Μυθικές είναι οι ιστορίες που συνοδεύουν το γκρουπ The Charms, από τις ιστορικές μπάντες του ελληνικού ροκ της δεκαετίας του ’60. Μεγάλες και οι επιτυχίες τους, από το «Τρελοκόριτσο» έως τον «Διωγμό» που προκάλεσε κύματα θλίψης στους ακροατές του (και ιδιαίτερα στο γυναικείο κομμάτι του κοινού!).

Σήμερα, ο Μάικ Ροζάκης δεν είναι πια ανάμεσά μας, η μπάντα όμως επανασυνδέθηκε και δίνει ήδη πετυχημένες εμφανίσεις στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο. Υπεύθυνος γι’ αυτό, ο ντράμερ της μπάντας Γιώργος Στρατής που μιλάει στα «ΝΕΑ» για τις αναμνήσεις από εκείνη την εποχή και για το… μέλλον τους.

Οι εμφανίσεις τους, λέει, «πάνε ανέλπιστα καλά. Και ο κόσμος δείχνει να το απολαμβάνει. Την περασμένη Δευτέρα, το πρόγραμμα τελείωσε στη μία και μισή. Σκεφτείτε πως παίξαμε πάνω από 70 τραγούδια. Είναι κάτι νύχτες που τσιμπιόμαστε. Ερχονται παιδιά 20 και 25 ετών με τα βινύλιά μας για αυτόγραφα και αναρωτιόμαστε αν είμαστε ακόμα στα 60s. Κάποιοι έχουν έρθει με τους δίσκους των γονιών τους, κάποιοι με δίσκους που αναζήτησαν και αγόρασαν μετά κόπου οι ίδιοι. Ε, όσο να ‘ναι συγκινείσαι!».

Συγκρίνονται, άραγε, αυτές οι εμφανίσεις με άλλες, θρυλικές, σαν αυτή του συγκροτήματος στον κινηματογράφο Τερψιθέα το 1968; Τότε δηλαδή που πρωτακούστηκε ο «Διωγμός» και το κοινό έκλαιγε με λυγμούς… «Τότε το κοινό είχε θεωρήσει πως το τραγούδι είχε γραφτεί για τη γυναίκα τού Μάικ Ροζάκη, που είχε πεθάνει. Μια παρεξήγηση δηλαδή, που προκάλεσε η λογοκρισία. Η αλήθεια είναι πως το κομμάτι είχε απορριφθεί ήδη τρεις φορές από την τότε κατάσταση. Ετσι, τελικά φτιάξαμε μια εκδοχή μέσα στο κλάμα. Και ερχόντουσαν τα κορίτσια μαυροφορεμένα… Ξέρετε, προβάλλουμε ένα μικρό φιλμάκι με αποσπάσματα από τη σύμπραξή μας και από τη ζωή του Ροζάκη κατά τη διάρκεια του νέου μας προγράμματος».

Η περίπτωση του Μάικ Ροζάκη ήταν πολύ ξεχωριστή και η νοσταλγία ήταν διάχυτη λέει ο Γιώργος Στρατής. «Εντάξει, δεν έχουμε ζήσει και λίγα… Αυτή η νοσταλγία όμως μου έδωσε και την ιδέα της επανένωσης. Η νοσταλγία για τον Μάικ, για εκείνη την εποχή, για τον ξεχωριστό ήχο εκείνης της δεκαετίας».

Δεν ήταν εύκολη και η επανασύνδεση. «Κάποιοι εκ των πραγμάτων δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν. Ο Πέτρος Πολλάτος είναι 70 ετών πια και δεν είναι μάχιμος, είναι και δύσκολο όργανο το σαξόφωνο. Από την άλλη, ο Γιάννης Σαρόγλου είναι αναγνωρίσιμος μουσικός (σ.σ.: θυμηθείτε τους Poll) και έχει και καλό χαρακτήρα!

Δεν φαντάζεστε πόσο! Δύσκολο να βρεις έναν συνεννοήσιμο μουσικό, καθώς και έναν που να μην έχει μολυνθεί από τη νύχτα. Και η μόλυνση της νύχτας ευδοκιμεί κυρίως στους καλλιτεχνικούς χώρους, κι ας την απέφυγα τόσα χρόνια».

Ο ξεχωριστός ήχος των 60s

«Δεν μπορώ να τον περιγράψω τον ήχο των 60s» λέει στα «ΝΕΑ» ο Γιώργος Στρατής. «Ας τον περιγράψουν εκείνοι που σήμερα τον ανακαλύπτουν. Είναι σίγουρα ένας ήχος μακριά από τις ευκολίες των ψηφιακών ηχογραφήσεων του σήμερα. Και υπάρχει, ξέρετε, ένα μεγάλο κομμάτι του κοινού που αποστρέφεται αυτό τον ήχο. Ακούστε τις άπειρες διασκευές του «Satisfaction» των Rolling Stones και μετά ακούστε το πρωτότυπο. Τι να λέμε, ακόμη και οι μετέπειτα εκτελέσεις του από τους ίδιους τους Stones δεν πλησιάζουν την αυθεντική εκτέλεση που, σε όποιο μαγαζί κι αν τη βάλεις, θα γίνει χαμός. Ο ακροατής μπορεί να μην ερμηνεύει με λέξεις τη διαφορά του ενός από του άλλου, σίγουρα όμως την αναγνωρίζει. Ακόμα και τα όργανα έχουν αλλάξει. Τα τύμπανα σήμερα, τα αληθινά τύμπανα εννοώ, όχι αυτά τα «ψηφιακά», είναι φτιαγμένα από ένα πλαστικοποιημένο υλικό και όχι από ξύλο όπως παλιά. Μια φορά είχε τύχει να δω από κοντά το Ludwig σετ τυμπάνων του Ringo Starr των Beatles και θυμάμαι πως είχα συγκινηθεί –έως και τα κλειδιά για κούρδισμα είχαν στην άκρη… Για να επιστρέψω όμως, ο ήχος των 60 διαθέτει πάνω απ’ όλα αυθεντικότητα. Και αυτή την αυθεντικότητα διαθέτουν οι εμφανίσεις μας, κι ας είμαστε σήμερα μονάχα… τέσσερις».