Ο αναμενόμενος από καιρό θάνατος της Μάργκαρετ Θάτσερ ανακοινώθηκε την περασμένη Δευτέρα. Λίγo μετά έγραψα στη σελίδα μου στο facebook ότι «δεν θα την κλάψω» γιατί αντιπροσώπευε όσα μισώ. Συνεπώς, δεν πενθώ! Την έκλαψαν βέβαια στο City, το μεγάλο χρηματοπιστωτικό κέντρο των μεγάλων κόλπων, όπου ανάρτησαν αμέσως μεσίστια τη σημαία της Μεγάλης Βρετανίας. Αλλά, πρωτάκουστο(!), ζητωκραύγασαν τον θάνατό της πολλοί ταπεινοί συμπατριώτες της σε τόσες φτωχογειτονιές. Γιατί η Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν ο πρωταγωνιστής της πιο ακραίας νεοφιλελεύθερης εκδοχής των χωρίς σύνορα «αγορών» και της κατάλυσης του κοινωνικού κράτους.

Με εκατομμύρια θύματα. Δυστυχώς είχε μεγάλο πολιτικό ταλέντο, τεράστιο πολιτικό πείσμα και ανελέητες «αρχές», όπως τώρα η κυρία Μέρκελ. Τηρουμένων των αναλογιών ήταν ένας δημοκρατικός Στάλιν. Με την ίδια απάθεια που αρνήθηκε τη βελτίωση των συνθηκών κράτησης των φυλακισμένων ιρλανδών αγωνιστών απεργών πείνας (ζητούσαν να τους αναγνωριστεί το καθεστώς των πολιτικών κρατουμένων ενώ γι’ αυτήν ήταν απλά δολοφόνοι) οδηγώντας τους στον θάνατο (1981), τσάκισε τα βρετανικά συνδικάτα (1985) που, με ασυγχώρητα βέβαια λάθη τακτικής, εναντιώθηκαν στις πολιτικές της και προχώρησε στην εκποίηση σε ιδιώτες των μεγαλύτερων δημόσιων επιχειρήσεων. Ναι, με τις πολιτικές της ανόρθωσε τα οικονομικά της χώρας της και την απάλλαξε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ομως κατέστρεψε ανάμεσα σε πολλά άλλα το σύστημα υγείας, ένα από τα καλύτερα στον κόσμο, τη δημόσια παιδεία και τις δημόσιες συγκοινωνίες, τις κοινωνικές παροχές. Επραξε όσα θα ήθελε κάποια τρόικα! Καθ’ οδόν κατέστρεψε και την Ευρώπη. Αξίωσε κα δυστυχώς πέτυχε (από

τον Μιτεράν, στη Διάσκεψη του Φοντενεμπλό, το 1984, με τον Παπανδρέου απλό παρατηρητή) «να της δίνουν τα λεφτά της πίσω» μετατρέποντας σταδιακά το σχέδιο της ενοποίησής της με βάση την κοινοτική αλληλεγγύη σε απλή ζώνη ελεύθερων συναλλαγών, το βρετανικό όνειρο. Με τον μεγάλο σύμμαχό της Ρίγκαν να την ενισχύει. Και με τον Πινοσέτ (ναι, της Χιλής, επίσης μαθητή του νεοφιλελεύθερου Χάγιεκ) να αναζητεί και να πετυχαίνει την προστασία της όταν, περαστικός από το Λονδίνο, βρέθηκε αντιμέτωπος με τη βρετανική Δικαιοσύνη. Τα όσα ζούμε σήμερα κληροδότημά της είναι. Ηδη, από την αρχή, λίγοι ακόμα και μέσα στο κόμμα της την ανέχονταν ή την επικροτούσαν. Ακόμα και η Βασίλισσα της Αγγλίας την αντιπαθούσε. Χρησιμοποίησε το μακελειό του πολέμου (εκατοντάδες νεκροί χωρίς ουσιαστικό λόγο στα σχεδόν ερημονήσια Φόκλαντ, που η Αργεντινή θέλησε για δικούς της εσωτερικούς πολιτικάντικους και τυχοδιωκτικούς λόγους να επανακατακτήσει) για να εξασφαλίσει την επανεκλογή της.

Ο κοινωνικός απολογισμός της είναι τραγικός: κέρδισαν τέσσερις Βρετανοί στους δέκα, οι άλλοι έξι έχασαν. Δεν πειράζει: κατά την άποψή της, αυτοί έφταιγαν που δεν έγιναν πλούσιοι! Κάποτε ακόμα και οι δικοί της κατάλαβαν ότι έπρεπε να τελειώνουν με αυτήν. Την έστειλαν σπίτι της. Σεβάστηκε την παράδοση και παρέδωσε την εξουσία. Δυστυχώς όμως οι διάδοχοι δεν απέρριψαν μαζί με τη Θάτσερ και τις πολιτικές της, που σε γενικές πιο «αισθητικές» γραμμές ασπάστηκε και το Νιου Λέιμπουρ του Τόνι Μπλερ. Με συνέπειες ξανά παντού. Ακόμα και για τον πόλεμο στο Ιράκ που αποφάσισε ο Μπους. Και για τους ευρωπαϊκούς εκβιασμούς του Λονδίνου.