Επειτα από περιδιάβαση 42 ημερών στα σοκάκια της αναδιαπραγμάτευσης, οι τρεις πολιτικοί αρχηγοί αναγνώρισαν επιτέλους την πραγματικότητα: οι εκταμιεύσεις του Μηχανισμού Στήριξης που τόσο έχει ανάγκη η χώρα θα αποκατασταθούν μόνον αφότου το πρόγραμμα διαρθρωτικών αλλαγών επανέλθει σε τροχιά.

Ποια είναι η κατάσταση σήμερα; Η ειδησεογραφία θέλει την έκθεση των «μεσαίων στελεχών της τρόικας» αρχές Οκτωβρίου. Ακόμη χειρότερα, θέλει την πλειοψηφία στο Eurogroup – όχι μόνον τη Γερμανία – να είναι αντίθετη στις εμπροσθοβαρείς εκταμιεύσεις, το δε ΔΝΤ να είναι έτοιμο να αποχωρήσει γιατί έχει καταστατικό πρόβλημα με τη συνέχιση παροχής βοήθειας σε χώρα με μη βιώσιμο χρέος. Η αρθρογραφία και οι δηλώσεις περί εξόδου από το ευρώ, χρεοκοπίας εντός ή εκτός ευρωζώνης, πληθαίνουν. Ολα αυτά, λιγότερο από έξι μήνες μετά τη μεγαλύτερη διαγραφή χρέους και τη σύναψη της μεγαλύτερης δανειακής σύμβασης στην Ιστορία.

Οι καθυστερήσεις των εκταμιεύσεων, σε συνδυασμό με το κλείσιμο της στρόφιγγας ρευστότητας της ΕΚΤ, δεν είναι απλώς ένα πολιτικό παιχνίδι πιέσεων: φορτώνουν χρέος, φέρνουν «τεχνικές λύσεις» με πανάκριβο δανεισμό, καθιστούν αναγκαία πρόσθετα διορθωτικά μέτρα.

Δεδομένου ότι κανείς δεν πρόκειται να αναλάβει την πρωτοβουλία έξωσης, η Ελλάδα μπορεί να βρεθεί εκτός ευρώ είτε αυτοβούλως, ευρισκόμενη σε οικονομικό αδιέξοδο, είτε από την κατάρρευση του τραπεζικού της συστήματος. Με τις καθυστερήσεις εκταμιεύσεων και τα δύο ενδεχόμενα παραμένουν ανοικτά – ανεξαρτήτως της επιθυμίας της ελληνικής πλευράς. Πολύ περισσότερο, η διαφαινόμενη πρόθεση οι μελλοντικές εκταμιεύσεις να γίνονται «με το σταγονόμετρο» κρατά ανοικτά τα δύο ενδεχόμενα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε τέτοιο πλαίσιο είναι αμφίβολη η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας με την έξοδο από την ευρωζώνη στον ορίζοντα.

Το κενό φερεγγυότητας. Εχουμε οδηγηθεί εδώ από το κενό φερεγγυότητας και αξιοπιστίας της χώρας. Ενα κενό που δεν καλύπτεται από την αδιαμφισβήτητη ικανότητα και προσωπική αξιοπιστία του κ. Στουρνάρα, αλλά διευρύνεται από τις παλινωδίες και την αμφιθυμία των τριών πολιτικών αρχηγών. Στο οριακό σημείο που έχουμε φθάσει, η αποκατάσταση της αξιοπιστίας δεν μπορεί να περιμένει την εφαρμογή μέτρων από ανθρώπους, υπουργούς και προέδρους κομμάτων που αντιπολιτεύονται τον εαυτό τους.

Για να μπορέσει η Ελλάδα να δει φως στην άκρη του τούνελ σε έξι μήνες από σήμερα, απαιτείται η αποκατάσταση μιας στοιχειώδους λειτουργίας της οικονομίας, σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και κάλυψη των επειγουσών αναγκών χωρίς έκτακτα εισπρακτικά μέτρα. Αυτό μεταφράζεται σε ανάγκη άμεσης εισροής στην οικονομία περίπου 40 δισ. ευρώ: 7-8 δισ. ευρώ για τις υποχρεώσεις του Δημοσίου προς ιδιώτες, 3-4 δισ. ευρώ για τις άμεσες ανάγκες, 3,2 δισ. ευρώ για τα ομόλογα της ΕΚΤ, 24-25 δισ. ευρώ για τις τράπεζες. Λόγω του κενού αξιοπιστίας η «διευκόλυνση» από την τρόικα είναι αδύνατη, γι’ αυτό οι λύσεις που προωθούνται είναι η αναπομπή της επανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών στα τέλη του χρόνου και η έκδοση εντόκων γραμματίων με επιτόκιο δυόμισι φορές μεγαλύτερο του Μηχανισμού Στήριξης.

Εγγυήσεις αξιοπιστίας. Μπροστά στην κρισιμότητα της κατάστασης η Ελλάδα οφείλει να κάνει άμεσα μια γενναία κίνηση. Εάν η κυβέρνηση έβγαινε σήμερα και δήλωνε στους εταίρους και τις αγορές ότι η χώρα παρέχει εμπράγματες εγγυήσεις στους δανειστές της για έξι μήνες (ή όσο χρόνο απαιτηθεί για τη θετική έκθεση της τρόικας που θα απελευθέρωνε τις εκταμιεύσεις) έναντι της «προκαταβολής» των 40 δισ. ευρώ, θα ήταν δυνατή η άμεση εκταμίευση. Προφανώς μόνη η δήλωση δεν αρκεί.

Ως εμπράγματες εγγυήσεις άμεσα ενεχυριάσιμες, το ελληνικό Δημόσιο μπορεί να προσφέρει τις συμμετοχές του σε εισηγμένες εταιρείες, τις μετοχές του ΤΑΙΠΕΔ και, μέσω του ΤΧΣ, να παράσχει εξασφάλιση για τα κεφάλαια που θα διοχετευθούν στις τράπεζες. Επιπροσθέτως, το Δημόσιο πρέπει να αναλάβει τη δέσμευση διακανονισμού των υποχρεώσεών του προς ιδιώτες εντός δύο εβδομάδων, η δε αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος και ένεση κεφαλαίων στα προκύπτοντα τραπεζικά σχήματα θα έχουν ολοκληρωθεί μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου, ύστερα από τετραμερή διαβούλευση κυβέρνησης – τρόικας – ΕΚΤ – τραπεζιτών. Από τεχνικής – νομικής απόψεως το εγχείρημα μπορεί να ολοκληρωθεί σε δύο με τρεις εβδομάδες – ακόμη και εντός του Αυγούστου.

Μια τέτοια πρωτοβουλία διαδηλώνει την προσήλωση της Ελλάδας στη σωτηρία της, αφαιρεί τα επιχειρήματα των «δύσπιστων» εταίρων που έχουν πρόβλημα με την κοινή γνώμη των χωρών τους, αποκαθιστά τη χώρα ως δυνητικό σύμμαχο των άλλων χωρών του Νότου. Κυρίως όμως, φέρνει την ανάκαμψη έξι μήνες νωρίτερα, με αρχικές συνθήκες αναμφισβήτητα όχι καλές, αλλά πολύ καλύτερες από αυτές του τέλους του 2012, έπειτα από εννέα μήνες ασφυξίας.

Η λύση αυτή είναι προφανής στα μάτια κάθε πολίτη που έχει δανειακές δοσοληψίες με τράπεζα. Εκτός από την εξασφάλιση του δανειστή, η εγγυοδοσία είναι απόδειξη ότι ο δανειζόμενος θα κάνει τα πάντα για να τηρήσει τις υποχρεώσεις του. Αυτό ακριβώς καλύπτει το κενό αξιοπιστίας! Η λύση αυτή θα μπορούσε να είχε υιοθετηθεί από την κυβέρνηση συνεργασίας από τις 19/6 αν δεν υπολόγιζαν οι πολιτικοί αρχηγοί το πολιτικό κόστος.

Ο πολιτικός κίνδυνος. Οι κ.κ. Σαμαράς και Κουβέλης είχαν επανειλημμένως τοποθετηθεί για το «απαράδεκτο» των εμπράγματων εγγυήσεων το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 2011 με επιχειρηματολογία που δεν αφορούσε τα οικονομικά δεδομένα, αλλά προέβαλλε την εθνικώς υπερήφανη στάση ότι «ως αξιόχρεη χώρα, δεν θα δώσουμε εγγυήσεις σε δανειστές». Ο κ. Βενιζέλος ως ΥΠΟΙΚ τον Σεπτέμβριο 2011 ολοκλήρωσε τις αμφιλεγόμενες διαπραγματεύσεις για τις φινλανδικές εγγυήσεις υπερήφανος που δεν έδωσε εμπράγματες εγγυήσεις. Ο λαϊκισμός θέλει τους κακούς Βησιγότθους να εποφθαλμιούν τη δημόσια περιουσία. Υπό καθεστώς οικονομικής ασφυξίας, ωστόσο, οι αξίες καταρρέουν ούτως ή άλλως. Η χρηματιστηριακή αξία της ΔΕΗ σήμερα είναι λίγο μεγαλύτερη από την ετήσια αντιπαροχή προς το ασφαλιστικό ταμείο των εργαζομένων! Η εγγυοδοσία, με τη συνεπακόλουθη πίεση για τήρηση των όρων, όχι μόνο δεν εκθέτει σε κίνδυνο τα περιουσιακά στοιχεία, αλλά αποτελεί βασικό εργαλείο για τη διαφύλαξη της αξίας τους – υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι ως χώρα όντως θέλουμε να σωθούμε.

Η εγγυοδοσία είναι πρόβλημα για όσους, ρητώς ή στο πίσω μέρος του μυαλού τους, έχουν ως προοπτική την εκβιαστική πολιτική έναντι των εταίρων. Αφαιρεί τη δυνατότητα, για όσο καιρό τα περιουσιακά στοιχεία είναι ενεχυριασμένα, να κραδαίνουμε τη σπάθη της άρνησης πληρωμών, της χρεοκοπίας. Για τον λόγο ακριβώς αυτό είναι απαραίτητη η θετική τοποθέτηση της Ελλάδας: η χρεοκοπία δεν είναι προοπτική!

Επανερχόμενοι στο πολιτικό καθήκον της κυβέρνησης συνεργασίας, να θυμίσουμε ότι τόσο ο κ. Βενιζέλος όσο και ο κ. Στουρνάρας είχαν καταθέσει το 2011 προτάσεις συγκέντρωσης των δημόσιων περιουσιακών στοιχείων σε ενιαίο φορέα και τιτλοποίησης για πώληση ή εγγυοδοσία. Οι τρεις πολιτικοί αρχηγοί έχουν υποστηρίξει κατά καιρούς διάφορες εκδοχές μηχανισμών debt-for-equity (χρέος έναντι περιουσίας). Αρα, για κανέναν από τους τρεις, παρά τις κατά καιρούς υποκλίσεις στο εθνικό ακροατήριο, τα περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου δεν είναι «ιερή αγελάδα». Στο κάτω κάτω, πώς να πείσεις τους 150.000 νέους ανέργους από σήμερα μέχρι τα τέλη του χρόνου ότι η θυσία τους αξίζει τον κόπο, μιας και ζυγίστηκαν οι ζωές τους έναντι του ρημαδιού του ελληνικού και απλώς… έχασαν;

Πρέπει όλοι να συνειδητοποιήσουμε ότι, ακόμη και εάν καταφέρουμε να αποφύγουμε την κατάρρευση μέχρι το τέλος του χρόνου, ο τρόπος με τον οποίο εξαναγκαζόμαστε να κινούμεθα θα έχει οδηγήσει την οικονομία και την κοινωνία σε μια πραγματική κόλαση. Πρέπει να φέρουμε την ανάκαμψη έξι μήνες νωρίτερα, να σώσουμε μερικές δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας, να αποτρέψουμε μερικές χιλιάδες λουκέτα. Η μόνη πηγή χρηματοδότησης είναι ο Μηχανισμός Στήριξης και εμείς έχουμε πρόβλημα αξιοπιστίας. Ας δείξουμε την αποφασιστικότητά μας να σωθούμε προσφέροντας εμπράγματες εγγυήσεις για έγκαιρη χρηματοδότηση.

Ο Γιώργος Προκοπάκης είναι σύµβουλος επιχειρήσεων σε θέµατα οργάνωσης και διαχείρισης πληροφοριών, πρώην καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Columbia