Μπορεί ο καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Εμμανουήλ Κριαράς να δίνει ως «μυστικό» της μακροζωίας – ανάμεσα σε άλλα – το ότι έζησε ομαλό οικογενειακό βίο με συντηρητική σίτιση, εμείς όμως θεωρούμε και έναν άλλο λόγο εξίσου σημαντικό. Οταν τελείωσε η συζήτησή μας, στο ιστορικό διαμέρισμά του, στην οδό Αγγελάκη 1 στη Θεσσαλονίκη, και αφού χαριτολόγησε με την ηλικία του, μας ρώτησε: «Διάβασα στην εφημερίδα σας πρόσφατα ένα εκτεταμένο ρεπορτάζ για τον Ηλία Βενέζη. Ρωτήστε τον διευθυντή σας αν θα τον ενδιέφερε ένα κείμενό μου για τον Ηλία. Υπήρξε πολύ φίλος μου». Για να συνεχίσει: «Την περασμένη εβδομάδα στη σειρά «Ο Δάσκαλός μου, ο Μαθητής μου» είχατε τα ποδοσφαιρικά (σημ. εννοεί τον Μίμη Δομάζο και τον Παντελή Θεολόγου). Εμάς πότε θα μας βάλετε; ». Οταν στα 107 σου χρόνια (έχει γεννηθεί το 1906!) διατηρείς ένα τέτοιο πάθος για την επικαιρότητα, όσο τουλάχιστον και για τον 19ο αιώνα, τότε τα 107 χρόνια θα μπορούσαν να ηχούν και ως η παιδική ηλικία ενός ανθρώπου. Κατά τα άλλα, στη σημερινή συζήτηση ή μάλλον στον πρόλογο αυτόν δεν θα έπρεπε να αποσιωπηθούν ένα έμμεσο και ένα αφανές στοιχείο: ο σεβασμός της αναπληρώτριας καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Κομνηνής Πηδώνια, μαθήτριας του Εμμ. Κριαρά, που ακόμη και όταν διαφωνεί μαζί του, αισθάνεσαι ακέραια την αφοσίωσή της στο πρόσωπό του. Καθώς και τη διαρκή μνεία από τον Εμμ. Κριαρά της σημερινής συντρόφου του Αρτέμιδος Κεσίδου, Ελληνίδας από τη Γεωργία, που κατά τον ίδιο «το χαμόγελό της μου δίνει ζωή».

Θανάσης Νιάρχος: Ποια µορφή πιστεύετε πως έχει πάρει σήµερα, αυτό που χαρακτηριζόταν στον εικοστό αιώνα ως το γλωσσικό µας ζήτηµα;

Εµµανουήλ Κριαράς: Είναι γεγονός ότι γλωσσικό ζήτημα υφίσταται σε όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα. Ομως στην πραγματικότητα ζήτημα υφίσταται, ως ζωντανή απαίτηση, από την εποχή που η ελληνική γλώσσα αποκτά την πρώτη διαμόρφωσή της ως νεοελληνική, δηλαδή από τον 11ον αιώνα (από το 1000 περίπου μετά Χριστόν). Στα χρόνια του Βυζαντίου δεν ήταν δυνατόν παρά να επικρατεί ο αρχαϊσμός, ο αττικισμός των ελληνορωμαϊκών χρόνων, η προσπάθεια δηλαδή να διατηρηθεί ως γραφόμενη γλώσσα η παλαιά αττική. Η αρχαία γλώσσα άρχισε, με πολύ μάλιστα αργό ρυθμό, να μεταμορφώνεται επί μία χιλιετηρίδα (το λέμε χονδρικά). Οι έλληνες συγγραφείς των μεταγενέστερων, των ελληνορωμαϊκών και των βυζαντινών χρόνων χρησιμοποιούσαν (όσο το μπορούσαν) την αρχαία γλώσσα. Οσοι δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν τη γενική αυτή συνήθεια έγραφαν μια γλώσσα μεικτή, που για πολλούς αιώνες διατηρήθηκε αλλάζοντας κάθε τόσο μορφή. Γλωσσικό λοιπόν ζήτημα δημιουργείται με την παρουσία διαμορφωμένης της νέας ελληνικής και ταλαιπωρεί την ελληνική διανόηση τους ακόλουθους αιώνες έως και την ίδρυση του ελληνικού κράτους, ύστερα από τη μεσολάβηση των συζητήσεων για τη γλώσσα στα χρόνια του νεοελληνικού διαφωτισμού, περίπου γύρω 1770-1800. Πολύ αργότερα, μετά την απόφαση της Πολιτείας το 1976, το γλωσσικό ζήτημα λύθηκε. Μένουν μόνον ακόμη να συζητούνται μερικότερα γλωσσικά θέματα.

Κοµνηνή Πηδώνια: Είναι γεγονός ότι στη βυζαντινή εποχή επικρατεί ο αρχαϊσμός ενώ από το 1000 περίπου αρχίζει η διαμόρφωση της νεοελληνικής γλώσσας. Παράλληλα βέβαια υφίσταται ως γλώσσα και η αρχαϊκή. Σε σχέση με το όριο 1000 που αναφέρει ο κ. Κριαράς και που σήμερα είναι γενικότερα αποδεκτό, θα ήθελα να αναφέρω το βιβλίο του ίδιου «Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας, 1100-1689» για έναν και μόνο λόγο: Διακρίνεται σε αυτό η μεικτή γλώσσα όπως τη συναντούμε σε κείμενα της τελευταίας περιόδου του Βυζαντίου. Κάνει εντύπωση η ποικιλία και η διαφορά όσον αφορά με τη γλώσσα που υπάρχουν στα κείμενα αυτά, στοιχεία που γίνονται ακόμη πιο εντυπωσιακά καθώς τα συναντούμε ακόμη και στα παραθέματα.

Θ.Ν.: Αν υπάρχει µια άµβλυνση του γλωσσικού ζητήµατος, πιστεύετε πως έχει παίξει ρόλο ο ισοπεδωτισµός των µέσων επικοινωνίας;

ΕΜ.Κ.: Τα μέσα επικοινωνίας ακόμη και μετά την αναγνώριση από την Πολιτεία της Δημοτικής ακολούθησαν την «πεπατημένη». Συντηρητική υπήρξε και συχνά ασταθής η στάση τους. Μάλλον στη σύγχυση του γλωσσικού ζητήματος συνέβαλαν παρά σε κάτι άλλο. Σήμερα, δυστυχώς ακόμη, η συμβολή τους στη σωστή γλωσσική κατεύθυνση είναι πολύ περιορισμένη.

Κ.Π.: Είναι αφάνταστη η σύγχυση που επικρατεί στα μέσα ενημέρωσης, τα ηλεκτρονικά ειδικότερα. Ακούς στην τηλεόραση λάθη γραμματικά, συντακτικά, λεξιλογικά και πριν καν προλάβεις να τα επισημάνεις, γίνεσαι αποδέκτης μιας καινούργιας δέσμης λαθών. Σε βαθμό που σκέφτεσαι ότι είναι θαύμα το να υφίσταται ακόμη αλώβητο ένα έστω και στοιχειώδες γλωσσικό αίσθημα. Φαίνεται όμως πως η γλώσσα είναι κάτι τόσο δυνατό στον άνθρωπο ώστε, για να μην αφανίζεται με την αλλοίωση που υφίσταται, ανακατακτά η ίδια διαρκώς τις πρωτεϊκές της δυνάμεις.

Θ.Ν.: Σε τι συνέβαλε η καθιέρωση του µονοτονικού συστήµατος όσον αφορά στην ισχυροποίηση του γλωσσικού αισθήµατος;

ΕΜ.Κ.: Η καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος στη γλώσσα μας δεν επηρέασε καθόλου τη μορφολογία της ελληνικής γλώσσας. Είναι καθαρώς τεχνικό ορθογραφικό θέμα. Διευκολύνει την εκπαίδευση, διευκολύνει και τη γραπτή χρήση της γλώσσας από τον σύγχρονο Ελληνα. Απαλλάσσει και τους λογίους από ορθογραφικά προβλήματα που τους δημιουργούσε η μακρά ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Είναι χαρακτηριστική η ύπαρξη πολλών σημαντικών διαφορών στις ορθογραφικές απόψεις μεταξύ και των ειδικότερων ακόμη γλωσσολόγων μελετητών της.

Κ.Π.: Πραγματικά υπήρξε σταθμός η καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος. Εκείνο ωστόσο που δεν έχουν συνειδητοποιήσει ορισμένοι είναι ότι και το μονοτονικό έχει τους κανόνες του. Οι τόνοι δεν μπαίνουν τυχαία, όπως επίσης δεν αγνοούμε παντελώς τον τονισμό ή δεν παραλείπουμε όλους τους τόνους. Το σημειώνω αυτό γιατί σε γραπτά πολλών φοιτητών το μονοτονικό σύστημα μεταφράζεται σε μια αυθαιρεσία όσον αφορά στη χρήση των τόνων.

Θ.Ν.: Σε ποιους αντιπάλους σας, όσον αφορά στο γλωσσικό ζήτηµα, θα αναγνωρίζατε εντιµότητα και ειλικρίνεια;

ΕΜ.Κ.: Υπήρξα κήρυκας νεωτεριστικών γλωσσικών απόψεων και ήταν αναμενόμενο να αντιμετωπίσω αντιπάλους των απόψεών μου. Με κατηγόρησαν ορισμένοι ως ψυχαρικό. Ομως εγώ δεν ασπάστηκα ποτέ τις ακραίες ψυχαρικές απόψεις. Υπήρξα επίμονα μελετητής της ζωής και των απόψεων του Ψυχάρη και υποστήριζα ότι η συμβολή του ως γλωσσολόγου ήταν εκτεταμένη ως προς τη διαμόρφωση νεοελληνικού λογοτεχνικού λόγου. Ομως ο ίδιος δεν υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικός λογοτέχνης, ούτε όμως και αδιάφορος στον κατήφορο που έπαιρνε η ελληνική διανόηση στον προχωρημένο δέκατο ένατο αιώνα. Το κίνημά του έδωσε τη δυνατότητα για αφύπνιση της νεοελληνικής σκέψης. Στους αντιπάλους μου, χωρίς εξαίρεση, αναγνωρίζω και εντιμότητα και ειλικρίνεια.

Κ.Π.: Πράγματι ο κύριος Κριαράς είναι ο κατεξοχήν ψυχαριστής. Κανένας άλλος δεν έχει μελετήσει και δεν έχει εμβαθύνει τόσο στο έργο του Ψυχάρη. Τώρα όσον αφορά στις απόψεις του για τη γλώσσα, σε όποια ένταση κι αν έφτασαν οι διαφορές του με άλλους μελετητές, καμιά πλευρά δεν υπερέβη τα εσκαμμένα. Παρέμειναν όλοι μέσα στο πλαίσιο μιας πολιτισμένης συνθήκης. Αυτά όμως είναι πράγματα που τα έχει καταγράψει ήδη η Ιστορία, τα ίδια τα κείμενα δηλαδή πιστοποιούν του λόγου το αληθές.

Θ.Ν.: Κατά πόσον συνέβαλε στην ανάπτυξη της λογοτεχνίας η καθιέρωση της δηµοτικής;

ΕΜ.Κ.: Είπα ήδη ότι το κίνημα του δημοτικισμού γενικότερα, αλλά και ειδικότερα το κίνημα του Ψυχάρη υπήρξε έκφανση ενός κατεξοχήν πνευματικού κινήματος που γνώρισε ο νέος Ελληνισμός. Η λογοτεχνία για να αλλάξει κατεύθυνση δεν περίμενε την απόφαση του κράτους. Της έφτανε το κήρυγμα του Ψυχάρη –ακόμη και με τις υπερβολές του.

Κ.Π.: Θα ήθελα να προσθέσω, σχετικά με την καθιέρωση και την επικράτηση της δημοτικής στη λογοτεχνία, ότι η λογοτεχνία, εκτός των άλλων, έγινε πιο κατανοητή και πιο προσιτή στο αναγνωστικό κοινό. Αυτό είναι κάτι που φαίνεται σήμερα ως μια εξέλιξη σχεδόν φυσιολογική. Μην ξεχνάμε όμως ότι αυτό που θεωρούν οι νεότερες γενιές ως αυτονόητο και φυσιολογικό έχει στοιχίσει συχνά μακρούς και οδυνηρούς αγώνες.

Θ.Ν.: Το κράτος µε το υπουργείο Παιδείας συνέβαλε στην επίλυση του γλωσσικού µας ζητήµατος ή αντίθετα στάθηκε µια τροχοπέδη;

ΕΜ.Κ.: Το υπουργείο Παιδείας καθ’ όλο το διάστημα από τη σύσταση του ελληνικού κράτους ως την αναγνώριση της δημοτικής από την Πολιτεία (1976) στάθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, με την αποδοχή συντηρητικής κατεύθυνσης στη γλωσσική παιδεία του ελληνικού λαού, μια αληθινή τροχοπέδη για τη γλωσσική ανακαίνιση.

Κ.Π.: Το υπουργείο Παιδείας, ωστόσο, μετά την μεταπολίτευση δεν υπήρξε αρνητικό. Ιδιαίτερα όταν υπουργός Παιδείας ήταν ο Γεώργιος Ράλλης που τη συμβολή του σε πολλά σχετικά θέματα έχει υπογραμμίσει σε δημοσιεύματά του ο κ. Κριαράς.

Θ.Ν.: Από το ύψος των χρόνων σας ποια θα θεωρούσατε τα σηµαντικότερα, αδιάφορο αν είναι επιστηµονικά, λογοτεχνικά ή καλλιτεχνικά, γεγονότα µέσα στον εικοστό αιώνα;

ΕΜ.Κ.: Μέσα στον εικοστό αιώνα πιστεύω ότι με το ανανεωμένο το 1888 με το «Ταξίδι» του Ψυχάρη κίνημα του δημοτικισμού, το ουσιαστικότερο πνευματικό κίνημα στη νέα Ελλάδα, μπόρεσε ο Ψυχάρης, με προδρόμους σημαντικούς πνευματικούς άνδρες τον Ιωάννη Βηλαρά και το Διονύσιο Σολωμό και με συνοδοιπόρους τον Αλέξανδρο Πάλλη και τον Αργύρη Εφταλιώτη και με τη βοήθεια των πρώτων οπαδών του, να ανανεώσει τα νεοελληνικά γράμματα ώστε ήδη από το τέλος του δεκάτου ενάτου αιώνα και σε όλο τον εικοστό η λογοτεχνία στον τόπο μας να ανακινηθεί και να δώσει την ευκαιρία να εμφανιστούν στον λογοτεχνικό τομέα σημαντικοί πεζογράφοι και ποιητές. Αναφέρω τον Κωστή Παλαμά με τους συνοδοιπόρους του: τον Ιωάννη Γρυπάρη, τον Αγγελο Σικελιανό, τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, τον Παύλο Νιρβάνα, τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη. Στον περασμένο αιώνα παρουσιάζουν μεγάλη δραστηριότητα για το δημοτικιστικό κίνημα οι κορυφαίοι του Εκπαιδευτικού Ομίλου Αλέξανδρος Δελμούζος, Δημήτρης Γληνός και Μανώλης Τριανταφυλλίδης. Αναφέρω τώρα σημαντικούς εκπροσώπους της γενεάς του 1920: τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, τον Τέλλο Αγρα. Σημαντική ανανέωση στα νεοελληνικά γράμματα προβάλλει με τους σημαντικούς εκπροσώπους της γενεάς του 1930: τον Γιώργο Θεοτοκά, τον Ηλία Βενέζη, τον Στρατή Μυριβήλη, τον Αγγελο Τερζάκη. Τα χρόνια αυτά υπογραμμίζω την παρουσία σημαντικών δημιουργών, πολύ διαφορετικών του ενός από τον άλλο: του Νίκου Καζαντζάκη και του Κωνσταντίνου Καβάφη. Παράλληλα επίσης με τη γενεά του 1930 υπάρχει και η φιλολογική γενεά του 1930, για την οποία ασχολήθηκα σε ειδικό άρθρο μου.

Θ.Ν.: Κατά πόσο συνέβαλε στην αειθαλή νεότητά σας η απασχόληση µε τη γλώσσα;

ΕΜ.Κ.: Με την πρότασή σας με οδηγείτε στην περιαυτολογία. Η μακροζωία μου νομίζω ότι πράγματι κατά ένα ποσοστό οφείλεται στο γεγονός ότι βρήκα τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσω στην επιστημονική καριέρα μου. Κατά βάσιν όμως οφείλεται στο γεγονός ότι έζησα ομαλό οικογενειακό βίο με τη σύντροφο της ζωής μου –και στο ότι ακολουθήσαμε στη σίτισή μας οργανωμένη δίαιτα, χωρίς βέβαια αυστηρούς αποκλεισμούς. Ενας άλλος παράγοντας υπήρξε το ότι κατά τα χρόνια της μαθητείας μου στο δημοτικό και στο γυμνάσιο υπήρξα καλός μαθητής ώστε στις δύο τελευταίες τάξεις του παλαιού γυμνασίου να μου κινηθεί έντονο το ενδιαφέρον για τη μελέτη και της νεοελληνικής γλώσσας. Είχα έφεση για φιλολογικές σπουδές και σ’ αυτό με ενίσχυσε η απόφαση της κυβέρνησης Παπαναστασίου το 1924 με την ίδρυση του Ακαδημαϊκού Οικοτροφείου να γίνω υπότροφος του κράτους τουλάχιστον κατά τα δύο πρώτα χρόνια των φιλολογικών μου σπουδών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Επίσης η ίδρυση του Μεσαιωνικού Αρχείου από την Ακαδημία Αθηνών και η μικρή υποτροφία που μου δόθηκε από αυτήν, βοήθησε να διοριστώ συντάκτης του Μεσαιωνικού Αρχείου και αργότερα το 1939 διευθυντής του. Ασφαλώς η επίμονη και υπομονετική απασχόλησή μου με την εργασία βοήθησε και αυτή ώς έναν βαθμό στην επιμήκυνση της ζωής μου.

Η μακροζωία μου νομίζωότι πράγματι κατά ένα ποσοστό οφείλεται στο γεγονός ότι βρήκατον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσω στην επιστημονική καριέρα μου

(Εμμανουήλ Κριαράς)

Οι τόνοι δεν μπαίνουν τυχαία.Το σημειώνω αυτό γιατί σε γραπτά πολλών φοιτητών το μονοτονικό σύστημα μεταφράζεται σε μια αυθαιρεσία όσον αφορά στη χρήση των τόνων

(Κομνηνή Πηδώνια)