Η μητέρα μου, προτού πεθάνει, έμεινε πέντε χρόνια κατάκοιτη σ’ ένα ορθοπεδικό κρεβάτι. Την επισκεπτόμουν κάθε απόγευμα, πέντε μ’ εφτά, στα τελευταία της όμως δεν είχε όρεξη ούτε να μου μιλάει. Κάποιες φορές μου ζητούσε να της ψάλω τον Μικρό Παρακλητικό Κανόνα, το έκανα κι εκείνη σταυροκοπιόταν συνέχεια. Κατά τα άλλα, δεν είχε εξομολογηθεί ποτέ στη ζωή της, δεν νήστευε, γιατί έπασχε από κολίτιδα, δεν εκκλησιαζόταν τακτικά, γιατί δεν την άφηναν οι δουλειές του σπιτιού, μ’ άλλα λόγια η συμμετοχή της στα της εκκλησίας ήταν επιφανειακή. Σαν μάνα, πάντως, αισθανόταν ιδιαίτερη αγάπη για τη Θεοτόκο. Την έκφραση «Αχ Παναγίτσα μου!», συνοδευόμενη πάντα από σταυροκόπημα, τη χρησιμοποιούσε από νέα, όλη την ώρα, άμα ήταν κουρασμένη, άμα απελπιζόταν, όταν τρόμαζε… Και πάνω απ’ το κρεβάτι της είχε κρεμασμένη μια εικόνα της «Θρηνωδούσης», μπροστά στην οποία κάθε βράδυ έκανε την προσευχή της.

Απ’ την ημέρα που η μάνα μου έφυγε μου λείπει πολύ, ιδίως τις παραμονές του Δεκαπενταύγουστου. Κι όποτε προσκυνώ στην εκκλησία εικόνες της Παναγίας, τη μάνα μου θυμάμαι.

Τον πατέρα μου τον βλέπω παραμονή Δεκαπενταύγουστου να κατεβαίνει στον Πρίνο από το πλοίο με το όνομα «Αλέξης», Αλέξης κι ο ίδιος, και να κουβαλάει ανάμεσα στ’ άλλα μια κάσα μπίρες που τις αγόραζε πιο φτηνές στην Καβάλα. Ολη κι όλη η ετήσια άδειά του ήταν δύο μέρες. Ο Δεκαπενταύγουστος και η επομένη.

Κατά τις διακοπές, η οικογένειά μας έμενε στο «Δασύλλιο», σ’ ένα τεράστιο αντίσκηνο, που το είχε σχεδιάσει και κατασκευάσει ο μπαμπάς μας. Είχαμε και μια μεγάλη παγωνιέρα, κάθε μέρα μας έφερναν πάγο απ’ το χωριό. Η θεία Νίκη έβαζε κι εκείνη όσα φαγητά κινδύνευαν ν’ αλλοιωθούν στην παγωνιέρα μας, τους είχαμε παραχωρήσει δικό τους ράφι. Τα υπόλοιπα τα φύλαγε σ’ ένα πράσινο φανάρι.

Ανήμερα της Παναγίας οι δυο οικογένειες, οχτώ άτομα εν συνόλω, χώρια οι όποιοι φιλοξενούμενοι, τρώγαμε μαζί. Αρνί με πατάτες ψημένα στον φούρνο του Κατασίπια. Εναν Δεκαπενταύγουστο κουβαλώντας το ένα από τα δύο ταψιά παραπάτησα και «μπλασταρώθηκα». Η μάνα μου μάζεψε το φαγητό, το έπλυνε και το φάγαμε.

Κάποτε είπα στα άλλα παιδιά, από οικογένειες παραθεριστών κι εκείνα, ότι το πλοίο «Αλέξης» ανήκε στον πατέρα μου. Το πίστεψαν, γιατί οι γονείς τους μουρμούριζαν ότι εμείς τάχα είχαμε πολλά λεφτά. Κι ας τα βγάζαμε πέρα με το ζόρι…

Η θεία Ιουλία, μικρή αδερφή του πατέρα μου, παντρεύτηκε στην Ανατολική Γερμανία, όπου είχε καταφύγει ως πολιτική πρόσφυγας. Ο άντρας της φέρει το ένδοξο όνομα Βόλφγκανγκ και, μετά από την ένωση των δύο Γερμανιών, έγινε ακραίος φιλελεύθερος – από τα ένδοξα χρόνια του κομμουνισμού κράτησε μόνο την αθεΐα. Στις συζητήσεις που κάνουμε υποστηρίζει με μανία ότι οι Ελληνες είμαστε τεμπέληδες και ανεπρόκοποι κι ότι έχει δίκιο η Μέρκελ που θέλει να μας διώξει από την ευρωζώνη. Η θεία μου έχει διαγράψει κι αυτή το παρελθόν της, που στοίχισε τόσα πολλά σε όλη την οικογένεια, κι αυτό με πληγώνει βαθιά. Οταν βέβαια οι δυο τους πίνουν κάνα ποτήρι παραπάνω, διηγούνται πώς έκλεβαν από το εργοστάσιο της Osram, όπου εργάζονταν, λαμπτήρες για τα σπίτια τους και τ’ αυτοκίνητό τους. Ακόμα μέσα στο ντουλαπάκι του Passat τους – ο Βόλφγκανγκ είναι ογδόντα χρονών αλλ’ ακόμα οδηγεί – έχουν εφεδρικούς λαμπτήρες, απ’ τους κλεμμένους.

Πριν από πέντε χρόνια ο Βόλφγκανγκ έπαθε καρκίνο του προστάτη κι από τότε, στις παρακλήσεις της Παναγίας που ψάλλονται παραμονές του Δεκαπενταύγουστου, γράφω και τ’ όνομά του σ’ εκείνα που διαβάζει ο παπάς. Κάποια φορά, την ώρα που τα διάβαζε μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας, γυρίζει και μου λέει: «Αυτός ο Βόλφκανγ είναι ορθόδοξος;». «Είναι ο άντρας της θείας μου…», του απάντησα ψύχραιμα. «Α…», είπε και συνέχισε. Φυσικά, ποτέ δεν είπα του «θείου» μου ότι τ’ όνομά του διαβάζεται στην εκκλησία, δεν θα το δεχόταν. Ετσι κι αλλιώς, όμως, η Παναγία προστατεύει πολλούς που δεν το ξέρουν. Και καμιά φορά, όταν πάσχουν, τους αγαπά περισσότερο κι από εκείνους που την επικαλούνται αδιαλείπτως. Οπως ο Πατέρας αγάπησε πιο πολύ τον άσωτο υιό, από τον άλλο αδερφό που ήταν πάντα εντάξει.

Μια μέρα ο παπα-Τάκης, ιερέας σ’ ένα χωριό του Παγγαίου, μου παραπονέθηκε πως οι συγχωριανοί του συνεχώς τον κουτσομπολεύουν και τον κατηγορούν. Κι αυτό συμβαίνει, γιατί έγινε παπάς στο χωριό που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Ο παπα-Τάκης, όμως, είναι άτομο υπερμέτρως κοινωνικό και εξωστρεφές. Κι «όπου γάμος και χαρά» εκεί κι αυτός μ’ ένα ποτήρι κρασί στο χέρι. Καμιά φορά έρχεται στο κέφι και τραγουδάει με τη βροντερή φωνή του τραγούδια του Καζαντζίδη. Ακούγοντας το παράπονό του τον συμβούλεψα να πει στο κήρυγμα ότι ο κάθε παπάς είναι ένας φτωχός βαρκάρης που έχει ως αποστολή να περάσει «απέναντι» τους πιστούς. Αν στο τέλος σωθεί κι ο ίδιος, λίγη σημασία έχει.

Στις παρακλήσεις της Παναγίας, τις παραμονές του Δεκαπενταύγουστου, ο παπα-Τάκης ξεκινούσε, πάντα αυτός, να ψέλνει τα μετά από την Απόλυση τροπάρια. Το πρώτο εξ αυτών μάλιστα, το «Απόστολοι εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε…», το έλεγε σε τέτοιο ύψος, που νόμιζες πως θα σπάσουν οι φωνητικές του χορδές. Αυτή η ενέργεια δεν αποτελούσε επίδειξη ή εκζήτηση εκ μέρους του, αλλά μια θυσία, μια υπέρβαση, ίσως μια εξιλέωση. Δυστυχώς, όμως, σε μια παράκληση έπαθε βαριά ζημιά. Ο γιατρός του σύστησε πλήρη αφωνία, αν δεν ήθελε να καταλήξει σε ζόρικη εγχείρηση. «Δυστυχώς η Παναγία δεν με προφύλαξε», μου είπε κατά τη διάρκεια ενός ούζου με νηστίσιμους μεζέδες, και σκέφτηκα, δίχως κακία, πως «η Παναγία προστατεύει τους ανήμπορους, αλλά, όσους υπερβάλλουν χωρίς λόγο, τους αφήνει να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους…».

Πέρυσι τον Δεκαπενταύγουστο βρέθηκα σ’ ένα μεγαλοχώρι της Πελοποννήσου, φιλοξενούμενος ενός παλιού συμμαθητού μου. Την παραμονή της εορτής ακολουθήσαμε τη λιτάνευση της εικόνας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Χορός ιεροψαλτών έψαλε τα εγκώμια, στίχους λαϊκούς, απομίμηση εκείνων που ψάλλονται τη Μεγάλη Παρασκευή κατά την περιφορά του Επιταφίου.

Η ζωή πώς θνήσκεις, πώς και τάφω οικείς, / πώς και θάνατον υπέστης, Πανάμωμε, / τον αθάνατον γεννήσασα Χριστόν; / Και εκ γης μετέστης και ημών μηδαμώς/ των πιστών και ικετών Σου αφέστηκας, / αλλά σκέπεις και φυλάττεις νοερώς.

Οι πιστοί πορεύονταν με πειθαρχία και ευλάβεια κι εμείς, κρατώντας τα κεράκια μας, βαδίζαμε ανάμεσά τους. Δεξιά και αριστερά της πομπής υπήρχαν εθελοντές, στην αρχή μου φάνηκαν πρόσκοποι ή του τοπικού συλλόγου όσων υπηρέτησαν ως λοκατζήδες. Αργησα να καταλάβω πως επρόκειτο για μέλη ακροδεξιού πολιτικού κόμματος, ηλιοψημένους και γεροδεμένους νεαρούς, που χωρίς να υπάρχει κάποια ανάγκη προφύλασσαν την πομπή, θαρρείς, από κάποια αόρατη απειλή. Οταν ρώτησα τον φίλο μου, είπε ότι τα προηγούμενα χρόνια ανάμεσα στους πιστούς υπήρχαν Ρώσοι, Αλβανοί, Μολδαβές και Ουκρανές, μαύρες που δούλευαν στα πορνεία της πόλης, καμιά φορά και μουσουλμάνοι, που κι αυτοί τιμούν την Παναγία, αλλά, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, είναι πλέον ανεπιθύμητοι. Μου ήρθε στο νου το τροπάριο που ψάλλεται κατά την περιφορά του Επιταφίου, τη Μεγάλη Παρασκευή:

Τον ήλιον κρύψαντα τας ιδίας ακτίνας / και το καταπέτασμα του ναού διαρραγέν / τω του Σωτήρος θανάτω ο Ιωσήφ θεασάμενος / προσήλθε τω Πιλάτω και καθικετεύει λέγων: / «Δος μοι τούτον τον ξένον, / τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμω. / Δος μοι τούτον τον ξένον, / ον ομόφυλοι μισούντες θανατούσιν ως ξένον… / Δος μοι τούτον τον ξένον, / όστις οίδε ξενίζειν τους πτωχούς και τους ξένους… / Δος μοι τούτον τον ξένον, / ίνα κρύψω εν τάφω, ος ως ξένος ουκ έχει την κεφαλήν πού κλίνη…/ Και τούτοις τοις λόγοις δυσωπών τον Πιλάτον / ο ευσχήμων λαμβάνει του Σωτήρος το σώμα, / ο και φόβω εν σινδόνι ενειλήσας και σμύρνη / κατέθετο εν τάφω τον παρέχοντα πάσι / ζωήν αιώνιον και το μέγα έλεος.

Εκκλησία πανηγυρίζουσα επί τη εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Ραχώνι της Θάσου. Αποβραδίς τεράστια καζάνια μπαίνουν στη φωτιά και βράζεται τεμαχισμένο ένα βόδι. Την άλλη μέρα το πρωί, κι ενώ ψάλλεται η θεία λειτουργία, μέσα στο ζουμί ρίχνονται ρύζι και κριθάρι, όχι σπασμένο σιτάρι, όπως το έχουν οι Θρακιώτες. Επειτα το φαγητό ευλογείται από τον ιερέα και μοιράζεται στον κόσμο. Στο κέντρο διασκέδασης, δίπλα στην εκκλησία, ξεκινούν τα όργανα που έπαιζαν όλη τη νύχτα και σταμάτησαν για να τελεστεί η θεία λειτουργία. Υπάρχει η πεποίθηση ότι το φαγητό δίνει σ’ αυτούς που θα το γευτούν δύναμη και υγεία. Γι’ αυτό περιμένουν όλοι να πάρουν, σαν να ‘ναι αντίδωρο.

Τα κρέατα επί σειράν ετών προσέφεραν στο χωριό, αλλά και σε όσους εκκλησιάζονταν στον ναό, τρεις οικογένειες• το είχαν τάμα. Τα τελευταία χρόνια ο αριθμός όσων συνεισφέρουν μεγάλωσε. Μεγάλωσε κι ο αριθμός όσων έρχονται με κατσαρόλες και με ταπεράκια να πάρουν… φαγητό.

Τη χρονιά που παραβρέθηκα στο έθιμο, ανάμεσα στους πιστούς υπήρχαν πολλοί Ρωσοπόντιοι και Αλβανοί. Απ’ αυτούς που έχτισαν το μισό νησί, «έριξαν» προσθήκες και μπαλκόνια, κατασκεύασαν βίλες και λιθόκτιστα ντουβάρια, χωρίς οικοδομικές άδειες, χωρίς ΙΚΑ, χωρίς ΦΠΑ ή άλλα σχετικά. Νοικοκυραίοι σαν κι εμάς, ίδιοι μ’ εμάς, ίδιοι και καλύτεροι. Που ήρθαν στην Ελλάδα και φύτεψαν παιδιά σε σχολεία και φροντιστήρια. Που ονειρεύτηκαν μια καλύτερη ζωή, ασφάλεια, ευμάρεια. Και αντιμετωπίζοντας πια τα ίδια προβλήματα μ’ εμάς, παρακαλούν κρυφά την Παναγία να μην τους στείλει σε νέα μετανάστευση, σε νέα προσφυγιά, σε νέα ανατροπή της ζωής τους. Αυτή που είναι των πολεμουμένων η ειρήνη, των χειμαζομένων η γαλήνη, η μόνη προστασία των πιστών.

Ο Βασίλης Τσιαμπούσης είναι συγγραφέας. Το τελευταίο βιβλίο του με τίτλο «Σάλτο μορτάλε» κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο (2011)