«Αγαπαμε τα καλα δηχος περηφανια, κε ζουμε φιλοσοφηκα με ηπομονη». Εκ πρώτης όψεως μοιάζει με πρόταση που παρέδωσε κακήν κακώς ανορθόγραφος μαθητής σε απροειδοποίητο τεστ για τον «Επιτάφιο» του Περικλή. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για αυτούσια μετάφραση από το πλέον πολύκροτο βιβλίο που εκδόθηκε στα ελληνικά το 1814, γραμμένο μάλιστα από επιφανή σατιρικό ποιητή και πεζογράφο της εποχής. Χάρη στη «Ρομεηκη γλοσα» του Ιωάννη Βηλαρά, το «φιλοκαλούμεν μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας» δεν θα γνώριζε ποτέ άλλοτε μια τόσο αλλόκοτη «διασκευή», στην οποία το πνεύμα ενός διαφωτιστή συναντά τα ορνιθοσκαλίσματα ενός ανεπίδεκτου μαθήσεως.

Το μοναδικό βιβλίο που εξέδωσε όσο ζούσε ο Βηλαράς κυκλοφόρησε στην Κέρκυρα, από το τυπογραφείο της Τενέδου, το οποίο σε εγκύκλιο του γάλλου διοικητή (1798) αναφερόταν ως το «πρώτο εν Ελλάδι». Προφανώς οι καθαρευουσιάνοι της εποχής θα έτριβαν τα μάτια τους, όταν το εξώφυλλό του –εντελώς ανορθόγραφο και χωρίς τόνους –φιγουράρισε για πρώτη φορά στο κτίριο πίσω από τη Μονή της Παναγιάς του Κορμήλου, κοντά στο Νέο Φρούριο, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η εκκλησία της Θεοτόκου. Ηταν ένα ακόμη casus belli ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα που ορκίζονταν –με διαφορετικούς όρκους –στην αξία της ελληνικής γλώσσας. Οι αρχαϊστές και φίλοι του Κοραή από τη μια, οι δημοτικιστές από την άλλη.

Η πρωτοβουλία του Βηλαρά ήταν ένα πυροτέχνημα, προορισμένο να προκαλέσει σοκ. Και το μέσο της τυπογραφικής έκδοσης ήταν το μήνυμα: ο ηπειρώτης γιατρός, που ζούσε κοντά στην αυλή του Αλή Πασά, πρότεινε να καταργηθούν οι τόνοι και τα πνεύματα της αρχαίας ορθογραφίας. Τη θέση τους όφειλε να καταλάβει η φωνητική γραφή της νέας ελληνικής με τη χρήση μόνο του «η». Για του λόγου το αληθές, η «Ρομεηκη γλοσα» περιείχε δείγματα μεταφράσεων από τον «Επιτάφιο» μέχρι τον «Ανακρέοντα» και τον «Κρίτωνα» του Πλάτωνα.

«Η πρότασή του», λέει στα «ΝΕΑ» ο Αλέξης Πολίτης, καθηγητής της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, «ανταποκρινόταν στο αίτημα της εποχής για μια γλώσσα πιο προσιτή στον αγράμματο λαό. Από την άλλη, είναι λογικό ότι απέτυχε. Τη γλώσσα αυτή πρέπει να την ακούσεις –με τα μάτια μπερδεύεσαι. Φανταστείτε ότι ακόμη και σήμερα δυσκολευόμαστε να γράψουμε «Ζμύρνη», μόνο και μόνο επειδή έτσι ακούγεται. Γι’ αυτό και σύμφωνα με τον επιμελητή Γιώργο Ανδρειωμένο, ο Βηλαράς δεν επέμεινε μέχρι τέλους. Τα τελευταία χειρόγραφά του εκδίδονται στην ιστορική ορθογραφία».

«Οταν λες το «ψωµί» ψωµίον, το αγοράζεις φτηνότερο;»

Ηταν τα χρόνια του γλωσσικού φανατισμού, τότε που ένας κύκλος ριζοσπαστών διαφωτιστών –γιατροί, δάσκαλοι, εμπορευόμενοι, ιερείς –αλληλογραφούν μεταξύ τους χρησιμοποιώντας τη φωνητική γραφή, προσβλέπουν στις πεφωτισμένες δυναστείες της Ευρώπης και ειρωνεύονται τον Κοραή.

«Αφησε αυτά τα κορακίστικα, παιδί μου, γιατί σε περιγελάν ο κόσμος», γράφει ο Βηλαράς στο διήγημα «Ο λογιώτατος ή ο κολοκυθούλης». «Μη φαντάζεσαι να σε πάρουν για σοφόν, επειδή και καμώνεσαι να κρένης τη γλώσσα των προπατόρων σου, σε τρόπον οπού δε θέλα την απείκαζαν μητ’ εκείνοι, αν την ήκουγαν από το στόμα σου. Αμ’ δε μου λες, παιδί μου, όταν λες το «ψωμί» ψωμίον, οπού από τούς Ελληνας ονομάζονταν «άρτος», μη παντεχαίνης να το λες ελληνικά; Το αγοράζεις φτηνότερο ή το τρως με περσότερη νοστιμάδα;… Μακάρι να είχαν τα λόγια τη δύναμη να μεταμορφώνουν τα πράγματα!».

ΟΙ ΕΠΙΓΟΝΟΙ. Ο απόηχος της «Ρομεηκης γλοσας» θα φτάσει μέχρι το 1928, οπότε ο Δημήτρης Γληνός δημοσιεύει σε συνέχειες το άρθρο «Το κύμα της αγραματωσύνης» στον «Νέο Δρόμο», το περιοδικό του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Στη θεραπεία που προτείνει για την καθυστέρηση του εκπαιδευτικού συστήματος περιλαμβάνει τη φωνητική ορθογραφία, αλλά και την εισαγωγή του λατινικού αλφαβήτου –«πρώτα μας εισάγει μορφικά στην οικογένεια των εβρωπαϊκών λαών, έπειτα λύνει με μιας ολόκληρο το ορθογραφικό πρόβλημα. Δε θα μπορεί και θέλοντας κανείς ν’ ανορθογραφήσει…», σημειώνει (όχι χωρίς μια δόση σαρκασμού, θα λέγαμε από την πλευρά μας).

Σαράντα χρόνια αργότερα ο κλασικός φιλόλογος Αντώνης Μυστακίδης, που θα μείνει γνωστός με το ψευδώνυμο Μεσεβρινός, αρχίζει από τη Σουηδία την έκδοση των «Τετραδίων του Ρήγα» μ’ ένα ιδιότυπο μονοτονικό, καταργώντας τις διφθόγγους. Η δημοτική γλώσσα, όπως την οραματίζεται, πρέπει να φτάσει σε όλα τα σημεία της ομογένειας, στο πλαίσιο του αντιδικτατορικού αγώνα. Το 1978, ο ίδιος προτείνει τη συμπλήρωση του ελληνικού αλφαβήτου με τα λατινικά στοιχεία «b», «d», «g».

Εχει μεσολαβήσει ήδη, ωστόσο, μια δαιμόνια καταγραφή των ελληνικών sixties με φωνητική ορθογραφία. Το 1960 ένας ανερχόμενος σκιτσογράφος εκδίδει «Το λέφκομα μου» και τα επόμενα χρόνια ακολουθεί ένας θίασος από ανορθόγραφες καρικατούρες που διακωμωδούν με έμμετρο στυλ την ημιμάθεια, τον νεοπλουτισμό και την ξενομανία των νεοελλήνων. Ο σκιτσογράφος θα περάσει στην Ιστορία ως Μποστ και το ιδίωμά του θα επιστρέψει τη φωνητική ορθογραφία εκεί όπου πραγματικά ανήκει: στην ειρωνεία της γραφής και της τέχνης.