Η επίσημη τελετή παράδοσης της Θεσσαλονίκης στον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο έγινε στις 4.30 το απόγευμα της 26ης Οκτωβρίου στο Τόψιν από δύο οθωμανούς αξιωματικούς, τον στρατηγό Αχμέτ Τεφίκ Πασά και τον συνταγματάρχη Ασήμ Μπέη, εξουσιοδοτημένους για την περίσταση από τον Χασάν Ταχσίν Πασά ο οποίος δεν παρέστη. Ο δημοσιογράφος Χρίστος Χριστοδούλου φωτίζει εκείνες τις ώρες.

«Διοικητήριο Θεσσαλονίκης, απόγευμα 27 Οκτωβρίου – 9 Νοεμβρίου, 1912.

Επιτελικό γραφείο Αρχιστρατήγου της 8ης Στρατιάς του Οθωμανικού Αυτοκρατορικού Στρατού.

Ο Αρχιστράτηγος Χασάν Ταχσίν, πήρε από το χέρι του υπασπιστή του το έγγραφο της παράδοσης της Θεσσαλονίκης στον Ελληνικό Στρατό και άρχισε να το μελετά με προσοχή.

Το κείμενο –δυο χειρόγραφες σελίδες όλο κι όλο –ήταν γραμμένο στα γαλλικά και τα ελληνικά. Παραδόξως όμως, ο Οθωμανός Πασάς διάβαζε με απόλυτη άνεση την ελληνική εκδοχή του πρωτοκόλλου. Στο τρίτο άρθρο παρέμεινε λίγο περισσότερο. «Η Θεσσαλονίκη παραδίδεται εις τον Ελληνικόν Στρατόν μέχρι της υπογραφής της ειρήνης» …

Ηρεμος και σε πλήρη αυτοκυριαρχία συνέχισε την ανάγνωση χωρίς κανένα σχόλιο(…). Ο εξοχότατος Χασάν Ταχσίν Πασάς, που είχε υπηρετήσει πιστά, έντιμα κι επιτυχημένα τον Σουλτάνο στα τέσσερα σημεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προέβαινε τώρα σε μία πράξη εσχάτης προδοσίας. Παρά την αντίθετη γνώμη κάποιων εκ των επιτελών του και ενάντια στη δική του θέληση, ήταν έτοιμος να παραδώσει αμαχητί στους Ελληνες, την πόλη της Θεσσαλονίκης και τη στρατιά του. Χωρίς να έχει την έγκριση κανενός και χωρίς να περιμένει οδηγίες από την Κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης και την Υψηλή Πύλη.

Ξαναέσκυψε στο κείμενο και μετά από κάμποση ώρα, σηκώθηκε απ’ το γραφείο του. Παρά την ηλικία του, ήταν ένας όμορφος άνδρας. Ευθυτενής, με λευκά μαλλιά, περιποιημένο γένι και ωραία αδρά χαρακτηριστικά. Η περίτεχνη, χρυσοκέντητη στολή του Οθωμανού στρατηγού που φορούσε, συμπλήρωνε τέλεια αυτό που θα έλεγε κανείς «επιβλητική παρουσία». Φόρεσε τον στραταρχικό σκούφο του από αστρακάν με το ολόχρυσο αυτοκρατορικό έμβλημα του βαθμού του. Ο νεαρός υπασπιστής που στεκόταν αλύγιστος μπροστά του, ήταν καταφανώς συγκινημένος. Ο γερο – Πασάς μίλησε στα αλβανικά.

Ο στρατηγός πήρε ξανά στο χέρι του το χειρόγραφο πρωτόκολλο και το κράτησε με έναν τρόπο σαν να το ζύγιζε. Αυτό το σύντομο έγγραφο, με τα 11 άρθρα του, άξιζε όσο η τύχη της πόλης, οι ζωές των κατοίκων της και –ίσως –η μοίρα μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας.

–Κενάν γιε μου, είπε σχεδόν απολογητικά στον νεαρό υπασπιστή του, εμένα η πορεία μου τελείωσε. Εσύ ξέρεις ότι σκοπός μου ήταν η νίκη μας. Ομως η τύχη δεν ευνόησε τα όπλα μας… Εχω τουλάχιστον την παρηγοριά ότι παραδίνω τη Θεσσαλονίκη στους Ελληνες ανέπαφη και άθικτη όπως αξίζει σε μια τέτοια πόλη. Οσο για μένα, αφήνω την υστεροφημία μου στα χέρια σου και την τύχη μου στο έλεος του Θεού και των νικητών. Εχω απόλυτη εμπιστοσύνη στον κ. Βενιζέλο».

Στη Λωζάννη όπου βρισκόταν οικογενειακώς ο Πασάς έμελλε να έχει την πρώτη οικογενειακή –προσωπική απώλεια. Ο 19χρονος γιος του Εκρέμ αυτοκτόνησε. Η σορός του νεαρού έφτασε από τη Λωζάννη σιδηροδρομικώς στη Θεσσαλονίκη και παρελήφθη από τον φίλο της οικογένειας, ιατρό Δημήτριο Ζάννα. Η ταφή του έγινε στο νεκροταφείο των Μπεχτατζήδων στην περιοχή της Αγίας Φωτεινής, στα όρια της σημερινής Τριανδρίας.

Το 1918 αποχώρησε και ο ίδιος. Πέθανε εξαντλημένος σε ηλικία 73 ετών σε νοσοκομείο της πόλης Τεριτέτ, πλάι στη λίμνη Λεμάν στην Ελβετία. Η ταφή του έγινε στη Λωζάννη στο κοιμητήριο των ετερόδοξων, με δαπάνη της ελληνικής κυβέρνησης.

Δεκαεπτά χρόνια αργότερα με τη φροντίδα του γιου του Κενάν και σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Η ταφή τους έγινε πλάι στον γιο του Εκρέμ, στο ίδιο πάντοτε αλβανικό νεκροταφείο, γνωστό στους Θεσσαλονικείς ως Νεκροταφείο του Τεκέ των Μπεχτατζήδων. Ο γιος και υπασπιστής του στον καιρό των πολέμων, ο αυτοδίδακτος ζωγράφος Κενάν Μεσαρέ, μη θέλοντας να αποκαλύψει τον ακριβή τόπο της ταφής φοβούμενος τους καραδοκούντες φανατικούς, γράφει ότι «ετάφη με τιμές στις παρυφές της πόλεως». Αυτή ήταν η δεύτερη ταφή του Χασάν Ταχσίν Πασά.

Ο Κενάνμπεης πέθανε το 1966 στα Ιωάννινα. Μεταφέρθηκε και τάφηκε δίπλα στον πατέρα του στην αγαπημένη του Θεσσαλονίκη. Με τα χρόνια, ο Τεκές των Μπεχτατζήδων στην Τριανδρία καταπατήθηκε και το νεκροταφείο διαλύθηκε. Ανάμεσα στις σορούς των τύμβων εντοπίστηκε ο τάφος των Μεσαρέ. Στην επιτύμβια επιγραφή βρέθηκαν χαραγμένα τα ονόματα του Χασάν Ταχσίν πασά και των δύο γιων του, Εκρέμ και Κενάν. Τα οστά μεταφέρθηκαν από την οικογένεια στο οστεοφυλάκιο της Μαλακοπής.

Στο 25ο χιλιόμετρο του δρόμου Θεσσαλονίκης – Εδεσσας στην περιοχή του χωριού Γέφυρα (το παλιό Τόψιν), στο κέντρο ενός αγροκτήματος βρίσκεται το κτίριο όπου επισφραγίστηκαν οι τελευταίες πράξεις της οθωμανικής κυριαρχίας στη Θεσσαλονίκη. Το 1999 το κτίριο αγοράστηκε από το υπουργείο Εθνικής Αμυνας και μετατράπηκε στο σημερινό Στρατιωτικό Μουσείο των Βαλκανικών Πολέμων.

Τον Δεκέμβριο του 2002 ο αρχιτέκτονας Ινης Μεσαρέ (γιος του Κενάνμπεη και εγγονός του στρατηγού) γράφει: «Ο τάφος μνημείο του παππού και του πατέρα μου στο Στρατιωτικό Μουσείο Βαλκανικών Πολέμων (τέως έπαυλη Μοδιάνο, αγρόκτημα Τόψιν) έχει προχωρήσει αρκετά. Τα οστά μεταφέρθηκαν ήδη και η κρύπτη σφραγίστηκε». Αυτή είναι η τρίτη ταφή του Χασάν Ταχσίν Πασά.

Στη μυθιστοριογραφία του ο Χρίστος Χριστοδούλου αντλεί τα πραγματικά στοιχεία από σειρά ελληνικών και ξένων πηγών και αρχείων. Επιμένει φανατικά σχεδόν στις βιογραφίες ιστορικών προσώπων που «είχαν κάνει κάποια σπουδαία πράγματα στη ζωή τους, αλλά εν συνεχεία ξεχάστηκαν ή αφέθηκαν στην αφάνεια, πράγμα περίεργο. Ο Χασάν Ταχσίν Πασάς μας παρέδωσε άθικτη και ακεραία τη Θεσσαλονίκη. Ουσιαστικά μας παρέδωσε το κλειδί της Βόρειας Ελλάδας. Ενας Θεσσαλονικιός δημοσιογράφος της εποχής του που τον γνώριζε, δεν δίστασε να τον αποκαλέσει τότε «σωτήρα και ευεργέτη της πόλης». Η Θεσσαλονίκη όμως τι άλλο περιμένει επί 100 χρόνια για να δώσει τουλάχιστον το όνομά του σε κάποιο δρόμο της;» Οπως προσθέτει στα «ΝΕΑ» ο συγγραφέας, «το θέμα δεν είναι πολιτικό, αλλά ηθικό και ιστορικό».