Αυτές οι κρίσιμες ώρες που δοκιμάζουν την ποιότητα της πολιτικής στην Ευρώπη θεωρήθηκαν, και όχι αδίκως, η καταλληλότερη στιγμή για να επανέλθει στις οθόνες μια πολιτική σάτιρα που λάτρεψε το κοινό (και πολιτικοί με χιούμορ).

Μπορεί να πέρασαν 32 χρόνια από την πρώτη προβολή της, οι δύο πρωταγωνιστές Πολ Εντιγκτον και Νάιγκελ Χόθορν να μη ζουν πλέον, αλλά το «Μάλιστα κ. Υπουργέ» και η συνέχειά του «Μάλιστα κ. Πρωθυπουργέ» έχουν μείνει στην ιστορία της ευρωπαϊκής τηλεόρασης για το ανελέητο χιούμορ με το οποίο ξεφλούδιζαν, τότε, τη δεκαετία του ’80, το λούστρο της πολιτικής και την αυταρέσκεια των λειτουργών της.

Αλήστου μνήμης ο Τζιμ Χάκερ του Εντιγκτον, ο αυτάρεσκος υπουργός που θεωρούσε ότι ανταποκρίνεται στα όνειρα των ψηφοφόρων, όπως και ο κυνικός, ιντριγκαδόρος βοηθός του σερ Απλμπάι του Χόθορν, που επέβαλε τη δική του ισχυρή αντίληψη για την άσκηση πολιτικής, φροντίζοντας να ανακόπτει κάθε μεταρρυθμιστική ιδέα του υπουργού, διατηρώντας έτσι τη δική του παρασκηνιακή εξουσία και τη στρατιά των γραφειοκρατών αξιωματούχων.

Αλλωστε η σειρά που υπέγραφαν τότε, όπως και σήμερα το remake της, οι Αντονι Τζέι (οπαδός των Τόρις) και Τζόναθαν Λιν (οπαδός των Εργατικών), ήταν και παραμένει σάτιρα ενός συστήματος διακυβέρνησης στο οποίο μη εκλεγμένοι σύμβουλοι, βοηθοί, spin doctors και λοιποί παρατρεχάμενοι καθοδηγούν τους εκλεγμένους πολιτικούς, φροντίζοντας να συντηρείται ανέπαφο από αλλαγές και εξελίξεις το σύστημα που αναπαράγει τις θέσεις τους.

Η αλήθεια είναι ότι τότε, τη δεκαετία του ’80, η πολιτική δεν είχε ακόμη ταυτιστεί με την τηλεόραση, ούτε οι επικοινωνιολόγοι είχαν μετατρέψει τους πολιτικούς σε σταρ μιας πολιτικής σαπουνόπερας. Δεν είχε προλάβει ακόμη να εθιστεί το φιλοθέαμον πλήθος στην ψευδαίσθηση ότι η πολιτική είναι μια υπόθεση που ασκείται on camera.

Ωστόσο, οι μύθοι της ξέφτιζαν ήδη και οι πολίτες συνειδητοποιούσαν ότι όλο και λιγότερο οι πολιτικοί ανταποκρίνονται στις υποσχέσεις τους σε έναν κόσμο που μεγάλωνε, μεγάλωναν οι ανάγκες τους, τα όνειρά του και οι… φούσκες –αλλά αυτό το τελευταίο έμελλε να το συνειδητοποιήσει 30 χρόνια μετά.

Τότε οι δύο σειρές «Yes minister» και «Yes prime minister», με τον Χάκερ να γίνεται πρωθυπουργός από υπουργός, ήταν ήδη τολμηρή σάτιρα, τουλάχιστον για τα βρετανικά ήθη. Ακόμη και η Μάργκαρετ Θάτσερ, της οποίας η έλλειψη χιούμορ θεωρούνταν παροιμιώδης, δήλωνε φαν και αν τύχαινε να χάσει επεισόδιο έστελνε τον γραμματέα της στο BBC να της φέρει τις κασέτες.

Για τα σημερινά δεδομένα που οι ιντερνετικές και τηλεοπτικές ταχύτητες έχουν επιβάλει μια ξέφρενη αλληλουχία αποκαλύψεων σκανδάλων παντός είδους, που η υπερέκθεση των πολιτικών στις κάμερες διαλύει παλιές μυθολογίες και αναδεικνύει τα χειρότερα ελαττώματα ενός συστήματος που έχει υποστεί φθορές και στρεβλώσεις από τη διαπλοκή του με τη μιντιακή και οικονομική εξουσία, η σάτιρα του «Μάλιστα κ. Υπουργέ» μοιάζει πολύ εκλεπτυσμένη. Ιδίως όταν η αισθητική έχει περάσει σε πιο σκληρές, μηδενιστικές σατιρικές εκδοχές, όπως τη σειρά «Τhe thick of it», που αφορούσε την περίοδο Μπλερ – Κάμπελ (δεν το έχουμε δει στη χώρα μας, ελπίζουμε όμως η ΕΡΤ να εξασφαλίσει το remake του «Yes minister», όπως είχε πράξει και με την παλιά σειρά).

Γιατί, νοσταλγική ή όχι, η επανέκδοση της σειράς εντάσσει τις εξελίξεις της πολιτικής, την κρίση στην Ευρωπαϊκή Ενωση, την Κριστίν Λαγκάρντ και τον Χένρι Βαν Ρόμπαϊ χωρίς διόλου να υποχωρεί από εκείνο το σαρκαστικό βρετανικό χιούμορ που εισχωρούσε ώς τα μύχια της πολιτικής τού παρασκηνίου, των συμβούλων και των γραφειοκρατών.