Αρχές του 1982. Απογευματάκι αθηναϊκό. Μελένιο. Μου τηλεφωνεί ο Μάνος Λοΐζος και μετά τα συνηθισμένα προκαταρκτικά καλαμπούρια και τα λάιτ αισχρόλογα με ρωτάει αν μπορεί να περάσει από το σπίτι μου «για δουλειά». «Δηλαδή;». «Η Μαρία Φαραντούρη κάνει δίσκο με έναν σπουδαίο τούρκο συνθέτη, τον Ζουλφί Λιβανελί. Ο Λιβανελί έγραψε τη μουσική στην ταινία του Γκιουνέι «Το κοπάδι», που απέσπασε πολλά διεθνή βραβεία…». «Κι εγώ πού παίζω;». «Θα γράψεις στίχους, ΗΛΙΘΙΕ!». «Πού να γράψω στίχους; Στην ταινία που ήδη παίζεται;». «Οχι, βρε αχρείε! Ο Ζ. Λιβανελί απλώς έχει γράψει και μερικά τραγούδια, αλλά χρειάζεται ελληνικούς στίχους. Τους οποίους θα αναλάβεις, βέβαια, εσύ».

Γελάω με τις χαδιάρικες βρισιές του και σπρώχνω την κουβέντα παραπέρα. «Να βρεθούμε το βράδυ κατά τις 9;», προτείνω. «Ναι». «Μόνος σου θα ‘ρθεις;». «Θα είναι μαζί μου η Φαραντούρη, ο Λιβανελί, ο Τηλέμαχος και ο Αχιλλέας…». «Τι σόι μουσική γράφει ο Λιβανελί;», ρωτάω. «Λαϊκή. Βασισμένη στην ανατολίτικη παράδοση». «Και πώς αποφασίστηκε να γράψω εγώ τα λόγια;». «Είναι μεγάλη ιστορία… Ο Λιβανελί είναι αριστερός. Η Τουρκία έχει δικτατορία. Ο δικτάτορας, ο Εβρέν, σκοτώνει και φυλακίζει αβέρτα κόσμο και ντουνιά. Ο Λιβανελί φοβήθηκε ότι θα συλληφθεί και το ‘σκασε στην Ευρώπη. Τώρα, κάνει συναυλίες με τη Φαραντούρη στη Γερμανία. Της Μαρίας τής αρέσει πολύ η μουσική του. Και θέλει επιπλέον να τον βοηθήσει, κάνοντας και δίσκο μαζί του. Δοκίμασε για στίχους με διάφορους. Δεν έμεινε ικανοποιημένη. Τότε, της είπα εγώ να δουλέψει με σένα, που είσαι θαυματοποιός! Κατάλαβες, ΗΛΙΘΙΕ;».

Να προχωρήσω σε μερικές συστάσεις στον αναγνώστη πριν η παρέα έρθει στο σπίτι μου: ο Τηλέμαχος Χυτήρης είναι ο άντρας της Φαραντούρη και αγαπημένος φίλος του Λοΐζου. Σπούδασε γεωπόνος στην Ιταλία και δουλεύει στο καλλιτεχνικό κέντρο Ωρα. Εχει την ευθύνη έκδοσης της ετήσιας πολιτιστικής επιθεώρησης «Χρονικό». Γράφει ποιήματα και το προφίλ του είναι δημοκρατικό. Μειλίχιος νέος και σοβαρός.

Ο Αχιλλέας είναι ο Θεοφίλου. Φίλος του Λοΐζου αλλά και δικός μου. Είναι παντρεμένος με τη Χαρούλα Αλεξίου και μέντοράς της. Εκανε σπουδές στο Παρίσι, είναι γόης (τον αποκαλούσαν οι Γάλλοι «ο ωραίος Αχιλλέας») και εργάζεται ως παραγωγός στη δισκογραφική εταιρεία Μίνως, όπου ανήκει και η Φαραντούρη. Είναι κι αυτός δημοκρατικός, θαυμάζει και αγαπάει τον Θεοδωράκη και ξενυχτάει στα στούντιο με τον Λοΐζο για να ηχογραφήσουν δέκα και είκοσι φορές το ίδιο τραγούδι, ώσπου να φτάσουν σε ένα καλό αποτέλεσμα.

Για τον Λοΐζο δεν χρειάζεται να πω τίποτα. Για τις ανάγκες αυτής της «εξομολόγησης», όμως, οφείλω να σημειώσω ότι αγαπούσε πολύ τη Φαραντούρη. Ηταν φίλοι από το 1962. Την εποχή που σύχναζαν με τον Σαββόπουλο, τον Μάνο Ελευθερίου, τον Φώντα Λάδη, τον Λεοντή, τη Μάρω Λήμνου και πολλούς άλλους νέους της εποχής στον ΣΦΕΜ. Τον Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής. Σ’ αυτόν τον σύλλογο, κάθε βράδυ, έπαιρνε σάρκα και οστά ένα σπουδαίο νεολαιίστικο καλλιτεχνικό κίνημα. Διαβάζονταν ποιήματα, γίνονταν πρόβες, χορωδίες, παιζόταν μουσική, παρουσιάζονταν μονόπρακτα, γράφονταν τραγούδια.

Ολη η παρέα είχε ως πρότυπο και δάσκαλο τον Μίκη Θεοδωράκη. Εγώ δεν ανήκα στην ομάδα ούτε ήξερα κάποιο από αυτά τα παιδιά. Αλλωστε, εκείνο τον καιρό, κάναμε σχέδια με τον Ξαρχάκο για τις πρώτες απόπειρες συνεργασίας μας. Ο Λοΐζος, πάντως, όπως και ο Λεοντής παίζανε τραγούδια τους στις συναυλίες του Μίκη και δείχνανε, με το έργο τους, ότι δεν θα αργήσουν να ανοίξουν τα φτερά τους. Η Φαραντούρη, την ίδια ώρα, κουβέντιαζε με τον Σαββόπουλο και τον Μάνο για μια κοινή εμφάνιση στην μπουάτ Στοά στο Κολωνάκι. Αφεντικό σ’ αυτή την μπουάτ ήταν ο Γιώργος Κούνδουρος και το μεροκάματο στους τρεις καλλιτέχνες δεν ξεπερνούσε το ένα κατοστάρικο. Αλλά το «τρίο» δέχτηκε. Η ανάγκη ήταν πολύ μεγάλη.

Εγώ τώρα είχα πολύ μεγάλη εκτίμηση και θαυμασμό για τη Φαραντούρη. Κατά τη γνώμη μου, στο είδος της ήταν η σημαντικότερη τραγουδίστρια της Ευρώπης! Την είχα γνωρίσει από κοντά στο Παρίσι, όπου πρωταγωνιστούσε στις συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη, στα χρόνια της δικτατορίας στην Ελλάδα. Ηταν καταπληκτική! Αλλά και όλο το συγκρότημα με επικεφαλής, φυσικά, τον Μίκη ήταν εξαίσιο: Καλογιάννης, Μαρία Δημητριάδη και Πέτρος Πανδής! Κάθε βράδυ, όπου κι αν γινόταν η συναυλία, την παρακολουθούσαν εκατοντάδες Γάλλοι και το σύνθημα που κυριαρχούσε ήταν «Ελευθερία – Δημοκρατία στην Ελλάδα!». Ερχόντουσαν και πολλοί διανοούμενοι και ηθοποιοί. Και μερικές φορές και η Μελίνα.

Με τη Φαραντούρη δεν είχαμε ώς τότε συνεργαστεί. Ελεγε, κατά κανόνα, τραγούδια του Θεοδωράκη και είχε διαπρέψει στο «Μαουτχάουζεν». Ηθελα πολύ, όμως, να ερμηνεύσει και δικά μου τραγούδια. (Το ήθελε και ο Λοΐζος. Γι’ αυτό, άλλωστε, χρησιμοποίησε σε δίσκο μας και την Αλέκα Αλιμπέρτη που είχε ηχόχρωμα παραπλήσιο με της Φαραντούρη. Ακόμη και μετά θάνατον κυκλοφόρησε ο δίσκος του, με στίχους του Ναζίμ Χικμέτ, σε μετάφραση του Ρίτσου, με ερμηνεύτρια τη Φαραντούρη. Οπως και μερικά χρόνια πριν, τα «Νέγρικα» σε στίχους του Νεγρεπόντη. Νομίζω –δεν θυμάμαι καλά –ότι η Μαρία είχε πρωτοπεί τα «Νέγρικα» και στην ιστορική προδικτατορική συναυλία, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά).

Ενώνω τις δύο άκρες: το βράδυ στις 9, κατά τα συμφωνηθέντα, αφικνείται η πεντάδα στο σπίτι μου. Το σπίτι είναι μικρό, στο κάτω μέρος της Καισαριανής, προς τα Ιλίσια, αλλά όλοι οι καλοί, ως γνωστόν, χωράνε. Σκορπιζόμαστε στις καρέκλες και αρχίζουμε τη συζήτηση. Η Φαραντούρη μεταφράζει στα εγγλέζικα για να μπαίνει στην κουβέντα και ο Λιβανελί. Τι λέμε; Διάφορα. Αλλά κυριαρχούν ο Εβρέν και οι συνθήκες τρόμου που επικρατούν στην Τουρκία. Θυμόμαστε τα δικά μας, με τον Παττακό και τον Παπαδόπουλο, και ο Λοΐζος πάει στο πιάνο –έχουμε και πιάνο σ’ αυτό το σπίτι! –και παίζει τον «Τσε» που σκιτσάρει εκείνο τον καιρό, πριν τον ολοκληρώσει και πάει στο στούντιο για ηχογράφηση. Ο Λιβανελί ακούει με προσοχή και στο τέλος χειροκροτεί. Βγάζει, κατόπιν, το σάζι του –έγχορδο, λίγο μικρότερο από το μπουζούκι -, κουρδίζει και αρχίζει να μας κερνάει τα τραγούδια του: ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι. Παρακολουθούμε μαγεμένοι! Ο Αχιλλέας παίρνει από την τσέπη του μια κασέτα και μου τη δίνει. «Πότε θα μας παραδώσεις τους στίχους;», ρωτά χαμογελώντας. «Σε μία εβδομάδα!».

Υπέροχες μουσικές, μοναδική ερμηνεύτρια η Φαραντούρη και ο Ζ. Λιβανελί. Η περίπτωσή της με συγκινεί πολύ. Θυμάμαι τον Απρίλη του 1967. Είμαι στη Γερμανία. Στο Μόναχο.

Εκεί με βρίσκει –σε δημοσιογραφική αποστολή –το πραξικόπημα των «μαύρων συνταγματαρχών». Ενας συνάδελφος μου τηλεφωνεί στο ξενοδοχείο «Ρεγγίνα Παλάς» και με προειδοποιεί: «Μην επιστρέψεις. Θα σε πιάσουνε! Πιάσανε ήδη τον Ψαθά!..».

Αισθάνομαι μετέωρος. Είμαι πανικόβλητος. Δεν ξέρω γερμανικά. Δεν έχω λεφτά. Κι έχω στην Αθήνα γυναίκα και μικρό παιδί. Πώς θα ζήσουν; Ευτυχώς μέσα στην απελπισία μου ακούω ελληνικά, από μερικούς νέους, μερικά μέτρα πιο πέρα. Είναι καμιά δεκαριά. Οι δύο με γνωρίζουν από τα κείμενά μου στα «ΝΕΑ» και έχουν έρθει για να βοηθήσουν. Ανήκουν στη νεολαία της Ενωσης Κέντρου. Από τους νέους αυτούς πληροφορούμαι ότι ένας παιδικός φίλος μου, ο Αγγελος Μαρόπουλος, που εργάζεται στην «Ντόιτσε Βέλε», ζει στο Μπαντ Γκόντεσμπεργκ κοντά στη Βόννη. Τρέχουμε σε ένα τηλέφωνο. Του τηλεφωνώ. Μου λέει αμέσως «πάρε το τρένο και έλα. Θα σε φιλοξενήσω εγώ». Ο Μαρόπουλος, πράγματι, με φιλοξενεί στο σπίτι του. Και με ταΐζει…

Εκείνο τον καιρό, τρία ελληνικά συγκροτήματα έκαναν συναυλίες σε ευρωπαϊκά γήπεδα και θέατρα. Απευθύνθηκα και στα τρία, παρακαλώντας για συνεργασία. Αλλά δεν πήρα καμία απάντηση! Ημουν απελπισμένος! Γι’ αυτό και ένιωθα έντονα το δράμα του Λιβανελί. Και έπεσα με τα μούτρα στο γράψιμο των τραγουδιών. Επρεπε ο δίσκος να γίνει γρήγορα και να πετύχει!

Το κέντρο βάρους του ήταν δεδομένο! Εβρέν, δικτατορία, διώξεις, εκτελέσεις, απόγνωση, αγώνες για ελευθερία. Ετσι, ξεκίνησα να γράφω τον «Μετανάστη». Κι αμέσως μετά, το «Μοιρολόι». Και ακολούθως, τα «Με φυτέψανε», «Μίλα σιγά» και «Οι μέρες μας». Αλλά για να το γλυκάνω λίγο το πράγμα, έγραψα κι ένα ερωτικό τραγούδι σπαραγμού. Το «Λέιλιμ λέι». Κάποιες αφορμές για τους στίχους μού δίνει ο ίδιος ο Λιβανελί.

Η γυναίκα μου είναι σκηνοθέτις. Η Ράια Μουζενίδου. Μετά την πρώτη επιτυχημένη παράστασή της στο θέατρο Εντοπία («Κουραμπιέδες» του Γ. Χασάπογλου), την καλούν –και δέχεται –να σκηνοθετήσει στο Καμπέρειο Ημικρατικό Θέατρο Ηπείρου στα Ιωάννινα το θεατρικό έργο «Το θεριό του Ταύρου» του Τούρκου Αζίζ Νεσίν, γνωστού στην Ελλάδα από το έργο του «Ο καφές και η δημοκρατία». Ο Νεσίν είναι αριστερός δημοσιογράφος και συγγραφέας. Εχουμε γνωριστεί στην Πόλη το 1975. Εχω την καλύτερη γνώμη γι’ αυτόν. Υπουργός Πολιτισμού είναι η Μελίνα Μερκούρη και αγαπάει πολύ τη Ράια. Μόλις μαθαίνει για το «Θεριό του Ταύρου» στα Ιωάννινα, λέει «θα ‘ρθω κι εγώ στην πρεμιέρα». Και ήρθε. Μαζί με τον Ντασσέν. Ηταν μια θριαμβευτική βραδιά, γεμάτη χειροκροτήματα και αγάπη. Σε μια καίρια στιγμή του έργου ακούγεται ζωντανά «Ο μετανάστης» από φωνή και κιθάρα. Ηταν μια επιτυχημένη έμπνευση της Ράιας.

Γυρίσαμε στην Αθήνα ύστερα από ένα περιπετειώδες ταξίδι. Το αεροπλάνο ήταν μικρό, οι άνεμοι σφοδρότατοι και η Μελίνα κάθε τόσο γυρνούσε και κοιτούσε τρομαγμένη τον Ντασσέν λέγοντάς του «Τζούλι, φοβάμαι ότι ήρθε η τελευταία μας ώρα!». Επιζήσαμε. Η Μελίνα επέστρεψε στο υπουργείο της, ο Ντασέν στα σενάριά του κι εγώ ξανάπεσα στον δίσκο.

Από τραγούδι σε τραγούδι, ένιωθα όλο και πιο ωραία. Οι στίχοι κυλούσαν ευχαριστημένοι πάνω στα χαρτιά μου, ενώ το μίσος μου για τον δικτάτορα Εβρέν έσπρωχνε το χέρι μου για να φτιαχτούν κομμάτια που αγάπησα πολύ.

Βγήκε ο δίσκος και έκανε επιτυχία. Η Πρωτοψάλτη, νεαρή τότε, άρχισε να τραγουδάει στο κέντρο όπου δούλευε τον «Μετανάστη». Το ίδιο τραγούδι είχε εντυπωσιάσει και τον Νταλάρα, που αποφάσισε να το συμπεριλάβει στο πρόγραμμά του και να το φωνογραφήσει σε επόμενη δουλειά του. Οπως κι έγινε.

Εκτοτε, έχουμε συνεργαστεί σε δύο ακόμη δίσκους με τη Μαρία Φαραντούρη. Στις «Σερενάτες» και την «Ερημιά». Η μουσική είναι του Μίκη. Στην «Ερημιά», τα τραγούδια τα μοιράζεται η Μαρία με τον Μανώλη Μητσιά.

Με τον Λιβανελί συναντηθήκαμε μόνο μία φορά από τότε που κάναμε τον δίσκο. Τον είχε καλέσει η ΓΣΕΕ σε μια συναυλία προς τιμήν του Θεοδωράκη στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Πρέπει να προσθέσω εδώ ότι ο Λιβανελί, μετά την πτώση της δικτατορίας στην Τουρκία, έγινε βουλευτής και είναι πρέσβης Καλής Θελήσεως της UNESCO.

Υστερόγραφο: Στο κείμενο του περασμένου Σαββάτου για τον «Δρόμο» χτύπησε δύο φορές ο γνωστός «δαίμων»: στο τραγούδι «Μίλα μου για τη λευτεριά», το δεύτερο κουπλέ αρχίζει έτσι: «Αν έβρεις μέσα μου» κ.λπ. και όχι «αν σύρεις». Και στο τραγούδι «Εξι άντρες», στο δεύτερο πάλι κουπλέ, ο πρώτος στίχος είναι «Πέντε άντρες τη νυχτιά / το κορμί τους έκαιγε» και όχι «Πάντα άντρες τη νυχτιά / το αίμα τους εκύλαγε».