Το κασετοφωνάκι στο οποίο κατέφυγε ο κ. Χαϊκάλης, ηθοποιός και εκλεγμένο μέλος της Βουλής των Ελλήνων με τους Ανεξάρτητους Ελληνες, προκειμένου υποθέτουμε να ενισχύσει τα επιχειρήματα της ομιλίας του προχθές κατά τη συζήτηση για τον προϋπολογισμό έκανε, όπως ήταν αναμενόμενο, τη δέουσα «καριέρα» στην ειδησεογραφία των ημερών. Το απόσπασμα που ο ομιλητής επιθυμούσε να χρησιμοποιήσει προς αντιπολιτευτικό εντυπωσιασμό ήταν από προεκλογική ομιλία του Πρωθυπουργού όταν παρουσίαζε το πρόγραμμα του κόμματός του στο Ζάππειο.

Αυτό το πληροφορηθήκαμε περισσότερο από τα δημοσιογραφικά ρεπορτάζ και όχι γιατί ακούστηκε το απόσπασμα. Και ο λόγος δεν ήταν μόνο ότι έκλειναν τα μικρόφωνα της Βουλής από τον πρόεδρο καθώς δεν επιτρέπεται η χρήση τέτοιου είδους βοηθημάτων, όπως και κάμερες πέραν των εγκεκριμένων, αλλά και γιατί η χρήση οπτικοακουστικής τεχνολογίας προϋποθέτει και ανάλογες εγκαταστάσεις για να επιτελέσει τον σκοπό της, άρα δεν θα ακουγόταν άλλο από ένας συγκεχυμένος βόμβος. Δεν το γνώριζε ο κ. Χαϊκάλης που είναι τουλάχιστον έμπειρος στα εργαλεία του θεάματος;

Είναι γνωστό ότι στην επιθεώρηση – και όχι γενικά στο θέατρο –, όπως και στην τηλεόραση, η στιγμιαία εντύπωση έχει καθοριστική σημασία για την καθήλωση του φιλοθεάμονος και κατ’ επέκταση για το χειροκρότημα. Πρόκειται για λειτουργία της οποίας το ψυχαγωγικό στοιχείο βρίσκεται ακριβώς στην αντιστροφή των κανόνων που επιβάλλει ο λόγος, όπως για παράδειγμα τη συστηματική έκθεση επιχειρημάτων, την περιγραφή εικόνων, την επαγωγική εξαγωγή συμπερασμάτων κ.λπ.

Αλλά όλα αυτά προϋποθέτουν και επιβάλλουν μια συγκεκριμένη λειτουργία της νόησης, όπως και ένα επίπεδο πολιτισμού, ο οποίος την αναγνωρίζει ως καθοριστική για την επιβίωσή του.

Για τους αρχαίους Ελληνες, για παράδειγμα, η περιφρόνηση των κανόνων της ρητορικής – σήμαινε ανοργάνωτη παρουσίαση σκέψεων – θεωρούνταν εξευτελιστική για τη νοημοσύνη του ακροατηρίου. Από αυτό το επιχείρημα αρχίζει ένας από τους πιο εμβριθείς μελετητές της επιρροής τής σύγχρονης οπτικοακουστικής τεχνολογίας στην ποιότητα του δημόσιου λόγου, ο Αμερικανός Νιλ Πόστμαν. Για να καταδείξει σε εκτενές πόνημα με τίτλο «Διασκέδαση μέχρι θανάτου» («Amusing ourselves to death») ότι όσο περισσότερο καταφεύγουμε στην ευκολία των σκηνοθετικών εντυπώσεων που προσφέρει η τεχνολογία της επικοινωνίας τόσο υποχωρεί ο πολιτισμός της νόησης και η σύγχρονη ζωή γίνεται έρμαιο της αποσπασματικότητας και των ευκαιριακών λύσεων. Θεωρήθηκε πολέμιος της τηλεόρασης με αυτές του τις απόψεις. Δεν ήταν. Υπήρξε απλώς πολέμιος της ευκολίας των μεθόδων του θεάματος, όταν αυτές χρησιμοποιούνται σε πεδία όπου είναι απαραίτητη, αν μη τι άλλο, η βασική λειτουργία της σκέψης.

Είναι γεγονός ότι ο κ. Χαϊκάλης και πολλοί συνάδελφοί του εντός της Βουλής, καθώς και πλήθος εκλεγμένων σε Κοινοβούλια άλλων χωρών, αποτελούν παραδείγματα ή δίνουν παραδείγματα καθημερινώς μιας άλλης κορυφαίας σύγχυσης της εποχής που έχει αφορμή εκείνη την αγοραία αντίληψη περί θεάματος, η οποία εξισώνει την αλήθεια και την ικανότητα με τον ποσοτικό προσδιορισμό. Με όρους τηλεόρασης θα το λέγαμε σύγχυση τηλεθέασης και αλήθειας, τηλεθέασης και ικανότητας να διαχειριστεί κάποιος τα πολύπλοκα πολιτικοοικονομικά ζητήματα της εποχής. Κάπως έτσι όμως συντέθηκε το πανόραμα μιας ψυχαγωγικής πολιτικής.

Εξού και στις εποχές της ευδαιμονίας η γενική ατμόσφαιρα να καταδικάζονται συλλήβδην οι πολιτικοί στη χώρα μας – πολλοί εκ των οποίων ξαναψηφίζονταν με τα ίδια ψυχαγωγικά κριτήρια – αναδείχθηκε σε ένα είδος αντιστασιακής μόδας, κάτι σαν φόρος τιμής στην ανάμνηση ενός πολιτικοποιημένου λαού. Ολοι ήταν ευχαριστημένοι τότε. Τώρα ψάχνουμε τι φταίει και ο λόγος των πολιτικών δεν αίρεται στο ύψος των περιστάσεων.