«Αυτό που ήθελα πάντα ήταν να γίνω «ξένος» σκηνοθέτης», δήλωσε πρόσφατα ο Γούντι Αλεν, «αλλά φυσικά ήμουν από το Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, που δεν ήταν ξένη χώρα. Εξαιτίας όμως ενός ευτυχούς ατυχήματος, κατάφερα τελικά να γίνω «ξένος» σκηνοθέτης επειδή δεν μπορούσα πλέον να βρω τα κεφάλαια που χρειαζόμουν στη χώρα μου».

Συνεχίζοντας την κινηματογραφική του τουρνέ στην Ευρώπη, κατά τη διάρκεια της οποίας έχει γυρίσει την τελευταία δεκαετία ταινίες στη Βρετανία («Match Point», «Scoop», «Το όνειρο της Κασσάνδρας», «Θα συναντήσεις έναν ψηλό μελαχρινό άντρα»), στην Ισπανία («Vicky Cristina Barcelona») και τη Γαλλία («Μεσάνυχτα στο Παρίσι» για το οποίο κέρδισε το Οσκαρ πρωτότυπου σεναρίου), βρέθηκε τον τελευταίο χρόνιο στην Ιταλία για τα γυρίσματα της πιο πρόσφατης ταινίας του, «Στη Ρώμη με αγάπη».

Η ταινία που έκανε πρεμιέρα προχθές είναι μια κωμωδία με εκλεκτό καστ, το οποίο περιλαμβάνει, ανάμεσα στους αμερικανούς και ιταλούς ηθοποιούς που μπλέκονται σε μια σειρά ρομαντικών περιπετειών στην Αιώνια Πόλη, ονόματα όπως Αλεκ Μπόλντουιν, Τζέσι Αϊζενμπεργκ, Ελεν Πέιτζ, Ρομπέρτο Μπενίνι αλλά και τον ίδιο τον Γούντι Αλεν. Ο 76χρονος σκηνοθέτης κατέληξε στον τίτλο αφού έπαιξε με την ιδέα πιο κωμικών φράσεων όπως «Ο Νέρων ρετάρισε», για να αποτίσει φόρο τιμής στην πλούσια κινηματογραφική παράδοση της χώρας και των μεγάλων μαέστρων του σινεμά που τον ενέπνευσαν να ακολουθήσει τον προσωπικό του δρόμο. «Η εφηβική μου παρέα δεν αποτελούνταν από διανοούμενους αλλά μάλλον από αλητόβιους. Βλέπαμε όμως με πάθος ιταλικές ταινίες γιατί μας έδειχναν με τον πιο συναρπαστικό τρόπο ότι κάποιος μπορεί να κάνει σινεμά με ήρωες ώριμους ανθρώπους και βαθιά θεματολογία», λέει.

Ο Γούντι Αλεν επέλεξε να μας μιλήσει για τέσσερις κλασικές ταινίες ιταλών δημιουργών που τον ενέπνευσαν πιο βαθιά: «Ανακάλυψαν μια μέθοδο αφήγησης η οποία απελευθέρωσε εμάς τους κοινούς θνητούς, ενθαρρύνοντάς μας να κάνουμε τη δική μας ελεύθερη εκδοχή, αν και ποτέ φυσικά δεν μπορούμε να πλησιάσουμε τον δικό τους ιδιοφυή και πρωτοποριακό τρόπο».

1. Κλέφτης ποδηλάτων

του Βιτόριο ντε Σίκα (1948)

Αυτή, για μένα, υπήρξε η κορυφαία ιταλική ταινία και μία από τις σπουδαιότερες στον κόσμο. Βγήκε στις αίθουσες όταν ήμουν έφηβος, την ίδια εποχή με το «Στρόμπολι» και το «Πικρό ρύζι», σηματοδοτώντας εκείνο το κύμα του νεορεαλισμού. Οταν τη βλέπεις, μοιάζει τόσο απλή σαν να έγινε χωρίς κόπο. Θέλω να πω, τι θα μπορούσε να είναι πιο απλό; Ενας τύπος έχει ένα ποδήλατο που του είναι απαραίτητο για τα προς το ζην, του το κλέβουν και ξεκινά να το βρει με τον γιο του. Η σχέση του αγοριού με τον πατέρα του έχει και θυμό αλλά έχει και απελπισμένη τρυφερότητα. Δεν θα μπορούσε παρά να μου κάνει εντύπωση στο πιο βαθύ επίπεδο. Δεν χρειαζόταν να σκεφτείς, απλώς παρακολουθούσες τους χαρακτήρες στην περιπέτειά τους. Ως φιλμ, είναι αψεγάδιαστο. Ολα τα κομμάτια του λειτουργούν τέλεια.

2. Λούστρος παπουτσιών

του Βιτόριο ντε Σίκα (1946)

Αυτό το είδα μεγαλύτερος, μετά τα τριάντα μου, και ήταν σαν να βλέπω ανέλπιστα ένα αριστούργημα που μου είχε ξεφύγει. Εχω την εντύπωση ότι είναι πολύ υποτιμημένη ταινία διότι σχεδόν ποτέ δεν συναντώ κάποιον που να την έχει δει. Αρχίζει ως ιστορία δύο παιδιών που είναι αδελφικοί φίλοι και αγοράζουν μαζί ένα άλογο, αλλά στη συνέχεια τα πράγματα εξελίσσονται με τραγικό τρόπο. Πιστεύω ότι για κάποιους ανθρώπους είναι πολύ πιο έντονη η αγωνία του να σε κατηγορούν άδικα και να σε θέτουν υπό κράτηση – να χάνεις την επαφή με τον έξω κόσμο και να αποκόβεσαι δραματικά τόσο από τον πολιτισμό όσο και από τις νομικές διαδικασίες. Για μένα, πάντως, η ποίηση αυτού του έργου βρίσκεται στη σχέση των δύο αγοριών. Ξεκινά από τον ενθουσιασμό και την τρυφερότητα για να καταλήξει στη βίαιη απομόνωσή τους.

3. Αμαρκόρντ

του Φεντερίκο Φελίνι (1973)

Είχα λατρέψει τις ταινίες του Φελίνι, ειδικά τον «Λευκό Σεΐχη», τους «Βιτελόνι» και φυσικά το «8 1/2». Αλλά το «Αμαρκορντ» είναι η ιδανική ταινία για μένα, μπορώ να τη βλέπω άνετα τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο. Αναπαριστά τόσο ξεκάθαρα την παιδική του ηλικία στο Ρίμινι και σε βάζει σε αυτό τον κόσμο, με τη μητέρα και τον πατέρα του, τους συγγενείς, τους ντόπιους, τα τοπικά ήθη και έθιμα, τις ατέλειωτες βόλτες στην κεντρική πλατεία, το βλέμμα του αγοριού που βλέπει αγνώστους και νομίζει ότι μοιάζουν με σταρ, τις καθημερινές επισκέψεις στο σινεμά, τις γυναίκες της γειτονιάς που ξυπνούν πόθους. Βρίσκεσαι σε ένα σύμπαν, το οποίο ο Φελίνι δεν αναπαράστησε κυριολεκτικά, φωτογραφικά αλλά καθ’ υπερβολήν, σχεδόν σαν καρτούν, αλλά παρ’ όλα αυτά είσαι εκεί και κατανοείς όλες τις αναμνήσεις και τις εμπειρίες του.

4. Blow-Up

του Μικελάντζελο Αντονιόνι (1966)

Δεν πρόκειται βεβαίως για την καλύτερη ταινία του Αντονιόνι ούτε συγκρίνεται με τις άλλες τρεις ταινίες που αναφέρω, ήταν όμως για μένα μια πολύ ωραία εμπειρία. Η φωτογραφία του Κάρλο Ντι Πάλμα είναι πανέμορφη και η υπόθεση πολύ ενδιαφέρουσα, αν και μοιάζει να ξεχειλώνει προς το τέλος. Παρακολουθούμε μια ιστορία γεμάτη ζωή, μουσική, ωραίες γυναίκες και ελεύθερο σεξ στην ακμή του «swinging Λονδίνου». Αν όμως παγώσεις μια στιγμή στην ταινία και την εμφανίσεις φωτογραφικά ξανά και ξανά (blow- up) με περισσότερες λεπτομέρειες, αυτό που θα δεις είναι ο θάνατος. Και βρίσκεσαι μαζί με τον πρωταγωνιστή (Ντέιβιντ Χέμινγκς) όταν συμβαίνει αυτό. Είσαι εκεί στο στούντιο όταν βλέπει τις φωτογραφίες, τις βάζει στον τοίχο και παρατηρεί ότι κάτι πολύ ύποπτο συμβαίνει στο βάθος της εικόνας.