Η εγχώρια απλουστευτική αντιμετώπιση της κρίσης από κόμματα – ΜΜΕ και η ανεπάρκεια αλλά και η κακοπιστία των δανειστών έφτιαξαν την εικόνα μιας Ελλάδας-πειραματόζωου. Και αν αυτό εκφράζει αυθεντικά την αδυναμία νοηματοδότησης της ίδιας μας της ζωής, δεν αποδίδει ορθά ούτε την πραγματικότητά ούτε την αρχική έννοια του πειράματος. Διότι πείραμα in vivo υπάρχει και είναι η Κύπρος.

Βοηθούντων των συνοριακών περιορισμών της νησιωτικότητας, η Κύπρος μετατράπηκε σε χωροχρονική συμπύκνωση του δράματος και των μεσογειακών παραστάσεών του: ανορθόδοξες και αντιφατικές πρακτικές συρρίκνωσης – απομόχλευσης του τραπεζικού τομέα, τιμωρία πολλών για εγκλήματα λίγων, εκβιασμοί αντί συμφωνιών, γεωπολιτικές ιδιοτέλειες, εντέλει ένα σπιράλ αποσταθεροποίησης του ήδη φθαρμένου ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Η αλλόκοτη επίθεση στο κεφάλαιο και στην ιδιωτική περιουσία και η αμφισβήτηση της ακεραιότητας του νομίσματος είναι μόνο συμπτώματα ενός ευρύτερου θεσμικού/ηθικού αυτοτραυματισμού της Ευρώπης. Το κυπριακό δεκαήμερο ακύρωσε ωστόσο και τις δηλωμένες αντιτραπεζικές και αντικαπιταλιστικές στρατηγικές.

Ενα πρώτο σημείο για το οποίο δεν χωράει αμφιβολία είναι ότι ο ατελής ευρωπαϊκός εθνικισμός του ενιαίου νομίσματος έχει υπερκεραστεί από τον εξίσου ατελή μα τρομερά επιθετικό οικονομικό εθνικισμό. Υποχρεούμαστε πια να παίξουμε με όρους ρεαλπολιτίκ, δηλαδή χωρίς τις πολιτισμικές ρήτρες που κάποτε προστάτευαν τον ευρωπαίο πολίτη, ανεξάρτητα από το εθνικό του ανήκειν και τον τόπο των καταθέσεών του. Το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι η εξάτμιση της ευρωπαϊκής ιδιότητας του πολίτη περνάει μέσα από την ενίσχυση του πολίτη των ισχυρών χωρών. Από κάποια άποψη, η γερμανική δημοκρατία δεν υπήρξε ποτέ τόσο εκτεταμένη και ουσιαστική, για τον εαυτό της.

Το δεύτερο στοιχείο που επικυρώνεται είναι ότι η Ευρώπη μετασχηματίζεται σε μια κατακερματισμένη ήπειρο φόβου. Η ανήκουστη αντιτραπεζική στροφή, η πολιτική ανοχή στη διογκούμενη ανεργία, η εμμονή στην αργή απόδοση της δημοσιονομικής εξυγίανσης και η αδιαφορία για την προϊούσα παρακμή της κατανάλωσης καταργούν τη δυνατότητα των ατόμων να φανταστούν και να εγγράψουν τον εαυτό τους σε ένα μελλοντικό σχέδιο ζωής. Η αμφισβήτηση της τραπεζικής πίστης είναι η μετωνυμία μιας σαρωτικής ανασφάλειας. Πίσω από αυτή την επιλογή γεωμετρικής αύξησης όλων των κινδύνων δεν κρύβεται κανένα, ιδιοτελές έστω, σχέδιο. Δεν υπάρχει καν συνωμοσία.

Αλήθεια, ποια κοινωνική ανθρωπολογία κρύβεται πίσω από το πρόγραμμα επέκτασης του «υπεύθυνου παραγωγού/επενδυτή»; Ποια γνώση θα μας δείξει ότι μπορεί κανείς να εξατομικεύεται με ακραίο τρόπο ως προς τους κινδύνους της ζωής του, να τους ανέχεται ως «φυσικούς», ενώ ταυτόχρονα θα στερείται το βασικό εργαλείο της «επιμέλειας εαυτού» στον σύγχρονο καπιταλισμό: το ευ ζην της κατανάλωσης; Πώς προτείνεται ένα μοντέλο ελάχιστου κράτους με αμερικανικού τύπου ηθικές επιταγές για την απόλυτη υπευθυνότητα του ατόμου μπροστά στην οικονομική του μοίρα, ενώ την ίδια στιγμή η απομόχλευση των πάντων και η άρνηση χρηματοπιστωτικής επέκτασης νεκρώνουν το ατομικιστικό αντίδωρο: την κοινωνική κινητικότητα; Με άλλα λόγια μπορεί αυτό το ιδεολογικό κράμα λουθηρανισμού, σταχανοβικής – σοσιαλίζουσας ηθικολογίας και γενικού ανηδονισμού να απαντήσει στο πρόβλημα της ριζικής μεταφοράς της οικονομικής παγκόσμιας ισχύος εκτός Ευρώπης χωρίς να καταστρέψει την αυτονομία του ατόμου και την αγκύρωσή του σε μια δημοκρατία της ευμάρειας;

Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Και η ανάδειξη αυτών των ζοφερών αντιφάσεων μας υποχρεώνει να συζητήσουμε, επιτέλους, ποια κοινωνία θέλουμε. Η δύναμη της κρίσης μας οδηγεί να κατανοήσουμε ότι η κοινωνική αλλαγή είναι αφενός μεν αναπόδραστη, αφετέρου πολύ πιο σύνθετη από το ψευδές δίλημμα «Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο» ή την αντιπαράθεση μεταξύ «παραμονής στο ευρώ»/«επιστροφής στη δραχμή». Το τελευταίο δίλημμα, διατυπωμένο έτσι, είναι στρεβλό. Δραχμή και ευρώ υπήρξαν νομίσματα μιας ευημερίας που παρήλθε, μιας δυνατότητας να ζούμε σε ανώτερο επίπεδο από εκείνο που μας επιτρέπει η παραγωγή μας. Τώρα, από δυσμενή θέση και χωρίς βεβαιότητες, έχουμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε ένα νέο ευρώ και σε μια νέα δραχμή, πίσω από τα οποία υπάρχουν δύο ανταγωνιστικά κοινωνιολογικά μορφώματα.

Το νέο ευρώ (είτε ως συγκαλυμμένο μάρκο είτε διασπασμένο σε ευρώ Α και Β) θα είναι το κυνικό νόμισμα της μεγάλης ανασφάλειας. Νόμισμα μεγάλων κοινωνικών αποστάσεων, λυσσαλέου ανταγωνισμού ατόμων και κοινωνικών δυνάμεων, ελάχιστης κρατικής πρόνοιας. Μπορεί όμως, αν δεν τρωθεί ο δημοκρατικός ιστός και υπάρξει αργόσυρτη έστω ανάκαμψη, να αποδυναμώσει παραδοσιακές δεσμεύσεις όπως εκείνες που σήμερα ακόμη επιβάλλουν η οικογένεια, η εκκλησία και ο εθνικισμός. Μπορεί δηλαδή να διασώσει και να αναπτύξει τη δυναμική του αυτοπροσδιορισμού των ανθρώπων, τον κοσμοπολιτισμό και την κινητικότητά μας.

Η κοινωνία της νέας δραχμής, εφόσον δεν θα συνοδευτεί από την υπερανάπτυξη της αγοράς, την επικυριαρχία της ιδιωτικής οικονομίας έναντι της κρατικής δαπάνης θα ήταν ριζικά διαφορετική και καταστατικά. Θεσμικά και αναπόδραστα διαιρεμένη. Με προστατευόμενους και –παρά την υποτίμηση του νομίσματος –καλά αμειβόμενους δημοσίους υπαλλήλους και κρατικούς επιχειρηματίες. Θα ήταν ένα σύστημα αναπαραγωγής μιας «κρατικής αριστοκρατίας των ελλειμμάτων», η οποία ίσως να χρειαζόταν για την επιβολή της να οδηγηθεί σε μια αντίστροφη επανάληψη του μετεμφυλιακού αυταρχισμού και των οικονομικών αποκλεισμών που «εξασφάλιζε» για τους τότε ηττημένους.

Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών