Προ ημερών, ο επικεφαλής της Ομάδας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών στο ΕΚ κ. Χάνες Σβόμποντα έκανε μια δήλωση που ξένισε ορισμένους στην Ελλάδα αλλά ήταν απολύτως ενδεικτική της επιδείνωσης του κλίματος έναντι της χώρας μας, ακόμα και από τους πιο σταθερούς και σθεναρούς μας υποστηρικτές: «Αισθάνομαι βαθιά απογοήτευση που η Ελλάδα δεν έχει υλοποιήσει πολλές από τις δεσμεύσεις της για μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες» είπε ο Σβόμποντα υπενθυμίζοντας παράλληλα ότι τόσο ο ίδιος όσο και η Σοσιαλιστική Ομάδα συνολικά έχουν πολλές φορές ασκήσει έντονη κριτική σε μέτρα και πολιτικές που έχει εισηγηθεί η τρόικα για την Ελλάδα.

Προερχόμενη από έναν σοσιαλιστή ευρωπαίο αξιωματούχο που έχει δώσει δείγματα γραφής – και του οποίου οι προθέσεις δεν τίθενται υπό αμφισβήτηση – η δήλωση έχει μια διάσταση που αξίζει να συγκρατηθεί στο κρίσιμο σταυροδρόμι που βρισκόμαστε σήμερα: αναδεικνύει πόσο απελπιστικά κοινοί είναι οι λόγοι για τους οποίους η Ελλάδα χάνει συμμάχους στο εξωτερικό και το ελληνικό πολιτικό σύστημα τους πολίτες στο εσωτερικό.

Οι έλληνες πολίτες αλλά και οι ευρωπαίοι εταίροι στην πλειοψηφία τους – και πρωτίστως οι σοσιαλιστές και σοσιαλδημοκράτες που εξαρχής στάθηκαν απέναντι στη συνταγή της σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας και της μονοδιάστατης λιτότητας – γνωρίζουν και αναγνωρίζουν το μέγεθος της θυσίας και την επώδυνη διαδικασία προσαρμογής που έχει υποστεί ο ελληνικός λαός.

Οπως επίσης γνωρίζουν και αναγνωρίζουν ότι η διάχυση και η εμβάθυνση της κρίσης της ευρωζώνης οφείλονται στις κοντόφθαλμες και αποσπασματικές απαντήσεις της συντηρητικής πλειοψηφίας του Συμβουλίου και βεβαίως στις εγγενείς αδυναμίες και τις στρεβλώσεις στο θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ και την αρχιτεκτονική της ζώνης του ευρώ.

Ομως καθοριστικός παράγοντας για την υπέρβαση της κρίσης είναι η ανάκτηση της εμπιστοσύνης όχι μόνο των αγορών αλλά και των πολιτών.

Και οι πολίτες, Ελληνες και λοιποί Ευρωπαίοι, εμπεδώνουν όλο και περισσότερο την αντίληψη ότι ο χρόνος – που είναι ίσως το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του πλαισίου χρηματοδότησης που παρέχεται στην Ελλάδα – αντί να αξιοποιείται για αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, τελικά αναλώνεται προκειμένου να μην αλλάξει τίποτα.

Ετσι χάνεται η κατανόηση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, περιορίζονται τα περιθώρια αλληλεγγύης των εταίρων και εξανεμίζονται τα τελευταία αποθέματα αντοχής των ελλήνων πολιτών.

Η Ελλάδα αναμφίβολα χρειάζεται περισσότερο χρόνο.

Να έχουμε ωστόσο κατά νου ότι ο δικός μας «περισσότερος χρόνος» συνεπάγεται και μεγαλύτερο κόστος για τους φορολογούμενους πολίτες των χωρών που χρηματοδοτούν τον μηχανισμό.

Γι’ αυτό και τον χρόνο μπορούμε να τον κερδίσουμε, εφόσον πείσουμε ότι σκοπεύουμε να τον αξιοποιήσουμε σωστά.

Οι εταίροι αναγνωρίζουν εξάλλου ότι χάρη στις θυσίες του ελληνικού λαού πετύχαμε μια πραγματικά εντυπωσιακή δημοσιονομική προσαρμογή.

Αλλά ταυτοχρόνως, όλο και περισσότεροι, εντός και εκτός της χώρας, διαπιστώνουν μια ουσιαστική απροθυμία για μεταρρυθμίσεις στην οικονομία και στο κράτος, μια αδυναμία εφαρμογής νόμων που έχουν ψηφιστεί, όπως και μια ορατή ή αόρατη προστασία επιμέρους ομάδων σε βάρος του κοινωνικού συνόλου.

Παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα – στο πλαίσιο ενός «δημόσιου διαλόγου» που, όπως το θέλει η παράδοση, για να αποφύγει «τα δύσκολα» πετάει την μπάλα στην κερκίδα και μεταθέτει την ευθύνη αλλού – τα βασικά ζητούμενα για τους έλληνες πολίτες είναι συγκλίνοντα και όχι αποκλίνοντα προς τα ζητούμενα των ευρωπαίων εταίρων.

Παρά τις δεδομένες διαφορετικές προσεγγίσεις μεταξύ των συντηρητικών και προοδευτικών δυνάμεων στην Ευρώπη σε ό,τι αφορά τον χρόνο και τον τρόπο της δημοσιονομικής προσαρμογής (στην Ελλάδα αλλά και αλλού) η πλειονότητα των εταίρων δεν επιδοκιμάζει τα σκληρά «τιμωρητικά» οριζόντια μέτρα φόρων και περικοπών, αναγνωρίζοντας ότι δεν οδηγούν σε βιώσιμη εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών.

Ομως σε αυτά μας οδηγεί συχνά η αδυναμία ή η άρνηση να συγκρουστούμε, ώστε να αποφύγουμε να αντιμετωπίσουμε τα πραγματικά δύσκολα και βαθιά ριζωμένα διαρθρωτικά προβλήματα του κράτους και της οικονομίας:

Σε αυτά μας οδηγούν η μη απόδοση δικαιοσύνης, η άρνηση ή η αδυναμία εκσυγχρονισμού του κράτους, με τους φορείς που δεν έκλεισαν, με τις αξιολογήσεις υπαλλήλων που δεν έγιναν, με την πάταξη της παραοικονομίας και της μαύρης οικονομίας που δεν προχώρησε, με το άνοιγμα των αγορών και των ευκαιριών στην αγορά που ακόμα δεν φάνηκε, με την εξυγίανση της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος που δεν τολμήθηκε, με την υπονόμευση κάθε προσπάθειας αξιοποίησης της περιουσίας του Δημοσίου, με τις αντιστάσεις σε κάθε είδους εξορθολογισμό.

Αυτά, που αποτελούν χρόνια αιτήματα της ελληνικής κοινωνίας, είναι τμήμα του προγράμματος προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας και ζητούμενα από την πλευρά των ευρωπαίων εταίρων και δανειστών.

Μέσα από αυτά περνάει εν πολλοίς η ανάκτηση της αξιοπιστίας μας στο εσωτερικό και το εξωτερικό, τα διαπραγματευτικά μας χαρτιά σε οποιαδήποτε συζήτηση για τροποποιήσεις των υπαρκτών αστοχιών του Μνημονίου.