. Η κρίση του κομματικού συστήματος όπως αποτυπώθηκε στις εκλογές του 2012, η αίσθηση ρευστότητας που συνεχίστηκε και μετά τις εκλογές, με τις αποχωρήσεις και τις μετακινήσεις πολιτικών στελεχών αλλά και τη δημιουργία νέων φορέων, συνδέθηκε από πολλούς με τη μετεμφυλιακή κρίση του κομματικού συστήματος.

Σε αυτό το πλαίσιο, προβλήθηκε η ιστορική αναλογία της δεξιάς ηγεμονίας που έφερε η εμφάνιση του στρατάρχη Παπάγου στην πολιτική σκηνή, η οποία εγκαινίασε μια περίοδο αυταρχικής –και οπωσδήποτε σχετικής –σταθερότητας για την ελληνική πολιτική ζωή. Ετσι, από διάφορες πλευρές διατυπωνόταν το ερώτημα ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός ο νέος Παπάγος σήμερα. Μια βασική παραδοχή που συνόδευε αυτό το ερώτημα ήταν πως σε συνθήκες κρίσης η ασφάλεια και η σταθερότητα αποτελούν υπέρτατες αξίες. Ο μύθος του νέου Παπάγου, άλλοτε ως φάρσα και άλλοτε ως τραγωδία, φάνηκε προσφιλής στο πρωθυπουργικό επιτελείο και στην ελληνική Δεξιά της κρίσης.

Οι προϋποθέσεις, εξάλλου, για μια συντηρητική ηγεμονία είχαν τεθεί ήδη στον δημόσιο λόγο. Βασικά επιχειρήματα αυτού του ρεύματος σκέψης ήταν ότι οι έκτακτες συνθήκες, το λεγόμενο «εθνικό συμφέρον», επιτάσσουν την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας με γνώμονα την αποτελεσματικότητα. Ωστόσο, πολλοί παραγνώρισαν το γεγονός ότι αυτή η ερμηνεία του εθνικού συμφέροντος εμπεριείχε τη νομιμοποίηση του αυταρχισμού. Επιπλέον, ο κρατικός μηχανισμός και οι εργαζόμενοι σε αυτόν, το «Δημόσιο», απαξιώθηκαν συλλήβδην ως δαπανηρά, αναποτελεσματικά και εντέλει, μάλλον περιττά. Σε αυτή την ισοπεδωτική γενίκευση, η ίδια η έννοια του δημόσιου αγαθού παραμερίστηκε επανειλημμένως από τη σχετική συζήτηση.

Η τρικομματική κυβέρνηση δημιουργήθηκε με το πρόταγμα της εθνικής σωτηρίας. Αυτό το τελευταίο, υποτίθεται πως καθιστούσε εφικτό και αναγκαίο τον παραμερισμό των ιδεολογικών διαφορών των κυβερνητικών εταίρων. Ωστόσο, μία σειρά αποφάσεων πολιτικής, με αποκορύφωμα τις εξελίξεις γύρω από το ζήτημα της δημόσιας τηλεόρασης, έδειξε κατά τρόπο προφανή τα όρια και αυτού του μύθου. Η ιδεολογία εκδικείται και επιστρέφει στο προσκήνιο.

Τα πρόσφατα γεγονότα, με επίκεντρο την ΕΡΤ, δείχνουν ότι ενέργειες που συντελούνται στο όνομα του εθνικού συμφέροντος μπορεί να αντιστρατεύονται το δημόσιο συμφέρον. Επιπλέον, δείχνουν ότι η διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς συνεχίζει να έχει νόημα ακόμα και όταν πρόκειται για την αντιμετώπιση μιας εθνικής κρίσης. Και αυτό ισχύει τόσο για τον αυθεντικό όσο και για τον νέο Παπάγο.

Η Τζένη Λιαλιούτη είναι διδάκτωρ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο