Χαμογελώντας στην κάμερα η νεαρή αντάρτισσα σηκώνει την κιθάρα της και αφιερώνει ένα τραγούδι στην οικογένειά της. «Don’t Cry For Me Argentina» τραγουδά η Τάνια Νιμέγερ από κάποιον καταυλισμό στη ζούγκλα της Κολομβίας για τους γονείς της στην Ολλανδία, τους οποίους έχει πολλά χρόνια να δει.
Οι εικόνες αυτές, από ένα ντοκιμαντέρ που γύρισε το 2010 ο κολομβιανός κινηματογραφιστής και συγγραφέας Χόρχε Ενρίκε Μποτέρο, ήταν και οι πρώτες της Νιμέγερ από όταν εγκατέλειψε μια άνετη ζωή στην Ολλανδία το 2002, προκειμένου να συμμετάσχει στον πόλεμο που έχουν κηρύξει από το 1964 οι FARC, οι Επαναστατικές Ενοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας, στο κολομβιανό κράτος. Η κινηματογραφική ιστορία της 34χρονης αντάρτισσας επανήλθε στο διεθνές προσκήνιο μετά την έναρξη στις 19 Νοεμβρίου των πρώτων επίσημων διαπραγματεύσεων ανάμεσα στις FARC και στην κυβέρνηση της Κολομβίας εδώ και περισσότερο από μία δεκαετία. Η Νιμέγερ συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις· είναι ένα από τα 29 μέλη της αντιπροσωπείας των FARC που μετέβησαν γι’ αυτόν τον σκοπό στην Κούβα. Την ενοχλεί όμως το ενδιαφέρον που συγκεντρώνει το φωτογενές πρόσωπό της. Ακόμη περισσότερο την ενοχλεί η άποψη ορισμένων ότι οι FARC τη χρησιμοποιούν για να βελτιώσουν την εικόνα τους. «Αυτό που θέλουμε είναι να αφηγηθούμε τη δική μας εκδοχή των γεγονότων», είπε στον ολλανδό δημοσιογράφο Ρόμπερτ-Γιαν Φρίελε και παλαιό γνώριμό της από το Πανεπιστήμιο του Γκρόνινγκεν, ο οποίος τη συνάντησε στην Αβάνα για λογαριασμό της ισπανικής «El Pais».
Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΑΦΗ. Η Νιμέγερ μεγάλωσε σε μια μικρή ολλανδική πόλη, το Ντένεκαμπ, και ήταν η δεύτερη από τις τρεις κόρες μιας δεμένης οικογένειας. Διψώντας στα 20 της χρόνια για περιπέτεια, απάντησε σε μια αγγελία φοιτητικής εφημερίδας για διδασκάλους αγγλικών σε μια πόλη της Δυτικής Κολομβίας, την Περέιρα. Εφτασε εκεί το 1998, μια νέα κοπέλα «με έντονη κοινωνική συνείδηση», όπως λέει η μητέρα της. Η ακραία ένδεια και οι ανισότητες που την περιέβαλλαν στην Κολομβία τη σόκαραν, άρχισε να ενδιαφέρεται για την πολιτική και τη βίαιη ιστορία της χώρας. Οι FARC πολεμούσαν για κοινωνική δικαιοσύνη και αγροτική μεταρρύθμιση – αν και πολλοί αμφισβητούν σήμερα την πραγματική ιδεολογική τους στράτευση.
Ενας συνάδελφός της καθηγητής ικανοποίησε την περιέργειά της δείχνοντάς της ορισμένες από τις φτωχότερες περιοχές της Κολομβίας και δασκαλεύοντάς την γύρω από τα κομμουνιστικά κινήματα ανά τον κόσμο.
Ωσπου να επιστρέψει στην Ολλανδία, έναν χρόνο αργότερα, είχε κολλήσει τον «πυρετό της επανάστασης». Μάζεψε χρήματα και το 2002 επέστρεψε στην Κολομβία. Αν και «δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα γινόταν αντάρτισσα», πολύ σύντομα παρακολούθησε τα υποχρεωτικά για όλα τα επίδοξα μέλη των FARC μαθήματα μαρξισμού – λενινισμού και ενεπλάκη με το Αστικό Δίκτυο Αντόνιο Ναρίνιο στην Μπογκοτά, βοηθώντας σε βομβιστικές επιθέσεις εναντίον αστυνομικών τμημάτων και του δικτύου δημόσιων μεταφορών. Εναν χρόνο αργότερα εγκατέλειψε την πρωτεύουσα για μια ζωή αντάρτικου και κακουχιών στη ζούγκλα.
ΕΠΙΜΟΝΗ ΚΑΙ ΘΑΡΡΟΣ. «Εχει μια πολύ ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση», λέει ο Λέον Βαλένσια, ένας πρώην αντάρτης που έγραψε ένα βιβλίο για αυτήν. «Συχνά νιώθει ακραίο θυμό, λύπη, χαρά. Το μόνο που δεν έχω δει ποτέ σε αυτήν είναι φόβος». Η επιμονή και το θάρρος της Νιμέγερ εντυπωσίασαν τους προϊσταμένους της, σύντομα αναρριχήθηκε στην ιεραρχία και έγινε βοηθός ενός ανώτερου διοικητή. Περισσότερο δυσκολεύτηκε να εγκαταλείψει την οικογένειά της, «όπως όμως συμβαίνει με όλα τα μέλη των FARC», εξηγεί ο Μποτέρο, «οικογένειά της έγιναν οι αντάρτες». Η οικογένειά της ταξίδεψε πολλές φορές στην Κολομβία προσπαθώντας να την πείσει να επιστρέψει κοντά της, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Στο ντοκιμαντέρ του 2010 η Νιμέγερ δήλωνε αφοσιωμένο και υπερήφανο μέλος των FARC. Στον ανταποκριτή της «El Pais» δήλωσε ότι «έχει κουραστεί να πρέπει να υπερασπίζεται συνεχώς τον εαυτό της». «Θα ήσουν διατεθειμένη να ζητήσεις συγγνώμη για τα θύματά σας;», τη ρώτησε εκείνος. Ο πόλεμος ανάμεσα στις FARC και στην κολομβιανή κυβέρνηση από τη δεκαετία του 1980, όταν τα τεράστια έσοδα από το εμπόριο κοκαΐνης άρχισαν να λειτουργούν ως καταλύτης, βγάζει τον χειρότερο εαυτό και των δύο πλευρών. Δεκάδες είναι καθημερινά τα αθώα θύματα, ιδίως φτωχοί κολομβιανοί αγρότες, που παγιδεύονται ανάμεσα στις μάχες, στις επιθυμίες και στα συμφέροντα των δύο πλευρών. «Υπάρχει ένα ρητό που λέει: ο λαός ξέρει ποιοι είναι οι τύραννοί του», απάντησε οργισμένη η Νιμέγερ. «Η κυβέρνηση προσπαθεί να μας μετατρέψει από θύματα σε θύτες». Δεν υπάρχει λοιπόν τίποτα που μπορεί να προσάψει κανείς στις FARC; «Δεν έχω λόγο να δικαιολογούμαι. Ο αγώνας είναι δικαιολογημένος. Βρισκόμαστε σε πόλεμο».