«Το τοπίο δεν ψεύδεται όπως τα στατιστικά στοιχεία ή τουλάχιστον ψεύδεται πιο δύσκολα». Αυτό σημείωνε ο γάλλος γεωγράφος και πρωτοπόρος μελετητής του ελληνικού χώρου Μισέλ Σιβινιόν. Ο τόμος αυτός είναι μια απτή απόδειξη. Στις ορεινές οδικές διαδρομές, σε επίκαιρα σημεία στα ανοίγματα των δρόμων, συχνά βλέπει κανείς επιβάτες σταματημένων αυτοκινήτων, με τις φωτογραφικές μηχανές ανά χείρας να αγναντεύουν και να αποτυπώνουν με τον φακό της μηχανής τους τη θέα. Η θέα από ψηλά, η θέαση δηλαδή του χώρου από το προνομιακό εκείνο σημείο που κατέχει όποιος βρίσκεται ψηλότερα, είναι οικεία και ευχάριστη• «χάρμα οφθαλμών», που προσφέρει θέαμα εποπτικό και πλούσιο. Η φωτογραφική αυτή αποτύπωση του τοπίου όμως, παρότι έχει φυσικά αξιοποιηθεί σε πλείστες όσες χρήσεις και εφαρμογές, έχει ελάχιστα αξιοποιηθεί ως στοιχείο μελέτης και γνώσης του ελληνικού χώρου. Ο τόμος των Εκδόσεων Μέλισσα «Σύγχρονα ελληνικά τοπία», που επιμελήθηκε ο Κωστής Χατζημιχάλης με τους συνεργάτες του Γιώργο Μελισσουργό, Δέσποινα Γκιρτή, Αργυρώ Μουγγολιά, Αντιγόνη Φάκα, αναδεικνύοντας ως όπλο την εικόνα, δείχνει με πρωτότυπο και παραστατικό τρόπο μία διαφορετική όψη της Ελλάδας και προτείνει ένα αλλιώτικο δρομολόγιο για την ανάγνωση του χώρου.

Στην εισαγωγή ο εμπνευστής του τόμου Κωστής Χατζημιχάλης δίνει το ανάπτυγμα των επιστημονικών και νοητικών προσεγγίσεων του τοπίου και των αναπαραστάσεών του, που επιτυγχάνονται από τη χρήση διαφορετικών μέσων και μεθόδων πρόσληψής του, μέσω της φωτογραφικής ή της εικονιστικής αποτύπωσής του. Το τοπίο που σχηματίζει το φυσικό ανάγλυφο, το ανθρωπογενές τοπίο, το τοπίο της υπαίθρου χώρας, το κτισμένο τοπίο των μεγάλων πόλεων και των μικρών οικισμών, το βιομηχανικό τοπίο και ευρύτερα το τοπίο απότοκο της οικονομικής δραστηριότητας, αλλά επίσης και η ενσωμάτωση της ιστορικής διαδρομής στο σύγχρονο τοπίο, αποτελούν μερικά από τα θέματα που τίθενται προς συζήτηση στα 55 κείμενα που απαρτίζουν τον τόμο. Τα κείμενα συνδιαλέγονται με τοπία που καλύπτουν το σύνολο σχεδόν του ελληνικού χώρου, από τη Θράκη έως την Κρήτη και από τις Πρέσπες έως το Καστελλόριζο. Οι συγγραφείς καθώς προέρχονται από διαφορετικές γενιές επιστημόνων και ποικίλες επιστημονικές ειδικεύσεις αξιοποιούν στον λόγο τους τα αναλυτικά εργαλεία της δουλειάς τους.

Από τις πλέον εύγλωττες εικόνες του τόμου είναι η αεροφωτογραφία της Διώρυγας της Κορίνθου (επάνω). Αποτυπώνει ένα πρωτοπόρο τεχνικό έργο, που χάρη σε μία χειρουργική τομή σε μία στενή λωρίδα γης πέτυχε να ενώσει ουσιαστικά το Αιγαίο με το Ιόνιο Πέλαγος. Στην ίδια φωτογραφία αναδεικνύεται το σχεδόν ομαλό γεωφυσικό ανάγλυφο της ξηράς που ενώνει τη Στερεά Ελλάδα με την Πελοπόννησο, η γεωμορφολογία του οποίου στη μακραίωνη ιστορία της περιοχής επέτρεψε το πέρασμα λαών, πολιτισμών και στρατών. Οπως σημειώνει στη σχετική ανάλυσή του ο ιστορικός Βάσιας Τσοκόπουλος: «Η κατασκευή της διώρυγας έχει τεράστια συμβολική σημασία. Με δεδομένο το καινοφανές του έργου, την έλλειψη τεχνικής παράδοσης και πείρας για έργο τέτοιου μεγέθους και την ολοκλήρωσή του σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, μπορεί να χαρακτηριστεί τεχνικός άθλος. Για το ελληνικό κράτος του 19ου αιώνα σηματοδοτεί τη δυνατότητα των νέων παραγωγικών δυνάμεων να επεμβαίνουν και να μεταποιούν τη φύση σε μεγάλη κλίμακα».