Η εγκαθίδρυση και η παράταση των συνθηκών της ύφεσης στην Ελλάδα (2008-2015), αποτέλεσμα ενός αντιφατικού, εσφαλμένου, αποσπασματικού και μονομερούς «προγράμματος διάσωσης» της ελληνικής οικονομίας, σηματοδοτεί την προοπτική χρονικής υπέρβασης ακόμη και της Μεγάλης Υφεσης του 1929, δεδομένου ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας εμφανίζεται αναιμική από το 2016. Παράλληλα, η αποσύνθεση του αποθεματικού κεφαλαίου με εξωασφαλιστικές παρεμβάσεις κατά την περίοδο πριν και μετά την κρίση εξάντλησε «τα αναχώματα θωράκισης» του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Το ίδιο, οι νομοθετικές παρεμβάσεις των τελευταίων 20 χρόνων (1998-2008) στην Ελλάδα και τα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, παρά τη μείωση του επιπέδου των συντάξεων από 7% έως 20%, δεν κατόρθωσαν να υποστηρίξουν την οικονομική κατάσταση των κοινωνικο-ασφαλιστικών συστημάτων.

Η αύξηση της ανεργίας (24% το 2012, δηλαδή 1.200.000 άτομα) και η μείωση των μισθών στερούν την κοινωνική ασφάλιση από πόρους της τάξης των 9,5 δισ. ευρώ, η εισφοροδιαφυγή από την αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία καθώς και από τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης με 8,5 δισ. ευρώ και η μη καταβολή των οφειλών του κράτους από το 1993 στα ασφαλιστικά ταμεία (12 δισ. ευρώ) συρρικνώνουν σοβαρά την οικονομική κατάσταση της κοινωνικής ασφάλισης.

Επιπλέον, το «πρόγραμμα διάσωσης» της ελληνικής οικονομίας αντιμετώπισε την κοινωνική ασφάλιση ως δημοσιονομικό ζήτημα με στόχους που υποτάσσονται στους στόχους της δημοσιονομικής πειθαρχίας και όχι ως θεμελιώδη συνιστώσα του κοινωνικού κράτους. Ετσι, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των διεθνών οργανισμών (ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ), το επίπεδο των συνταξιοδοτικών δαπανών στην Ελλάδα, από 14,8% του ΑΕΠ το 2010 θα φθάσει στο 17,4% του ΑΕΠ το 2060. Με άλλα λόγια, οι συνταξιοδοτικές δαπάνες την περίοδο 2010-2060 προβλέπεται (Μνημόνιο 1 και 2) από τους δανειστές μας να αυξηθούν κατά 2,6% του ΑΕΠ (Ν. 3863/10) ως αποτέλεσμα της μείωσης των συντάξεων, της αύξησης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, του σοβαρού περιορισμού των ασφαλιστικών δικαιωμάτων και των κοινωνικών επιδομάτων και, τέλος, της χρηματοδοτικής απόσυρσης του κράτους από το δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα.

Ετσι, η επιδίωξη ελέγχου της αύξησης των συνταξιοδοτικών δαπανών στην Ελλάδα από τους δανειστές της χώρας κατά την περίοδο 2010-2060 (από 24,1% του ΑΕΠ σε 17,4% του ΑΕΠ το 2060) κατά 7% του ΑΕΠ, παράλληλα με την αύξηση κατά 70% του συνταξιοδοτικού πληθυσμού, σηματοδοτούν την προοπτική κατάρρευσης του επιπέδου των συνταξιοδοτικών παροχών (συντάξεις κύριες, επικουρικές, κοινωνικά επιδόματα, εφάπαξ κ.λπ.) και γενικώς των κοινωνικών υπηρεσιών (μείωση κατά 35% των δημόσιων δαπανών υγείας 2010-2012).

Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την περίοδο από Μάιο 2010 μέχρι Ιούνιο 2012 οι περικοπές των κύριων και επικουρικών συντάξεων ανήλθαν στο επίπεδο των 4,2 δισ. ευρώ, ενώ στο πρόγραμμα περικοπών και λιτότητας των 11,6 δισ. ευρώ για την περίοδο 2013-2014, οι περικοπές κύριων, επικουρικών συντάξεων, εφάπαξ και κοινωνικών επιδομάτων αντιστοιχούν στο 43% του συνολικού ποσού, δηλαδή 5,5 δισ. ευρώ. Επιπλέον, τη διετία 2010-2011 οι μειώσεις μισθών του Δημοσίου διαμορφώθηκαν στα 3,5 δισ. ευρώ και του ιδιωτικού τομέα στα 3 δισ. ευρώ. Με άλλα λόγια, την περίοδο 2010-2011 οι περικοπές των συντάξεων και οι μειώσεις των μισθών διαμορφώθηκαν αθροιστικά σε 16,2 δισ. ευρώ (8% του ΑΕΠ), χωρίς να μειωθούν η ανεργία, το δημόσιο χρέος και η ύφεση. Ετσι, συντάξεις και μισθοί θα μειωθούν εκ νέου ανησυχητικά για το επίπεδο διαβίωσης των συνταξιούχων, η αναγκαία ανασύσταση του αποθεματικού κεφαλαίου της κοινωνικής ασφάλισης δεν θα επιτευχθεί, η εξατομίκευση και η ιδιωτικοποίηση του ασφαλιστικού συστήματος θα διευρυνθούν και η ιδιωτικοποιημένη ασφάλιση θα λειτουργεί σε συνθήκες κοινωνικής αβεβαιότητας και υψηλού κινδύνου στις επενδυτικές της επιλογές.

Αν όμως η ασκούμενη οικονομική πολιτική στην Ελλάδα καταπολεμούσε άμεσα και αποτελεσματικά τη φοροδιαφυγή (απώλεια εσόδων του κράτους 12-15 δισ. ευρώ τον χρόνο), αυξάνοντας τα έσοδα του κράτους τουλάχιστον κατά 25%, θα μείωνε το δημοσιονομικό έλλειμμα τουλάχιστον κατά 30% το έτος και δεν θα απαιτούνταν περικοπές μισθών και συντάξεων την περίοδο 2010-2011 κατά 16,2 δισ. ευρώ συνολικά. Παράλληλα, η θεσμοθέτηση νέων πόρων, εκτός του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος, θα συνέβαλλε καθοριστικά και με την καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής στην αναγκαία ανασύσταση του αποθεματικού κεφαλαίου της κοινωνικής ασφάλισης, χωρίς περικοπές σε συντάξεις, εφάπαξ, κοινωνικά επιδόματα κ.λπ., καθώς και στη μακροχρόνια βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος, την ποιότητα και επάρκεια των παροχών του, την ενίσχυση της διαγενεακής του αλληλεγγύης και την κοινωνική του αποτελεσματικότητα.

Ο Σάββας Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ