Δεν υπάρχει λίστα με τα καλύτερα ροκ τραγούδια που να μην είναι μέσα, δεν υπάρχει ροκ φαν που να μην υποκλίνεται, δεν υπάρχει ροκ στον παράδεισο χωρίς αυτό το τραγούδι. Το «Stairway to Heaven» είναι το φυλαχτό των ροκάδων για καθετί κακό – ίσως όμως και το «κακό» το ίδιο. Είναι ένα τραγούδι διαρκείας από τους αγίους Led Zeppelin στους οποίους ο ροκ φαν που λέγαμε είναι έτοιμος να συγχωρήσει τα πάντα (έστω και αν εκείνος, ο παλιός αμετανόητος ροκάς δυσκολεύεται να δεχτεί τις αμερικανικές φολκ αναζητήσεις του τραγουδιστή τους).

Για αρχή λοιπόν, το «Stairway to Heaven» δεν κόπηκε για να κυκλοφορήσει σε single αλλά γράφτηκε για να πάρει τη σειρά του και να μπει στο τέταρτο – το άτιτλο – άλμπουμ των Led Zeppelin. Ως ένα από τα θρυλικά του ροκ κομμάτια δεν έπαψε ποτέ να είναι περιζήτητο. Και για πολλά χρόνια όσοι ήθελαν να έχουν το τραγούδι αγόραζαν ολόκληρο το άλμπουμ (παλιά, τότε δηλαδή που ο κόσμος αγόραζε μουσική. Και άλμπουμ). Το 2007, όταν κυκλοφόρησε ψηφιακά για να διαφημίσει το «Mothership» των Zeppelin, το τραγούδι ανέβηκε αγέρωχα στον αγγλικό κατάλογο επιτυχιών (στη θέση 37, συγκεκριμένα).

Αρχίζει αργά αργά, σαν ένα φολκ κομμάτι, με την ακουστική κιθάρα που στρώνει χαλί για τα ηλεκτρικά όργανα και τη «Σκάλα για τον παράδεισο». Η σύνθεση εξελίσσεται, το κομμάτι μοιάζει να ξεδιπλώνεται σιγά σιγά. Ο κόσμος το αγάπησε αμέσως. Πολύ γρήγορα έγινε αυτό που έψαχνε στα δισκάδικα και η πρώτη επιλογή στα ροκ ακούσματά του. Εγινε – σύμφωνα με τα στοιχεία που το συνοδεύουν – το τραγούδι που ζητούσαν περισσότερο να ακούσουν στα ραδιόφωνα της Αμερικής τη δεκαετία του ’70. Το τραγούδι από το άλμπουμ των Zeppelin.

Ηταν το 1970, όταν ο Τζίμι Πέιτζ και ο Ρόμπερτ Πλαντ πέρασαν κάποιες ημέρες σε ένα αγροτόσπιτο στους λόφους του Μπρον Ερ Αϊρ της Ουαλίας, για να ξεκουραστούν ύστερα από ένα σερί συναυλιών. Εκεί είχε ο Πέιτζ την πρώτη ιδέα για τη μουσική – και εκεί άρχισε να γράφει. Οπως πάντα, είχε ένα μικρό κασετόφωνο μαζί του, χρήσιμο στην ιστορία των Zeppelin και κάθε μπάντας εκείνη την εποχή. Σκαλί σκαλί γράφτηκε το κομμάτι. Ετσι αυθόρμητα προέκυψαν και τα λόγια του τραγουδιού. Ο Πέιτζ είχε τα δάκτυλά του στις χορδές της κιθάρας και ο Πλαντ μουρμούριζε και κάτι σημείωνε δίπλα με το μολύβι. Για μια γυναίκα, μια σκάλα, λίγο χρυσάφι, κάτι για τον παράδεισο.

Από ένα σημείο και μετά (έχει πει ο Πλαντ), το χέρι του άρχισε να γράφει μόνο του. Από αυτό και από το ολίγον φλου νόημα των στίχων πιάστηκαν κάποιοι (που πάντα ήταν πρόθυμοι σε κάτι τέτοια) και είπαν πως το τραγούδι περνάει μηνύματα διαβολικά. Πως το μολύβι δεν το κρατούσε ο Πλαντ αλλά ο Σατανάς. Και πως το ροκ, γενικά, είναι μουσική του διαβόλου. Αρχισαν λοιπόν τα συνωμοτικά γύρω από το τραγούδι, τα οποία και φούντωσαν όταν ο Πέιτζ αγόρασε το σπίτι τού μυστικιστή, διάσημου μάγου, Αλαστερ Κρόλεϊ.

Στη συνέχεια, κουράστηκαν να εξηγούν. Ο Πλαντ έδωσε με το γνωστό ειρωνικό χιούμορ του όσες εξηγήσεις και φανταστικές ιστορίες άντεχε, και σταμάτησε κι αυτός. Ποτέ όμως οι διάβολοι δεν σταμάτησαν να χορεύουν με το κομμάτι. Κάποιοι ακόμη επιμένουν. Πως μια κατάρα ζει μέσα του. Και ενώ όλοι έχουμε βαρεθεί να το ακούμε, το ζητάμε πάντα και αυτό είναι καταδικασμένο να επιστρέφει στην αιωνιότητα.