Πέθανε μια Κυριακή. Επιστρέφοντας από τον περίπατό της, ο θυρωρός του Ριτζ τη ρώτησε «τι κάνετε;» κι εκείνη του απάντησε «καλά» και επειτα από μία-δύο ώρες ήταν νεκρή. Ενιωσε έναν πόνο στο στήθος, ξάπλωσε στο κρεβάτι της. «Ζαν, πνίγομαι», είπε στην καμαριέρα. Μερικές κινήσεις πανικού, λίγες λέξεις ακόμη. Μετά δήλωσε: «Είναι όπως όταν κάποιος πεθαίνει». Και σκηνοθέτησε τον θάνατο όπως και τη ζωή. Βάφτηκε, χτενίστηκε και ντύθηκε, μη θέλοντας να δώσει στην αγωνία τον χρόνο να χαλάσει την εικόνα της.

Την επομένη η «Μοντ» θα μιλούσε για το στυλ που επέβαλε και το οποίο θα επιβαλλόταν σε πολλές γενιές ακόμη, ενώ οι «Νιου Γιορκ Τάιμς» έκλειναν το τρίστηλο αφιέρωμά τους με το συμπέρασμα ότι η επιρροή της ήταν «ανυπολόγιστη».

Εφυγε μόνη. Οι φίλοι και οι έρωτές της είχαν προηγηθεί. Δεν είχε παιδιά. Με τη λιτή διαθήκη της, που συντάχθηκε στις 11 Οκτωβρίου 1965, όρισε ως μοναδικό κληρονόμο της το Ιδρυμα COGA (Από τα ονόματα Κοκό και Γκαμπριέλ). Είχε ιδρυθεί το 1962 με σκοπό να δίνει ένα επίδομα σε συγκεκριμένους ανθρώπους – συγγενείς, υπαλλήλους, φίλους -, να υποστηρίζει νέους καλλιτέχνες και να βοηθάει αρρώστους. Η έδρα του ιδρύματος βρισκόταν στον φορολογικό παράδεισο της Βαντούζ. Κάπου εκεί ανάμεσα στην πρωτεύουσα του Λίχτενσταϊν και στην Ελβετία βρισκόταν η περιουσία της Κοκό η οποία – όπως και η επιρροή της – ήταν ανυπολόγιστη. Οταν πέθανε γράφτηκε ότι ανερχόταν στα 15 εκατ. δολάρια, ποσό που εκείνη την εποχή αντιστοιχούσε σε 75 εκατ. φράγκα, άλλοι πάλι πιστεύουν ότι ήταν πολύ περισσότερα. Τα νούμερα πάντως δεν έχουν εξακριβωθεί. Κατά τα άλλα η Σανέλ έμοιαζε με καπετάνιο χωρίς πλοίο, αφού ο οίκος Chanel δεν ήταν δικός της. Είχε μόνο το 10% – το υπόλοιπο 90% ανήκε στην αυτοκρατορία των Πιερ και Πολ Βερτχάιμερ οι οποίοι πλήρωναν επίσης όλα τα έξοδα της πλουσιοπάροχης ζωής της.

Εν τω μεταξύ το ταγιέρ της Σανέλ φοριέται από όλες τις μεγάλες κυρίες σε σημαντικές εκδηλώσεις. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τη ροζ δημιουργία της για την Τζάκι Κένεντι από μπουκλέ μάλλινο ύφασμα με το σταυρωτό σακάκι και τον ναυτικό μπλε γιακά που βάφτηκε κόκκινο από το αίμα του προέδρου, στο Ντάλας; Και ποιος μπορεί να φανταστεί τη Σιμόν Βέιλ, την πρώτη πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία με τις μεταρρυθμίσεις της θα άλλαζε τη ζωή των Γαλλίδων νομιμοποιώντας την άμβλωση, ντυμένη αλλιώς; Οι καιροί όμως αλλάζουν και σαρώνουν τα πάντα στο πέρασμά τους. Η Σανέλ το ένιωθε. «Το βρίσκετε καλό αυτό που συμβαίνει με τις απεργίες;» είπε στη συγγραφέα Εντμόντ Σαρλ-Ρου, που την επισκέφθηκε την άνοιξη του 1968. Μισούσε τη νεολαία με τα γυμνά πόδια και τις μίνι φούστες και το μπλου τζιν, που θα γινόταν το δεύτερο δέρμα του πλανήτη.

Εναν χρόνο αργότερα η συνέντευξη που έδωσε στον Ζακ Σαζό για τη γαλλική τηλεόραση θα έκανε μεγάλο ντόρο. «Νομίζετε ότι οι γυναίκες φαίνονται πιο νέες όταν δείχνουν τα γόνατα και τους μηρούς τους; Το βρίσω άσεμνο. Το μισώ», του είπε προσθέτοντας νευρικά: «Με αηδιάζουν οι γυναίκες που φορούν παντελόνι, πιστεύω στην αδυναμία τους, όχι στη δύναμή τους. Δεν είναι ευτυχισμένες, σε μια εποχή όπως η σημερινή, γιατί δεν αρέσουν. Και μια γυναίκα που δεν αρέσει είναι ένα μηδενικό»

Αυτά τα απίστευτα λόγια βγήκαν από το στόμα ακριβώς εκείνης που επέβαλε το παντελόνι στις γυναίκες, δεν ήταν όμως παρά η κραυγή της έπειτα από μια μακρόχρονη μοναξιά. Και «εξαφανίστηκαν» αμέσως. Ο οίκος Chanel, από τον φόβο των συνεπειών, φρόντισε να εξαγοράσει αμέσως τον Ζακ Σαζό. Η ταινία του δεν υπάρχει στο Εθνικό Ινστιτούτο Οπτικοακουστικών Μέσων και έτσι οι επίθεση της γηραιάς Κοκό στον φεμινισμό έμεινε αόρατη.

Το 1985 η Chanel SA, η θυγατρική του ομίλου με έδρα το Νεϊγί, δήλωσε ένα δισ. φράγκα, έσοδα τα οποία ανήλθαν σε δύο δισ. ευρώ το 2011, χωρίς να υπολογιστούν βεβαίως τα έσοδα των εταιρειών Chanel Inc. στις ΗΠΑ και Chanel KK στην Ιαπωνία, των 180 μπουτίκ που υπάρχουν σε όλο τον κόσμο και των 8 με 10 που ανοίγουν επιπλέον κάθε χρόνο. Η αυτοκρατορία διοικείται πάντα από την οικογένεια Βερτχάιμερ. Τα εγγόνια του ιδρυτή, με περιουσία που υπολογίζεται σε 5,6 δισ. ευρώ, συγκαταλέγονται ανάμεσα στους πιο πλούσιους Γάλλους.

Η Κοκό, απελευθέρωσε το γυναικείο σώμα, κατάργησε κορσέδες και φτερά φέρνοντας επανάσταση στον κόσμο της μόδας. Εφηύρε μια άλλη γυναικεία φιγούρα αλλά και την ίδια της τη ζωή, δημιουργώντας έναν τεράστιο μύθο. «Εφηύρα τη ζωή μου παίρνοντας ως δεδομένο πως οτιδήποτε δεν μου αρέσει έχει το αντίθετό του, το οποίο οπωσδήποτε μου αρέσει», έλεγε. Ζητούσε μάλιστα από φίλους της συγγραφείς να γράψουν ένα μεγάλο άρθρο για τη ζωή της, με άλλα λόγια ένα βιβλίο. «Θα σας δώσω τις γενικές γραμμές και εσείς θα κεντήσετε», είχε πει μεταξύ άλλων στον Πολ Μοράν, στον Τζόζεφ Κέσελ και στη Λουίζ ντε Βιλμορέν. Το οποίο βιβλίο όμως, αν γραφόταν όσο ζούσε, σίγουρα δεν θα της άρεσε. Κανείς δεν μπορούσε να ικανοποιήσει την μυθομανία της. Η «Αύρα της Σανέλ» του Πολ Μοράν – του είχε μιλήσει τον χειμώνα του 1946 στο Σεν Μόριτς – κυκλοφόρησε τελικά το 1976, έπειτα από απαίτηση του εκδότη του.

Η πιο συναρπαστική βιογραφία της Μademoiselle ωστόσο γράφτηκε από την φίλη της Εντμόντ Σαρλ-Ρου, «Η ατίθαση: Η Κοκό πριν από τη Σανέλ». Η διευθύντρια – για 12 χρόνια – της γαλλικής Vogue και κατόπιν πρόεδρος της Ακαδημίας Γκονκούρ δεν της χαρίζεται. Αποκαλύπτει την αλήθεια, φέρνοντας στο φως σκοτεινές πτυχές της ζωής της Κοκό, χωρίς όμως να βεβηλώνει τη μνήμη της. Η Γκαμπριέλ, όπως λεγόταν η Κοκό, μπορεί να συναναστρεφόταν γόνους αριστοκρατών, πολιτικούς, επιχειρηματίες και καλλιτέχνες, καταγόταν όμως από μια ταπεινή οικογένεια γυρολόγων της Σεβέν. Ορφανή από μητέρα, μεγάλωσε σε μοναστήρι για να γίνει αργότερα η Κοκό των κακόφημων επαρχιακών καμπαρέ, κρυφή ερωμένη παντρεμένων κυρίων, η καπελού της οδού Καμπόν, η μοδίστρα της Ντοβίλ.

Επίσης ήταν γνωστές, οι σχέσεις της με τους Ναζί, αν και η ίδια το αρνιόταν σθεναρά. Μετά τον πόλεμο συνελήφθη για τη δράση της, απελευθερώθηκε όμως αμέσως ύστερα από παρέμβαση του Ουίνστον Τσόρτσιλ. Οι πληροφορίες επιβεβαιώνονται και στο βιβλίο του αμερικανού δημοσιογράφου Χαλ Βον «Στο κρεβάτι με τον εχθρό, ο μυστικός πόλεμος της Κοκό Σανέλ» που κυκλοφόρησε πέρσι.

Ο Βον, ο οποίος δηλώνει ότι έχει στη διάθεσή του πληθώρα υλικού από τα γαλλικά, βρετανικά, γερμανικά και αμερικανικά αρχεία, αναφέρει ότι το 1940, σε ηλικία 57 ετών, η Σανέλ στρατολογήθηκε από την Abwehr, τις μυστικές υπηρεσίες του γερμανικού στρατιωτικού επιτελείου, για να γίνει η πράκτορας F-7124. Τότε ερωτεύτηκε και τον 45χρονο πράκτορα των Ναζί, βαρόνο Χανς Γκίντερ φον Ντίνκλατζ, με τον οποίο θα διατηρούσε μακρόχρονη σχέση. Μέσω των επαφών της με τους Ναζί προσπάθησε να ανακτήσει τον έλεγχο του αρώματος Chanel από τους εβραίους αδελφούς Βερτχάιμερ, οι οποίοι βρίσκονταν ήδη στη Νέα Υόρκη. Κυρίως όμως ήλπιζε να πετύχει την απελευθέρωση του κρατούμενου ανιψιού της Γκαμπριέλ Παλάς. Ηταν γιος της αδελφής της, τον οποίο μεγάλωσε η ίδια από 6 ετών, όταν πέθανε η μητέρα του. Εχει ειπωθεί όμως ότι στην πραγματικότητα ήταν δικό της εξώγαμο παιδί. Η Εντμόντ πάντως το αρνείται: «Αν είχε παιδί θα το έλεγε», υποστηρίζει. Η μοναδική συγγενής της Κοκό, Γκαμπριέλ Παλάς-Λαμπρουνί, κόρη του Γκαμπριέλ, αρνείται να πει αν είναι εγγονή ή ανιψιά της, ετοιμάζεται μάλιστα να σύρει στα δικαστήρια τον γάλλο εκδότη μόλις το βιβλίο κυκλοφορήσει στη Γαλλία. Ο Καρλ Λάγκερφελντ όμως δηλώνει ενθουσιασμένος: «Η αλήθεια δεν μας αφορά. Ενας μύθος είναι ένας μύθος κι εγώ προτιμώ τη φαντασία μου από τα ιστορικά στοιχεία. Μου αρέσει η ιδέα μιας άγαμης μητέρας, που ξεκίνησε τη ζωή της σαν παλιοκόριτσο αλλά αρνήθηκε να την τελειώσει σαν υπηρέτρια ή σαν τελειωμένη πόρνη. Η Σανέλ είναι ιδέα. Και θέλω να την εξελίξω. Μελαχρινή, νευρική, κακιά. Δεν ήταν θύμα. Ούτε πολιτικά ορθή». Σημασία, λοιπόν, έχει ο μύθος, όχι η πραγματικότητα, όπως πίστευε εξάλλου και η ίδια η Κοκό.

Επιμέλεια Κική Τριανταφύλλη