Η Δευτέρα του Θωμά ήταν ζόρικη μέρα. Ανέκαθεν. Από τότε που ήμασταν παιδιά. Μαθητές. Επιστρέφαμε στο σχολείο, ύστερα από τις δεκαπενθήμερες διακοπές του Πάσχα, μονίμως αδιάβαστοι, για να ξαναρχίσουμε τα μαθήματα, περιμένοντας πια, για να το ρίξουμε τελείως έξω, μετά τους διαγωνισμούς, το ατελείωτο, το χρυσαφί ελληνικό καλοκαίρι.

Ζόρικη και η φετινή Δευτέρα του Θωμά. Οχι μόνο για τους μαθητές, αλλά και για πολλούς συμπατριώτες μας, οι οποίοι, παρά τις δυσκολίες που – γενικώς – περνάμε, είχαν λίγο παραδάκι στην άκρη, είχαν και καιρό και «του ‘δωσαν και κατάλαβε». Εφυγαν από τις δουλειές τους, στην Αθήνα, τη Μεγάλη Πέμπτη και δεν γύρισαν από τα χωριά τους τη Δευτέρα του Πάσχα, αλλά έκλεψαν και μερικά 48ωρα ακόμη, για να «ξεφύγουν» από τη μελαγχολία της πόλης.

Περίεργη ράτσα οι Ελληνες. Κανείς δεν μπορεί να τους μάθει να είναι πειθαρχικοί. Ετσι μάθανε, έτσι κάνουνε. Συνήθισαν στα «τριήμερα» και τα «πενθήμερα» και μ’ αυτόν τον τρόπο θα πορεύονται για πάντα. Οπως συνήθισαν και στην παλιά ορθογραφία. (Είδατε; Εγραψα «πενθήμερα», ενώ οι νέοι, γράφουν «πενταήμερα» γιατί έχουν καταργηθεί οι ψιλές και οι δασείες και το ταφ του «πέντε» δεν γίνεται θήτα μπρος από τη δασυνόμενη – κάποτε – «ημέρα»).

Η ζωή ξαναρχίζει, λοιπόν, από σήμερα. Ζόρικα, όπως είπα και πιο πάνω. Γιατί κουβαλάει στην πλάτη της και την προεκλογική φαγούρα. Λόγια, λόγια, λόγια. Και σχέδια, που δεν υπάρχουν. Αλήθεια: τι θα γίνει μετά τις εκλογές; Ελάχιστα πράγματα έχουν ακουστεί. Κι αυτά, φύρδην – μίγδην. Και τούτη τη φορά, τα προβλήματα θα είναι – ολοφάνερα – μεγαλύτερα. Και τα χαράτσια θα πέφτουν βροχή. Αλλά οι πολιτικοί, τον χαβά τους. Ψήφους ζητούσαν, ψήφους ζητάνε. Για να ξαναμπούν στη Βουλή. Που, όπως αποδεικνύεται, είναι το πιο προσοδοφόρο επάγγελμα.

Θα κλείσω – πάλι – με τον Μητροπάνο: όπως θα διαπιστώσατε, συγκινήθηκε πολύ ο κόσμος από τον θάνατό του. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Ο Μητροπάνος ποτέ «δεν πούλησε μούρη». Ηταν ατόφιος και αφτιασίδωτος. Από τα εφηβικά του χρόνια, που πρωτοβγήκε στο τραγούδι, ίσαμε την περασμένη Τρίτη, που βγήκε από τη ζωή.

Οι τηλεοράσεις, βέβαια, οργίασαν και μ’ αυτό τον θάνατο! Και οι εφημερίδες, σε κάποιο ποσοστό. Υπερβολές, για «ζεμπεκιές», «μαγκιές» και «σεβνταλίκια»! Για ένα καλλιτέχνη, που ήταν σεμνός, καθωσπρέπει, οικογενειάρχης, σοβαρός και σεβόταν εκείνους που είχαν σταθεί δίπλα του στα δύσκολα χρόνια του ’60 και του ’70.

Από κανέναν δημοσιογράφο, αίφνης, δεν άκουσα να γίνεται λόγος για «τα σπουδαία» του τραγουδιστή. Μόνο για επικαιρικά σουξέ μιλούσαν οι πάντες. Δυστυχώς, οι περισσότεροι δεν έχουν ιδέα για τα τιμαλφή του τραγουδιού. Αναφέρονται με τα ίδια επίθετα και τον ίδιο θαυμασμό για τον πρώτο τηλεοπτικό φούφουτο και τον Καζαντζίδη ή τον Μπιθικώτση.