Σέρβος συγγραφέας και εκδότης, φιλόλογος και πρώην δημοσιογράφος, ο 56χρονος Μπάγιατς που έρχεται προσκεκλημένος στη 9η Διεθνή Εκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης γράφει στην αρχή για «ένα καραβάν σαράι ακριβώς κάτω από τα θεμέλια του σπιτιού μου στο οποίο ζούσα ώς τότε». Ηταν ένα κτίσμα που είχε κτίσει ο Μεχμέτ Πασάς Σοκόλογλου στο Βελιγράδι το 1575 και η αφορμή να αρχίσει να οργανώνει το μυθιστόρημά του.

Το βιβλίο ισορροπεί σε μια εναλλαγή κεφαλαίων ανάμεσα στο παρόν του συγγραφέα και την εποχή των ηρώων του. Τα κεφάλαια όπου ο συγγραφέας μιλάει σε πρώτο πρόσωπο από το σήμερα, είναι σύντομα σαν μικρά διηγήματα. Τα κεφάλαια που παρακολουθούν την ιστορική περίοδο συμβαδίζουν χρονολογικά με τη δράση των δύο ηρώων του Μπάγιατς, οι οποίοι δεν είναι παρά δύο σημαντικοί άνθρωποι που πρόκοψαν και άνθισαν κυριολεκτικά στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας και ειδικά κατά την περίοδο της εξουσίας του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (1520-1566).

Είναι ο Σέρβος Μπάγιτσα και ο Ελληνας Ιωσήφ ή Γιουσούφ που κατέληξαν με τους λαμπρούς τίτλους Χατζή Μεχμέτ Πασάς Σοκόλοβιτς και Κοτζά Μιμάρ Σινάν Αγάς. Ο πρώτος πήρε τη θέση του Μεγάλου Βεζίρη για δεκατέσσερα χρόνια, ξεπερνώντας σε διάρκεια κάθε προκάτοχό του, διαπρέποντας στο εμπόριο, τη ναυπηγία, τη νομοθεσία, τη στήριξη των ποιητών. Αργότερα δώρισε στην πατρίδα του τη γέφυρα του Μεχμέτ Πασά Σοκόλοβιτς, τη γνωστή γέφυρα του Δρίνου που έγινε τίτλος στο γνωστό μυθιστόρημα του Ιβο Αντριτς. Ο Σινάν άφησε πίσω του τριακόσια εβδομήντα κτίσματα όπως τεμένη, δημόσια λουτρά, ανάκτορα, μαγειρεία, σχολεία, υδραγωγεία, γέφυρες, νοσοκομεία, ανάκτορα.

Ο Μπάγιτσα βρέθηκε από την πατρίδα του στην Κωνσταντινούπολη με παιδομάζωμα· στην πραγματικότητα έγινε κατόπιν συμφωνίας με την οικογένειά του. Πολλοί τουρκεμένοι Σέρβοι κυκλοφορούσαν στα στρατεύματα και την αυλή των σουλτάνων. Οταν ο Μπάγιτσα βρισκόταν ακόμη γενίτσαρος στην Αδριανούπολη άκουσε τον χτίστη Σινάν να μιλάει ελληνικά, μια γλώσσα που τη γνώριζε. Ο περίφημος μάστορας Σινάν είχε έρθει από την Καισάρεια, από τους Αγίους Αναργύρους, ως Σινάν Γιουσούφ. Ο Σινάν, εύστροφος πολυτεχνίτης, ανήλθε ραγδαία στις τάξεις της εξουσίας αποδεικνύοντας κάθε φορά τις δυνατότητές του χτίζοντας εκεί όπου γκρεμίζονταν από τις επελάσεις των οθωμανικών ορδών και αφήνοντας αναγεννημένα από τα ερείπια έργα που μέχρι τις μέρες μας προκαλούν τον θαυμασμό για την τέλεια αρχιτεκτονική τους δομή.

Οι δύο φίλοι, διαφορετικής εθνικότητας όμως χριστιανοί ορθόδοξοι, εξισλαμίστηκαν συνειδητά διατηρώντας ωστόσο τις μνήμες τους και τις βαθιές θρησκευτικές τους ρίζες. Με διπλή εθνική και θρησκευτική ταυτότητα πορεύτηκαν έως το τέλος της ζωής τους. Ο ένας ήταν πόλος έμπνευσης για τον άλλο και αφετηρία δημιουργίας. Υπηρέτησαν πιστά και αποδοτικά το σύστημα της οθωμανικής διακυβέρνησης με αντάλλαγμα τη διαρκή τους ανέλιξη. Βασικό μοτίβο στο βιβλίο είναι ο δυϊσμός ανάμεσα στους Σέρβους/Τούρκους και κατ’ επέκταση στους υπόλοιπους λαούς της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, της επονομαζόμενης Ρούμελης.

Ο τίτλος «χαμάμ» λειτουργεί πολλαπλώς: από τη μια αναφέρεται στο ιστορικό της δημιουργίας των χαμάμ, μια ιδέα που έδωσε ο Μπάγιτσα στον Σινάν για να φτιάξει δημόσια λουτρά για τον λαό. Από την άλλη όμως είναι αυτό το στοιχείο του νερού, ζωοποιό, θαυματουργό, στοιχείο που εξημερώνει, αποκαθάρει και ενώνει πόλεις, τόπους και ιστορίες. Πράγματι, στην απέραντη Οθωμανική Αυτοκρατορία συνέβαιναν δραστικές αλλαγές, εξαφανίζονταν οι διαφορές και κάθε εθνότητα επωμιζόταν ένα στοιχείο του οθωμανικού πολιτισμού όπως και το αντίθετο. Ο Μεχμέτ και ο Σινάν ήταν μπολιασμένοι με την ετερότητα. Και μέσα από το διαφορετικό ανασυνέθεταν τον ίδιο τους τον εαυτό, διττά, πολλαπλά αλλά σίγουρα προς όφελος μιας πολυσύνθετης προσωπικότητας. Ο Μεχμέτ πρέσβευε πόσο σημαντικό ήταν για έναν τόπο να μιλιούνται διαφορετικές γλώσσες. Μπορεί σήμερα κάθε έθνος να επιθυμεί μια ομογενοποιημένη ιστορία, όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά – τουλάχιστον όχι έτσι όπως συντηρούνται από τις εθνικιστές παρωπίδες.

Κάτοχος του βραβείου Balkanika για το μυθιστόρημα «Χαμάμ Βαλκάνια», ο Βλάντισλαβ Μπάγιατς μάς υπενθυμίζει ότι στην τουρκική γλώσσα «bal» σημαίνει μέλι και «kan» σημαίνει αίμα, και ισχυρίζεται πως «θα μπορούσε κανείς να δει την ιστορία των Βαλκανίων μέσα από αυτές τις διαμετρικά αντίθετες λέξεις». Συγγραφέας αλλά και εκδότης (ο οίκος του λέγεται Geopoetika και έχει εκδώσει στα σερβικά έλληνες συγγραφείς όπως ο Βασίλης Αλεξάκης και ο Νίκος Θέμελης καθώς και ποιητές όπως ο Γιάννης Ρίτσος), ο Μπάγιατς στα έργα του καταπιάνεται κυρίως με το ζήτημα της συγκρότησης των εθνικών ταυτοτήτων στη χερσόνησο του Αίμου, κύριο χαρακτηριστικό των οποίων θεωρεί τη δυαδικότητα. Ο Μπάγιατς περιόδευσε στα μέρη όπου έδρασαν οι ήρωές του και ειδικά ο συμπατριώτης του. Ως συγγραφέας, εκτός από τις περιοδείες και τις προσωπικές του αναζητήσεις, αναφέρεται στις συναντήσεις του και με τους ομοτέχνους του ανά την υφήλιο, ταυτίζει λογοτεχνικές περιοχές με εκείνες τις μνήμης και της ιστορίας. Γιατί, όπως γράφει, η λογοτεχνία ασχολείται με «τα πιθανά δευτερεύοντα και τα μικρά. Η Ιστορία αμετάβλητη σαν μνημείο». Ειδικά με τον Ορχάν Παμούκ, βασικό λογοτεχνικό συνομιλητή και συνοδοιπόρο στην ιστορία, είχαν να διερευνήσουν «τις σχέσεις ανάμεσα στο τουρκικό σύστημα (την κατακτητική εξουσία) και στην κατάληξη ενός νέου χώρου για την Τέχνη μέσα στην Αυτοκρατορία». Κάτι τέτοια βιβλία λοιπόν, όπως το «Χαμάμ Βαλκάνια», έρχονται να ταρακουνήσουν κάπως το αμετάβλητο της Ιστορίας και να αρχίσει ένας διάλογος με το παρελθόν και τους νεκρούς. Το βιβλίο του Μπάγιατς είναι ένα ευχάριστο ανάγνωσμα κόντρα στα «ιστορικά εικονογραφημένα» που κυριαρχούν στην ελληνική εκδοτική πραγματικότητα.