Η ποιητική συλλογή του Γιάννη Μεταξά έχει τον χαρακτήρα ανταπόδοσης προς όσα «κατά καιρούς» άφησαν ίχνη εντός του σε ένα διάστημα που υπερβαίνει τις τέσσερις δεκαετίες. Πρόκειται δηλαδή για στιγμές βίου, οι οποίες προδιέγραψαν επιλογές και αποφάσεις. Με άλλα λόγια, οι στίχοι παρατίθενται ως απόδειξη της αναζήτησης του χαμένου χρόνου και ως σωτηρία από τον ξανακερδισμένο χρόνο της ανάμνησης.

Μια τέτοια έκδοση δεν έχει ανάγκη συνέχειας. Αποτελεί την τελική επιλογή από τον σωρό των ισχυρών και ηχηρών συμβάντων, επειδή οι καιροί παρήλθαν και η συνομιλία με εκείνους τους καιρούς είναι ανακούφιση ότι όσα συνέβησαν τότε υπήρξαν εκούσια όσο και ακούσια, κέρδος του βίου σε κάθε περίπτωση. Αν ο Γιάννης Μεταξάς δεν είχε κλείσει την ποιητική συλλογή του με μια δισέλιδη «σημείωση», όπου προσφέρει διευκρινίσεις σχετικά με τις αιτίες και τις αφορμές που επέβαλαν (θα λέγαμε) την ποιητική δέσμευση, θα ήταν θεμιτή η υπόθεση πως εδώ έβαλε την αρχή της τέχνης του. Η «σημείωση» υπογραμμίζει πως εδώ είναι η αρχή και το τέλος του λόγου του.

Ο επαρκής αναγνώστης θα προσέξει πως αυτός ο λόγος έχει υποστεί επεξεργασία. Οχι για να υποστηριχθεί η τεχνική του στίχου, αλλά για να συμπυκνωθεί στην πρέπουσα φόρμα η υποβλητικότητα κάθε ποιήματος ξεχωριστά. Ετσι, εκεί όπου εμφανίζεται η στοχαστική διάθεση, ο στίχος είναι ελεύθερος και προσεκτικά τονισμένος. Εκεί όπου επικρατεί η δυσχέρεια, αλλά και το μεγαλείο τής (κατά Καβάφη) επιλογής του μεγάλου «ναι» ή μεγάλου «όχι», η ομοιοκαταληξία υποδουλώνει τον στίχο σε έναν ρυθμό μετρονόμου.

Για όσους γνωρίζουν τον Γιάννη Μεταξά, ομότιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών (Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης), και το πολυεπιστημονικό / διεπιστημονικό και δοκιμιακό έργο του, που εκτείνεται από το 1976 ώς τις ημέρες μας, δεν αγνοούν την ευρυμάθειά του η οποία, δίχως να επιδεικνύεται, υποδηλούμενη πάντοτε, προσφέρει τις αναπάντεχες συναντήσεις της τέχνης και της πολιτικής, του ανάλγητου της εξουσίας και της υπερκέρασής του από τα ερείπια των μορφών, την αυστηρότητα της σκέψης, χάρη στην οποία υπονομεύονται οι δεδομένες αλήθειες. Δεν αγνοούν δηλαδή εκείνη την αριστοκρατική ευκολία του Γιάννη Μεταξά, που παραπέμπει στην προτροπή του Καβάφη «όσο μπορείς μη την εξευτελίζεις» τη ζωή σου.

Η ποιητική του προσπάθεια («η προφυλαγμένη πλευρά μου», σημειώνει) είναι ο επίλογος τέτοιας επιλογής. Γι’ αυτό (μάλλον) οι στίχοι του είναι ταξινομημένοι κατά αντίστροφη χρονική σειρά: πρώτα τα πρόσφατα ποιήματα (από το 1990 και μετά), ελλειπτικές γραφές με αφορμή «πράξεις και παραλείψεις, αλλά και θλίψεις, συχνά ανομολόγητες ή συγκρατημένες», ενώ τα παλαιότερα (εννέα «στιγμές» μόνο) χρονολογούνται από το 1967 ώς το 1971. Με αυτόν τον τρόπο τα στερνά τιμούν τα πρώτα, όπως λέει η λαϊκή παράδοση.

Η πρώτη ενότητα λοιπόν φέρει τον τίτλο «Οβάλ», προσφέροντας 35 ποιήματα-περιπτώσεις προς ερμηνεία ότι τα πράγματα δεν στρογγύλεψαν «εν τω πελάγει τούδε του βίου», όπως διαπίστωνε εξάλλου ο Νεόφυτος ο Εγκλειστος προ αρκετών αιώνων. Και «οβάλ» διαφαίνεται μια ερωτική διάθεση, εξαιτίας της οποίας εκείνες οι 35 περιπτώσεις ήρθαν στην επιφάνεια. Το «εν κρυπτώ» έρχεται στο φως προς ανακούφιση του γράφοντος.

Η δεύτερη ενότητα «Προβηγκιανά άτιτλα» (οι εννέα «στιγμές») είναι ψηφίδες μιας αρχικής εκκόλαψης συναισθημάτων, τα οποία ορίζουν υποσχέσεις κατευθύνσεων της σκέψης, λες και «οι ανώνυμοι αμπελώνες και τα χαμηλά βουνά, τα πολλά και ατελείωτα καλοκαίρια μετά το 1968», δεν έπαψαν να είναι «οι τόποι της ζωής μου», συμπληρώνει ο Γιάννης Μεταξάς. Γιατί εν τέλει

Μετά από αιώνες

μαθημένης ιστορίας,

το μάτι, πια πολύ συνηθισμένο

σε κάποιες ιδέες ή γραμμές

γι’ άλλα καινούρια πράγματα να ψάξει

δεν μπορεί, ούτε και να κοιτάξει.