«Αυτοί παιδί μου δεν…». Είναι η φράση της εποχής μας, όπως τη συλλαμβάνει ένας από τους πλέον ευαίσθητους δέκτες της: ο Μιχάλης Γκανάς. Ο βραβευμένος ποιητής και στιχουργός, και άλλοτε διαφημιστής και πιο πριν βιβλιοπώλης, και πάντα άνθρωπος της φύσης και της πόλης, της δημοτικής παράδοσης και της νεωτερικότητας, επιστρέφει στην ποίηση έπειτα από εννέα χρόνια, με μια καινούργια σύνθεση σαφώς πολιτική, χωρίς να είναι στρατευμένη. Είναι η «Αψινθος» (εκδ. Μελάνι), ένα έργο που συνομιλεί με την «Αποκάλυψη» του Ιωάννη και καταγράφει με τον πιο λιτό, τον πιο υπαινικτικό, αλλά και τον πιο δραστικό τρόπο το απειλητικό κλίμα που τυλίγει τον σύγχρονο κόσμο και τον σημερινό άνθρωπο. Αψινθος είναι το αστέρι που έπεσε στη Γη και δηλητηρίασε «το έν τρίτον» των πόσιμων υδάτων, αψέντι είναι και το ποτό της ποιητικής έμπνευσης.

«Αυτοί παιδί μου δεν / δεν σου χαρίζουν ούτε τη νύστα τους / (…) / αυτοί παιδί μου δεν / δεν ξέρουν δεν αγαπούν / ξέρουνε μόνο ν’ απαιτούν / περισσότεραπερισσότεραπερισσότεραπερί- / που έτσι γράφεται το μέλλον μας». Αυτό το κομβικό ποίημα αναπτύσσεται με συνεχείς αρνήσεις και προδίδει ταυτόχρονα κυνισμό και απελπισία. «Το «Δεν» είναι η λέξη της εποχής –μια μεγάλη άρνηση που αποπνέει θυμό, τόσο θυμό που κανείς δεν έχει την ψυχραιμία να ψάξει να δει τι συμβαίνει», μού σχολίαζε τις προάλλες ο 68χρονος Γκανάς. Το συγκεκριμένο ποίημα γεννήθηκε το 2008 και βρήκε τη θέση του σε τούτη τη σύνθεση, η οποία είχε ξεκινήσει να γράφεται το 2005 αλλά πέρασε από πολλαπλή επεξεργασία ώσπου να βρει την αιχμή της. «Με το 2004 ηλιθιωδώς νιώσαμε ότι επιτέλους σηκωνόμαστε από τα σκατά. Ομως μετά, μέρα με τη μέρα φαινόταν καθαρά πως πάμε να χτυπήσουμε τα πιο μεγάλα βάθη». Ετσι στο βιβλίο του το ποίημα είναι τυπωμένο σε δεξιά σελίδα και αντικρίζεται με τη φράση από την «Αποκάλυψη»: «Ούτως ότι χλιαρός ει, και ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, / μέλλω σε εμέσαι εκ του στόματός μου». Αυτόν τον τρόπο ακολουθεί ο Γκανάς σε ολόκληρο το πρώτο μέρος, παίρνοντας κάθε φορά τη σκυτάλη από έναν στίχο της «Αποκάλυψης» και ενσωματώνοντας στην εκάστοτε αντιφώνησή του στίχους άλλων ποιητών (Σολωμού, Σεφέρη, Ελύτη, Καρούζου). Κτίζει έτσι ένα πολυφωνικό τραγούδι για τον σύγχρονο κόσμο εντάσσοντας και ένα ποίημα του Γιώργη Παυλόπουλου (1924-2008), καμωμένο αποκλειστικά από ονόματα πουλιών, το οποίο μεταδίδει την αίσθηση μιας προοπτικής που χάθηκε («Πού είναι τα πουλιά; / (…) Πού είναι ο κοκκινολαίμης; / (…) / Πού είναι οι Μαυροσκούφηδες;»).

Με αυτά τα 16 ποιήματα ο Γκανάς συλλαμβάνει εντέλει την κυρίαρχη αίσθηση του φόβου, που «δεν είναι ένας υπαρξιακός φόβος αλλά ένας αρχέγονος φόβος που τρέφεται με ρεαλιστικές αφορμές και σε οδηγεί στην κατάθλιψη». Παράλληλα συλλαμβάνει τη μοναξιά που νιώθει ο σημερινός άνθρωπος, όχι στην ερημία του πλήθους, που έγραφε ο Αναγνωστάκης, αλλά «...με την αγέλη, όχι με τα ζεύγη / (…) / όχι με το σμήνος ούτε δυο δυο σαν τα τρυγόνια. / Μόνος. Να πίνεις νερό όπου βρεις…». Διότι όταν η εποχή πριμοδοτεί το Εγώ, και όταν η πραγματικότητα σου στήνει παγίδες που σε εκμαυλίζουν, καταλήγεις να συμπεριφέρεσαι αγελαία και να πληρώνεις ολομόναχος… Στο βάθος προβάλλει η αίσθηση του αδιεξόδου (η εικόνα της αρκούδας που δεν μπορεί να πέσει σε χειμερία νάρκη λόγω των πυρκαγιών είναι σπαρακτική) και του αμείλικτου δράματος που καραδοκεί μέσα στην αδιάφορη ομορφιά.

Η «Αψινθος» δεν είναι όμως μανιφέστο, και ακριβώς εκεί βρίσκεται το ενδιαφέρον της. Στο ότι με τη γλώσσα, το ύφος και την αρχιτεκτονική της, με τις παρηχήσεις, τις αναφορές στο δημοτικό τραγούδι, τις εκφράσεις του προφορικού λόγου και τις γειωμένες εικόνες, που εναλλάσσονται με ποιητικές εικόνες, προτείνει έναν άλλο τρόπο πολιτικού λόγου ο οποίος συνδέει το χθες με το σήμερα και το αύριο, τις αιώνιες αξίες με την καθημερινότητα, την κριτική (και την έμμεση καταγγελία) με την ελπίδα. Συγκεκριμένα, στο δεύτερο και πιο προσωπικό μέρος της συλλογής ο ποιητής επικαλείται τους αγαπημένους του νεκρούς και ζωντανούς, για να μας υπενθυμίσει ότι μέσα σε αυτό το κλίμα του «κα-τα-κλυ-σμού» υπάρχει ωστόσο μια παραμυθία (αν και όχι θεραπεία): η αγάπη.